Κλωτσοσκούφι τα πετραδάκια στο πλακόστρωτο με την ακμή
λίγο πριν το γλίστρημα στην θάλασσα
παρέα με τις ομπρέλες και κάτι κλειδαριές που ασφαλίζουν
απονενοημένες μνήμες που βούτηξαν στο χτες
στην υγρασία για να στεγνώσουν μία φορά ακόμα
διαβάζοντας Τσέλαν και Καθημερινή
καθισμένος στο βλέμμα ενός ήλιου ξεδοντιάρη με χασμουρητό
—ένας διπλός Americano να ταλαιπωρείται στο παγκάκι παρακεί
σ’ ένα ποτήρι με μουλιασμένη πλέον την σάρκα—
τα μικρά ψάρια ξέρει καλά πως απαγγέλλουν ποίηση μετά τις 12 τα βράδια
θα μείνει στην αναμονή για το υδρόβιο νάιτ κλαμπ
εκεί που με το πιάνο τους και το σαξόφωνο θα τραγουδήσουν θα χορέψουν
με τους πιο εύθυμους καλωσορίζοντας στίχους την αυγή
θα τσουγκρίσει το ποτήρι με το προτελευταίο κύμα
βρεγμένος από ήχο στερεοφωνικό —αυτό είναι το σχέδιο
βάζει τρικλοποδιές στις ώρες να γελάσει
μα δεν γελάει πολύ γιατί μετά του πέφτει ακριβό το σιδέρωμα στο στόμα
διαβάζει και διαβάζει σαν τον αεροπόρο που στα σύννεφα βολτάρει
κει που συναθροίζονται ζαρωμένα πρόσωπα και τιμολογούν τα δάκρυα τ’ ουρανού
τα φώτα της παραλίας σκέφτεται κόβουν του σκοταδιού την φλέβα
κι είναι σαν διάδρομος προσγείωσης για αεροπλάνα
μ’ αεροπλάνα δεν πετούν πια πάνω από δω
για κάποιον λόγο που όλοι έχουν ξεχάσει
—μήτε κι εκείνος θυμάται το γιατί—
μία γυναίκα περπατά αδιάφορα μπροστά του
αποφεύγοντας —ωστόσο— τα εκτεταμένα πόδια του επιμελώς
λες και κουβαλά στο εσώρουχό της το DNA του χρόνου
λες και θρηνεί για την ξεθωριασμένη σκιά των ματιών της
λες και
καπνός χρεωκοπίας μπερδεύεται στο χνώτο
να μοιάζει με την μπάσταρδη νύχτα που ξεφυσά τα κάλλη της
για να ζαλίσει τα παρατημένα της τέκνα
κι αυτά να σωριαστούν πλησίστια στην αγκαλιά της
ένα μάτσο λαστιχένια κόκκαλα
«μαύρη αυγή μάς πίνεις με το νυχτερινό σου γάλα
πίνεις το μεσημέρι και το πρωί πίνεις τ’ απόγευμα
πίνεις και πίνεις» διάβασε σε μια σελίδα γηραιά
κι ύστερα πάλι μπρος οι τίτλοι τα χρώματα τα ιδρωμένα σώματα τα ίδια νέα
θα μείνει εκεί —λίγο πριν το γλίστρημα στην θάλασσα—
ωσότου το φως ν’ ανοίξει την βαλίτσα του
και να μην κουβαλά πια ρούχα παρά καρφιτσωμένη στον βυθό μια υπόσχεση:
ο έσχατος κρότος θα γνέφει στην γλώσσα των πουλιών

Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Κατέχει πιστοποίηση στο σύστημα γραφής Braille και παρακολουθεί σεμινάρια στον τομέα της Συμβουλευτικής Ψυχικής Υγείας.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία και το ραδιόφωνο. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τους περίπατους, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του ελληνικού καφέ από την κούπα της μαμάς της.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την πηγαία ευγένεια, τις ευχές, τις πράξεις που έχουν ένα τεκμήριο αγάπης μέσα τους, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό, τα βλέμματα που δεν έχουν ανάγκη από φίλτρα φωτογραφικά για να δείξουν την λάμψη τους.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.