Πράξη πρώτη.
Με κοιτά πίσω απ’ τα γυαλιά και μπροστά απ’ τα επίσημα χαρτιά μες τα κάδρα.
“ Ποιός πιστεύεις είναι ο μεγαλύτερος σου φόβος; “
Σαν παιδί, ένιωθα ατρόμητη.
Ζούσα στη μικρή μου κοινωνία με τρεις ανθρώπους που μου λέγαν πως με αγαπούν και ότι κι εγώ πρέπει να τους αγαπώ και ας μην ήξερα τι θα πάει αγάπη.
Σ’ ένα σπίτι που φαινόταν να βγάζει χέρια για να σ’ αγκαλιάσει και να σε ζεστάνει
ή τουλάχιστον αυτό πίστευα τότε.
Το φόβο κορόιδευα που δεν είχε καμία δύναμη πάνω μου.
Όταν τον έβλεπα στην γωνία τον κοιτούσα στα μάτια με υπεροψία
και τον προσπερνούσα προκλητικά για να πάω στην επόμενη.
Και ένιωθα ατρόμητη.
Μέχρι που άκουσα το γέλιο του, χρειάστηκε μια μόνο φορά
για να μη το ξεχάσω ποτέ.
Σε πλησιάζει όταν το κερί σβήσει γιατί η πόρτα έκλεισε με φόρα, σε πέταξε έξω απ’ το γνώριμο σου κόσμο
και κλείδωσε πριν καν προλάβεις να σκεφτείς να γυρίσεις τη πλάτη.
Τον άκουσα να γελάει όταν έμεινα μόνη να κοιτάω το ταβάνι και να μετράω τους χτύπους της καρδιάς μου για να μη μου φύγουν κι αυτοί.
Όταν η μικρή μου κοινωνία έγινε μεγάλη, τεράστια χαοτική και βρώμικη με ανθρώπους που το γέλιο τους ήταν ίδιο και χειρότερο.
Έτσι λοιπόν για να απαντήσω κύριε,
πιο πολύ φοβάμαι τον άνθρωπο.
Γιατί αγάπησα, εμπιστεύτηκα και χαρίστηκα για να πουληθώ και να αγοραστώ ξανά και ξανά
πιο φθηνά και απ’ τα ζαχαρωτά που αγόραζα όταν ένιωθα ατρόμητη.
Γιατί δεν είδα ποτέ κάτι πιο τρομακτικό από μια σάπια ψυχή στολισμένη από ένα αγγελικό πρόσωπο και ένα στόμα που ήξερε ακριβώς τι ήθελες να ακούσεις
και το έλεγε
και μετά το άρπαζε πίσω με το ίδιο εκείνο γέλιο και έβρισκε γοητεία στην εξαθλίωση σου και στα κομμάτια που έπρεπε να μαζέψεις,
κάθε φορά γρήγορα για να μη πονέσει πολύ
και κάθε φορά μόνη σου.
Σταμάτησα όμως να νιώθω έτσι όταν ανακάλυψα πως μπορούσα και εγώ να γελάσω στον ίδιο τόνο και πιο δυνατά.
Ένα βράδυ ούρλιαξα τόσο που έσβησα το φόβο απ’ όλες τις γωνιές και τίποτα δεν με περίμενε πια εκεί.
Έβγαλα τα μάτια μου με τα δυο μου χέρια για να μην τους βλέπω.
Ίσως και για να μην δω ότι έγινα όλα αυτά που σιχαινόμουν.
Δεν είχε όμως μεγάλη σημασία γιατί τώρα εκείνοι ήταν οι φοβισμένοι.
Ήταν η εικόνα μου τόσο φρικτή που σαν με κοιτούσαν τρόμαζαν με την ίδια τους την αντανάκλαση.
Κανείς τους δεν ξαναγέλασε.
Γράφει η Ιωάννα Κούρκουλoυ.

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του ΄99. Έζησε την παιδική της ηλικία στην Κέρκυρα μόνο για να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα για σπουδές στο επαγγελματικό μακιγιάζ και το body painting, μιας και πάντα της φαινόταν ενδιαφέρον ο καμβάς της να είναι ένα πρόσωπο ή ένα σώμα.
Μετακόμισε τελικά μια μέρα στην ερωτική Θεσσαλονίκη χωρίς πολύ σκέψη.
Και κατέληξε αυτό, να είναι η καλύτερη και συνάμα η χειρότερη επιλογή της ζωής της. Κάτι που αναλύει συχνά στα ποιήματα και στα κείμενα της.
Δεν της αρέσει καθόλου να γράφει βιογραφικά για τον εαυτό της αλλά αν πρέπει, ας μάθει κανείς πως απολαμβάνει απλώς το πρωινό τσιγάρο κι εκείνο με τη μπύρα, τη γάτα της, τους φίλους της, ένα καλό βιβλίο, την ταινία που θα της μείνει στο μυαλό για καμιά βδομάδα, τη ζωγραφική, το να ακούει πιάνο τη μιά στιγμή και punk την επόμενη και τη συγγραφή.
Στο Ολόγραμμα με τη στήλη της ‘Κάτω απ’ τα κίτρινα φώτα’ θα κάνει το πρώτο βήμα απελευθέρωσης της ποιητικής της πλευράς που κρατά καλά κρυμμένη χρόνια τώρα.