Τη βία τη νιώθεις μέσα σου. Σου αφήνει μια αλκαλική αίσθηση αιματίλας στα ξεραμένα σου χείλη, ένα επιθετικό ξύσιμο στο δέρμα σου που θες να ξεσκίσεις, μια μεταλλική μυρωδιά που γαντζώνεται στα ρουθούνια σου και μένει εκεί όσο κι αν προσπαθείς με κάθε τρόπο να την αποβάλλεις. Η βία δεν σ’ αφήνει να τη ξεχάσεις, αφήνει σημάδια πάνω σου, πίσω σου και στον καθρέφτη σου που είχες για προστασία του εγώ σου. Ο πόλεμος πάλι υποθέτω, είναι η ύστατη μορφή βίας που ριζώνει σε κάθε σου κύτταρο και που σε κάνει να νιώθεις πως κάθε ψήγμα της κοινωνικής σου υπόστασης πυρπολείται.
Ψέματα λέω δύσκολα και μόνο για ασήμαντα πράγματα, και επειδή ο πόλεμος δεν είναι κάτι τέτοιο, θεωρώ πως δεν ξέρω τι σκατά είναι αλήθεια ο πόλεμος. Δεν ξέρω γιατί αυτά τα 23 χρόνια περίπου που ζω δεν έχω βρεθεί σε εμπόλεμη ζώνη. Ούτε Αφγανιστάν, ούτε Ιράκ, ούτε Συρία, ούτε Υεμένη, ούτε Ουκρανία και πάει λέγοντας, δεν έχω ζήσει. Η βεβαιότητα πως είναι θέμα τύχης το γεγονός πως δεν έχω αναμετρηθεί ακόμα με ένα καθεστώς πολέμου, μου προκαλεί πάντα ταραχή. Πώς διάολο αναμετράται η τυχαιότητα με την καταστρεπτικότητα ενός πολέμου; Και για να μην παρεξηγηθώ, προφανώς ένας πόλεμος δεν συμβαίνει τυχαία κάπου. Απλά τυχαία δεν βρισκόμαστε εμείς –οι όποιοι εμείς εν πάση περιπτώσει- εκεί. Ευτυχώς. Είναι πάντα ευτυχές να μη βρίσκεσαι σε πόλεμο. Όλοι το ξέρουν αυτό και θέλω να ελπίζω πως το γνωρίζουν, ακόμα κι όσοι πολεμοχαρείς ήρωες του καναπέ προσφέρονται αόριστα να πάρουν τα όπλα με κάθε ευκαιρία. Κι ενώ τα έθνη τον διακηρύσσουν, οι λαοί δεν τον θέλουνε τον πόλεμο ποτέ. Γιατί ο πόλεμος σημαίνει μόνο χάνω. Ποιος να νικήσει τι εξάλλου, όταν τα χώματα ματώνουν;
Προσπαθώ συχνά να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει πόλεμος. Πώς θα είναι άραγε να νιώθεις πως κάτι σε διαρρηγνύει, σε ισοπεδώνει, σε αλλάζει, σε φέρνει αντιμέτωπο με πρωτόγνωρα συναισθήματα; Νομίζω χωρίς σκέψη απλά θα ήθελα να εξαφανιστώ. Θα ήθελα να φύγω όσο πιο μακρυά γίνεται. Θα σκεφτόμουν μάλλον τη μέχρι τώρα ζωή μου, τους ανθρώπους μου, το σπίτι μου, τα μέρη που σύχναζα. Την πατρίδα μου σαν να λέμε, το οικείο αυτό μέρος της κοινωνικής μας γέννησης. Αυτή θα ήταν η πατρίδα που θα έχανα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ την απώλεια και τους επικείμενους αποχαιρετισμούς, τα τραγούδια μανάδων που θέλουν να καθησυχάσουν τα παιδάκια τους, τα ηχοτοπία που διαμορφώνουν οι σειρήνες, τα αμάξια που προσπαθούνε να φύγουν μακρυά, το κροτάλισμα δοντιών που τρέμουν από φόβο και τα επιφωνήματα δυστυχούς έκπληξης που διαχέονται γύρω μου. Θα ήθελα απλά να κλείσω τα μάτια μου για λίγο και μετά απλά να εξαφανιστώ.
Νομίζω πως μπροστά στο φόβο της πλήρους ανατροπής, της βίας και της προσφυγιάς, θα έμενα ενεή. Πιο άνθρωπος από ποτέ, έχοντας πλήρη συναίσθηση της τρωτότητας μας και ούσα μια προσφύγισσα από το πουθενά, θα είχα σβήσει επιφανειακά, ελπίζοντας να ενεργοποιηθεί το ένστικτο της επιβίωσης μου. Όταν σου ξεριζώνουν την ψυχή, τη ζωή και τη χαμένη σου ελπίδα, εκεί είναι που καλείσαι να επιβιώσεις, μάλλον.
Δεν ξέρω όλα είναι πολύ σχετικά και θεωρημένα από μια σκοπιά απρόσβλητη μέχρι τώρα από πυρά πολεμικά. Από αυτό το ανεξήγητο πράγμα που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μας ταλανίζει ακόμα. Μάλλον μπορώ να καταλάβω, αλλά αρνούμαι να δεχτώ πως συμφέροντα, σύνορα ορισμένα με χαρτί και μολύβι, σφαίρες επιρροής, πετρόλια κι αέρια, στέκονται ικανά να αμφισβητήσουν το ύψιστο δικαίωμα στη ζωή και στην ειρηνική συμβίωση. Τι κερδίζει μπροστά στη ζωή ρε γαμώτο;
Τον πόλεμο δεν τον ξέρω, λοιπόν. Τον εικάζω βλέποντας τόσες εικόνες όλα αυτά τα χρόνια. Τον πόνο όμως τον βιωμένο όλοι κάπως, τον έχουμε ζήσει. Με τον δικό του τρόπο ο καθένας έχει νιώσει να σπαράζει η καρδούλα του, να βουλιάζει η ψυχούλα του και να καίνε από τα δάκρυα τα μάτια του. Έχει κι ο πόνος κάτι από πόλεμο. Μια τυχαιότητα, ένα αίσθημα διαμελισμού και μια ανάγκη να ειπωθεί. Όσο κι αν το παλεύουμε να κρατήσουμε μέσα μας τη δυστυχία, πάντα υπάρχει μια καταπίεση που στο τέλος αρνούμαστε, και τους πόνους μας καταλήγουμε να ξομολογούμαστε. Η εξομολόγηση είναι για εμάς, για έναν-δυο καλούς φίλους ή και για στιχάκια αφημένα στο γραφείο σου για τις δύσκολες μέρες.
τον πόνο σου να πιάσω να τον κάνω τρυφερούδι,
να σε απαλύνω από ενοχές και να μη φταις για όσα θες
σαν δεις το χέρι απλωμένο να αγγίζει δάχτυλα υγρά,
θα πεις είναι ο πόνος μοιρασιά που ανοίγει στα τυφλά
Το δικό σου το τραγούδι δεν είναι κύκνειο. Είναι για σένα και για όλους. Είναι μια γυναίκα με αγκαλιά ανοιχτή, έτοιμη να σκορπίσει το τραύμα της. Σου θυμίζει εκείνη τη Σύρια γυναίκα που είδες χθες στις ειδήσεις να τρέχει με το μωρό της αγκαλιά για να σωθεί, ή εκείνη την Ουκρανή κοπελίτσα που έκλαιγε κρατώντας το χέρι της μαμάς της καθώς αποχωριζόταν την πόλη της, ή εκείνο το κοριτσάκι από την Υεμένη που είχες δει τις προάλλες σε ένα βίντεο, να τρέχει φωνάζοντας “μαμά, βοήθεια, μας σκοτώνουν”. Κι εκεί θυμάσαι πως δεν ξέρεις τι είναι ο πόνος τελικά και πως ο πόλεμος κάτι είναι τελικά που κάπως λίγο τον γνωρίζεις. Εύχεσαι από μέσα σου να σπάσουν τα όπλα όλου του κόσμου, να μην κλαίνε άλλο τα χώματα, να μη χάνονται ζωές, να αγαπιόμαστε μωρέ.
*Ευχαριστώ πολύ την Άλκηστη Λύκα για το κολάζ της εικόνας εξωφύλλου.
*Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.

Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.