Οι τελευταίες μου μέρες μουδιασμένες.

Ο χρόνος πάγωσε στην ανάμνηση μιας εποχής που ό, τι βίωνα είχε νόημα επειδή θα το μοιραζόμουν μαζί σου.

Στους δρόμους επιβαλλόμενη σιωπή και ‘γω υπό τη προσταγή να παραμείνω αιχμάλωτη ενός σπιτιού χτισμένο πάνω σε παλιές μας στιγμές.

Κι ενώ όλα πια απαιτούν αποστάσεις, στο μυαλό μου αποπνικτικός συνωστισμός σκέψεων

αδύνατον να τιθασεύσω.

Υπάρχει μονάχα μια σωτήρια προσμονή.

Προσμονή για ‘κείνο το ηλιοβασίλεμα που θα ‘ρθει και θα το αντικρίσω.

Ήρεμη και μερικώς ελεύθερη.

Οι γραμμές των τηλεφώνων μας νεκρές.

Σαν να μην υπήρχες ποτέ απ’ την άλλη πλευρά

και όποια δύναμη με ξύπνησε και μου έδειξε όλα αυτά που μου χρωστάς

δε γύρισε ποτέ πίσω να με βάλει για ύπνο.

Ίσως αν έπαιρνες, να μιλούσαμε

να μιλούσαμε για όλα εκείνα τα πρωινά που δεν ξυπνήσαμε μαζί.

Για τις βόλτες που δε μου κράτησες το χέρι κι ας βαδίζαμε παράλληλα.

Μπορεί και να μιλούσαμε και για τις στιγμές που έφευγες

ακόμα κι όταν μπορούσες να μείνεις.

 

Μόνο να έπαιρνες.

Να εξηγήσεις γιατί ενώ υποσχέθηκες πως δε θα μ’ άφηνες ποτέ μόνη

τώρα δεν υπάρχει τίποτα πέρα απ’ την πικρή ανάμνησή σου.

Και υπόσχομαι να σου ‘λεγα και γω.

Να σου ‘λεγα πως κάνοντας λογαριασμό βρήκα μόνο κάτι ξεχασμένα λόγια σου, που δεν είχαν καμία αξία πια, για να ξεπληρώσεις με αυτά.

Και πως κατέληξα στο πιο αληθινό συμπέρασμα που λέει ότι θα έπρεπε να κόβεται η γλώσσα και τα χέρια όσων τολμούν να μιλάνε για αγάπη, χωρίς να ξέρουν να αγαπούν

και χωρίς να τους νοιάζει να μάθουν.

Που διαλέγουν να στολίζουν τα υπέρλαμπρα ψέματά τους με καυτά χάδια, αφήνοντας αιώνια σημάδια στα κουφάρια των θυμάτων τους.

Μικρή διαφορά θα έκανε βέβαια. Άνθρωπος που δεν αγάπησε,

έτσι κι αλλιώς είναι μισός.

Πάρε με και θα σου πω

πως πονάει τόσο, μα αποδέχτηκα τη καταστροφή μας και όλα εκείνα που φοβόμουν να δω σε μας.

Μπορεί και να χαρείς. Το χρόνο μας χάσαμε. Στο έγραψα αυτό κάποτε.

Αναρωτιέμαι αν φταίει που δε στο φώναξα. Οι γραμμές μας ακόμα νεκρές.

 

Και ό, τι με ξύπνησε

μου ψιθύρισε πως η δική σου

ήταν έτσι απ’ την αρχή.


 

*Γράφει η Ιωάννα Κούρκουλου.

Thank you for using  www.freepdfconvert.com  service!

Only two pages are converted. Please Sign Up to convert all pages. https://www.freepdfconvert.com/membership

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΘα πάμε θέατρο, όπως λέμε πάμε σινεμά…, Δημήτρης Δανάμπασης
Επόμενο άρθροΕκδοχές του τέλους, Αργύρης Χιόνης
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του ΄99. Έζησε την παιδική της ηλικία στην Κέρκυρα μόνο για να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα για σπουδές στο επαγγελματικό μακιγιάζ και το body painting, μιας και πάντα της φαινόταν ενδιαφέρον ο καμβάς της να είναι ένα πρόσωπο ή ένα σώμα. Μετακόμισε τελικά μια μέρα στην ερωτική Θεσσαλονίκη χωρίς πολύ σκέψη. Και κατέληξε αυτό, να είναι η καλύτερη και συνάμα η χειρότερη επιλογή της ζωής της. Κάτι που αναλύει συχνά στα ποιήματα και στα κείμενα της. Δεν της αρέσει καθόλου να γράφει βιογραφικά για τον εαυτό της αλλά αν πρέπει, ας μάθει κανείς πως απολαμβάνει απλώς το πρωινό τσιγάρο κι εκείνο με τη μπύρα, τη γάτα της, τους φίλους της, ένα καλό βιβλίο, την ταινία που θα της μείνει στο μυαλό για καμιά βδομάδα, τη ζωγραφική, το να ακούει πιάνο τη μιά στιγμή και punk την επόμενη και τη συγγραφή. Στο Ολόγραμμα με τη στήλη της ‘Κάτω απ’ τα κίτρινα φώτα’ θα κάνει το πρώτο βήμα απελευθέρωσης της ποιητικής της πλευράς που κρατά καλά κρυμμένη χρόνια τώρα.