25 Σεπτεμβρίου 2018, η ώρα οκτώ το πρωί. Ούσα στο λεωφορείο με κατεύθυνση την δουλειά μου, κρεμασμένη από τον στύλο των λεωφορείων του ΟΑΣΘ , πασχίζοντας να ακούσω τη μουσική από τα ακουστικά μου, την οποία και υπερκάλυπτε ο σταθμός που είχε επιλέξει ο οδηγός, εκτυλίχθηκε μπροστά στα μισάνοιχτα από τη νύστα μάτια μου, το παρακάτω σκηνικό.

Ήταν ένα ολοστρόμπουλο, όμορφο αγοράκι, γύρω στα τέσσερα έτη, το οποίο κάθε πρωί έπαιρνε το λεωφορείο με τον μπαμπά του , ώστε να φτάσει στο νηπιαγωγείο της περιοχής. Καθώς το λεωφορείο σταματά σε ένα φανάρι, το αγοράκι βλέπει να περνά μπροστά από τα μάτια του ένα κοριτσάκι, γνώριμο στο ίδιο , οπότε αναφωνεί όλο χαρά <<Μπαμπά, η Κατερίνα! Γειά σου Κατερίνα, Κατερίνα εγώ είμαι>> , χτυπώντας το τζάμι του λεωφορείου και έτοιμο να κατεβεί από τη θέση του. Όπως είναι και το αναμενόμενο, η Κατερίνα, πέρασε αγέρωχη τον δρόμο, κρατώντας το χέρι της μητέρας της και ουδέποτε πήρε πρέφα την απέλπιδα προσπάθεια του φίλου της. Ο φίλος της ωστόσο, με όλο το παράπονο του κόσμου συσσωρευμένο στο βλέμμα και τη φωνή, γύρισε προς το μέρος του πατέρα του και αναρωτήθηκε γιατί η Κατερίνα δεν του μιλάει και αν έχει θυμώσει μαζί του.

15 Οκτωβρίου 2020, η ώρα οκτώ μετά μεσημβρίας. Ούσα σε απογευματινή βόλτα με κατεύθυνση το άγνωστο , περνώ η ίδια το φανάρι, πλάι σε ένα αγοράκι γύρω στα έξι, συνοδευόμενο από τη μητέρα του. Στα μισά του φαναριού το παιδί εντοπίζει τον κινούμενο στόχο και αναφωνεί με έναν διάχυτο ενθουσιασμό << Γιώργο, Γιώργο γειά σου>>. Εντοπίζω κι εγώ τον κινούμενο στόχο-τον Γιώργο ντε- και τον βλέπω να σκάει ένα χαμόγελο, που αντίστοιχο δεν έχω δει σ’ ολάκερη τη ζωή μου(υπερβολή, το δέχομαι, αλλά ήθελα να μεταφέρω την ένταση της χαράς του, καταλαβαίνετε).

Με τα πολλά και τα λίγα, εγώ με κάτι τέτοια συγκινούμαι. Και πολύ μου αρέσει να είμαι μάρτυρας τέτοιων απρόοπτων, άδολων κι αυθόρμητων, με μια λέξη, παιδικών στιγμών. Επίσης, περιττό να σας πω, πως το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν η αντίθεση με τη συμπεριφορά των μεγάλων. Το γεγονός πως ως ενήλικες πολλές φορές αλλάζουμε πεζοδρόμιο ή κρυβόμαστε πίσω από τα μεγάλα μας γυαλιά για να αποφύγουμε κάποιον παλιό φίλο, κάποιον συγγενή, τον γνωστό ή τον γείτονά μας. Είμαι σε θέση να καταλάβω το γιατί και ίσως να δικαιολογήσω αυτή την ”πρακτική” έως έναν βαθμό. Αλλά πόσο πολύ με πειράζει που είναι έτσι τα πράγματα. Πόσο πολύ με πειράζει που τα “γειά” των μεγάλων έχουν γίνει τυπικά, εξαναγκαστικά, στείρα. Που όταν οι πλάτες τους κοιτούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, η γλώσσα γίνεται διχαλωτή και στάζει το πρώτο κουτσομπολιό, η πρώτη κριτική, το πρώτο “άι ξεφορτώσου μας κι εσύ πρωί πρωί που σε πέτυχα”.

Και ξέρω. Ξέρω πως η ζωή, οι άνθρωποι, οι ρυθμοί αλλάζουν. Νιώθω στο πετσί μου πως τα πάντα ρει. Απλά να.. είναι που κάπου- κάπου θα ήθελα να βάζουμε ένα όριο. Ή μάλλον να προσέχουμε το κενό. Το κενό μεταξύ του πότε η ζωή μάς αλλάζει και πότε την αλλάζουμε εμείς.

 

Εις το επανιδείν!


Γράφει η Μαρία Λιάκου.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΤα παράθυρα, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Επόμενο άρθροΈρωτας, Ντίνος Χριστιανόπουλος
Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1995 και μεγάλωσα σε επαρχιακή πόλη της Βοιωτίας, με καταγωγή από ορεινό χωριό της Καρδίτσας. Το 2018 αποφοίτησα από το τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου μπροστά σε έναν καθρέφτη να μιλάω σε ένα αόρατο κοινό εκφράζοντας τις απόψεις και τις σκέψεις μου. Αυτή μου η ανάγκη ενσαρκώθηκε πριν κάποια χρόνια με τη δημιουργία του προσωπικού μου blog στο διαδίκτυο. Μου αρέσει η μυρωδιά του γιασεμιού, οι παφλασμοί των κυμάτων, τα μικρά κυκλαδονήσια και τα πεφταστέρια, ενώ παράλληλα φλερτάρω με την ιδέα της προσωρινής διαμονής σε κάποιο ήσυχο νησί. Με τρομάζουν η απώλεια, τα κενά βλέμματα, η συνήθεια και ότι τα δεδομένα κάποια στιγμή θα γίνουν ζητούμενα. Απεχθάνομαι το δήθεν, την αδικία και την υπεροψία. Αγαπώ τα ζουμερά μαγουλάκια των μωρών, τον εθελοντισμό, τα καθαρά βλέμματα και τους διαλλακτικούς ανθρώπους με κοινωνικές ανησυχίες. Θαυμάζω τους μαχητικούς ανθρώπους με όραμα και πίστη στα όνειρά τους. Προσπαθώ να εμπιστεύομαι την ροή των πραγμάτων και να γίνω ο άνθρωπος που ο μικρός μου εαυτός θα θαύμαζε. Τέλος, όταν η σκέψη ψάχνει καταφύγιο, ανασύρει την εξής εικόνα: καλοκαίρι στο χωριό, να τρώω τα γεμιστά της μαμάς κάτω από τον έλατο στην αυλή, με θέα το δάσος. Τάσσομαι υπέρ της φιλοσοφικής αρχής πως ο άνθρωπος γεννιέται ως “λευκός πίνακας” και διαμορφώνεται από τα βιώματα και τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής του για αυτό και η ενότητά μου ακούει στο όνομα “Tabula Rasa”.