Ερμούπολη, Σύρος, Κυκλάδες, Ελλάδα.
Κυριακή, 03 Απριλίου 2022.
Ώρα 08:30 π.μ.
Έχω ανέβει στο μπαλκόνι με την όμορφη θέα, με σκοπό να προλάβω να γράψω κάτι από εδώ, πριν φύγει πάλι ο χρόνος και η συνθήκη μέσα από τα χέρια μου.
Έχω πάρει μαζί μου το “πρωινό της τεμπέλας”, δηλαδή μια μπανάνα και μια μπάρα δημητριακών. Σε περίπτωση που δεν βγει το πλάνο της σύνταξης αυτού του κειμένου, έχω στο τραπεζάκι με το μωσαϊκό κι ένα από τα βιβλία ανάγνωσης αυτής της περιόδου. Αμέ! Για πρώτη φορά τα έφερε έτσι η ζωή, που έχω ξεκινήσει την ανάγνωση τριών διαφορετικών βιβλίων την ίδια περίοδο, το καθένα από τα οποία ξεβολεύεται από τη θέση του, ανάλογα με τις ορέξεις της στιγμής. Μάλιστα, είναι όλα τους εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους.
Άνοιξα λοιπόν, γρήγορα τον φορητό υπολογιστή, πριν προλάβει ο ήλιος να μου κρύψει κάθε σπιθαμή της οθόνης. Πάτησα γρήγορα την ένδειξη εισόδου στη σελίδα αυτή, πριν μπω στον πειρασμό ν’ ανοίξω πρώτα απ’ όλα το υπηρεσιακό email.
Μπροστά μου έχω θάλασσα, ορίζοντα και κάποιες ηλιόλουστες βραχονησίδες που στέκουν αγέρωχες στο Αιγαίο. Ένα καραβάκι σεριανίζει στ’ ανοιχτά και σε λίγες ώρες θα μπει στο λιμάνι το πλοίο από την Αθήνα. Οι γείτονες δεν έχουν ξυπνήσει ακόμη. Βασικά, ο ένας σίγουρα όχι, καθώς τα παντζούρια είναι ακόμη κλειστά. Ο άλλος, έτσι κι αλλιώς τα έχει νυχθημερόν ορθάνοιχτα, οπότε επιφυλάσσομαι.
Σήμερα, είπαν, πως οι άνεμοι θα είναι κάπως ισχυροί. Πράγματι, ήδη μια τέτοια προδιάθεση είναι εμφανής. Μόνο ο κούκος διακόπτει πού και πού τον λευκό ήχο του ανέμου και συνομιλεί με τα υπόλοιπα πετούμενα, που παίζουν κρυφτό, ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ίσως, τα τελευταία να τον περιγελούν πως είναι ανεπαρκής για να φέρει μια άνοιξη κι εκείνος να προσπαθεί με πείσμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, φωνάζοντας όλο και δυνατότερα.
Λίγο νωρίτερα, οι καμπάνες από την πρωινή λειτουργία στον Άγιο Νικόλαο ήχησαν δυνατά και καθαρά, ενώ ένα πλοίο χαιρετούσε με την εκκωφαντική του κόρνα το λιμάνι, αφήνοντας μια αχνή λωρίδα των αποτυπωμάτων του στην καταγάλανη επιφάνεια της θάλασσας.
Όλα λοιπόν, μοιάζουν- σχεδόν- ιδανικά. Τίποτα δεν προμηνύει ό,τι κακό μπορεί να συμβεί στο κοντινό ή μακρινό μέλλον. Τίποτα δεν προδίδει όσα συμβαίνουν στον κόσμο στο παρόν ή όσα έχουν ήδη συμβεί πριν από εμάς για εμάς, σ΄ ένα πιο κοντινό ή πιο μακρινό παρελθόν.
Από επιλογή, από ανάγκη ή απλώς από το αναπόφευκτο του πράγματος, κάποια στιγμή η συνθήκη αυτή, ομαλά ή βίαια, θα διακοπεί. Αρκεί μια σύνδεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή ένα πέρασμα από άρθρα της επικαιρότητας για να συμβεί. Και θα συμβεί. Άρθρα επί άρθρων- άλλα χρήσιμα κι άλλα όχι- για τον πόλεμο, για την πανδημία, για την ακρίβεια, για τις γυναικοκτονίες, για τις παιδοκτονίες, για τους βιασμούς και ενδιάμεσα κάτι από κίτρινο τύπο. Έτσι, για την ισορροπία του όλου πράγματος. Όλοι βλέπω πως νοιάζονται για όλα. Τα αντανακλαστικά στον εικονικό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι άνευ κάθε προηγουμένου γρήγορα στο άκουσμα μια άσχημης είδησης. Κι αναρωτιέμαι, αλήθεια, όλοι νοιάζονται, όλοι νοιαζόμαστε ανελλιπώς και πράγματι για όλα; Τα αντανακλαστικά στο πληκτρολόγιο είναι άραγε αντιπροσωπευτικά των αντανακλαστικών στην πραγματική ζωή; Καθώς, αν πράγματι συμβαίνει αυτό, έχουμε βρει απάντηση στο ρητορικό ερώτημα. Δεν αρμενίζουμε εμείς στραβά, αλλά ξεκάθαρα είναι στραβός ο γιαλός. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα; Ίσως, το πιο αποκρουστικό είδος ανθρώπου να είναι ο ασυνεπής άνθρωπος. Αυτός δηλαδή του οποίου οι προθέσεις, τα λόγια, οι πράξεις, το φαίνεσθαι και το είναι του διαφέρουν. Εκτός κι αν κανείς πράττει έτσι από χαζομάρα. Τότε, η ασυνέπεια δίνει τη θέση της στη βλακεία, ως το πλέον επικίνδυνο χαρακτηριστικό.
Άραγε τι θα συνέβαινε, αν για μια φορά οι περισσότεροι από εμάς στο άκουσμα μια αποτρόπαιας είδησης παίρναμε κάποιες ώρες ή μέρες για να σωπαίνουμε, να μαθαίνουμε, ν’ αναζητούμε κοινωνικές διαστάσεις του εκάστοτε θέματος και να μετριόμαστε με τους εαυτούς μας ως μέλη της ίδιας κοινωνίας, αντί να διψάμε για <<πληροφορία>> μέσα από κλειδαρότρυπες σαν θεατές ταινίας θρίλερ, για αυτοδικία και για διατυμπανισμό της δικής μας απέραντης θλίψης, του δικού μας θυμού, της δικής μας ματαιότητας; Ποιος είναι ο λόγος που με κάθε ευκαιρία νιώθουμε την ανάγκη να προτάξουμε δημόσια το εγώ μας;
Τις προάλλες καθόμουν πάλι στο μπαλκονάκι και χάζευα κατά το δειλινό τον φάρο που αχνοφώτιζε επάνω στη βραχονησίδα. Σκέφτηκα λοιπόν για μια στιγμή, πόσο ωραία θα ήταν να υπήρχε ένας φάρος και για τα δρομολόγια των ανθρώπων στη διαδρομή της ζωής. Να φωτίζει τις αποφάσεις μας, τις επιλογές μας, το ίδιο μας το είναι. Να μας προειδοποιεί ότι υπάρχουν βράχια και να μας κάνει ορατά τα περάσματα για να φτάνουμε στους ενδιάμεσους και τον τελικό προορισμό μας. Όμως, η αμέσως επόμενη σκέψη ακύρωσε μεμιάς την προηγούμενη: ένα προκαθορισμένο και καθ’ όλα ασφαλές ταξίδι, μπορεί στ’ αλήθεια να μας αφήσει επίγευση αλατισμένης καραμέλας στον ουρανίσκο της ζωής; Θα ήταν φρόνιμο να επιλέξουμε να εγκαταλείψουμε την κρυφή ελπίδα, πως κάποια στιγμή τις χίμαιρες που κυνηγούμε, θα τις πιάσουμε στα δίχτυα μας;
*Γράφει η Μαρία Λιάκου.

Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1995 και μεγάλωσα σε επαρχιακή πόλη της Βοιωτίας, με καταγωγή από ορεινό χωριό της Καρδίτσας. Το 2018 αποφοίτησα από το τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου μπροστά σε έναν καθρέφτη να μιλάω σε ένα αόρατο κοινό εκφράζοντας τις απόψεις και τις σκέψεις μου. Αυτή μου η ανάγκη ενσαρκώθηκε πριν κάποια χρόνια με τη δημιουργία του προσωπικού μου blog στο διαδίκτυο.
Μου αρέσει η μυρωδιά του γιασεμιού, οι παφλασμοί των κυμάτων, τα μικρά κυκλαδονήσια και τα πεφταστέρια, ενώ παράλληλα φλερτάρω με την ιδέα της προσωρινής διαμονής σε κάποιο ήσυχο νησί. Με τρομάζουν η απώλεια, τα κενά βλέμματα, η συνήθεια και ότι τα δεδομένα κάποια στιγμή θα γίνουν ζητούμενα. Απεχθάνομαι το δήθεν, την αδικία και την υπεροψία. Αγαπώ τα ζουμερά μαγουλάκια των μωρών, τον εθελοντισμό, τα καθαρά βλέμματα και τους διαλλακτικούς ανθρώπους με κοινωνικές ανησυχίες. Θαυμάζω τους μαχητικούς ανθρώπους με όραμα και πίστη στα όνειρά τους. Προσπαθώ να εμπιστεύομαι την ροή των πραγμάτων και να γίνω ο άνθρωπος που ο μικρός μου εαυτός θα θαύμαζε. Τέλος, όταν η σκέψη ψάχνει καταφύγιο, ανασύρει την εξής εικόνα: καλοκαίρι στο χωριό, να τρώω τα γεμιστά της μαμάς κάτω από τον έλατο στην αυλή, με θέα το δάσος.
Τάσσομαι υπέρ της φιλοσοφικής αρχής πως ο άνθρωπος γεννιέται ως “λευκός πίνακας” και διαμορφώνεται από τα βιώματα και τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής του για αυτό και η ενότητά μου ακούει στο όνομα “Tabula Rasa”.