“Λευκός πίνακας” ή αλλιώς ευρέως γνωστός ως “tabula rasa”: σε γενικές γραμμές, πρόκειται για όρο της φιλοσοφίας, ο οποίος άπτεται του ρεύματος του εμπειρισμού και υποστηρίζει πως το άτομο δεν γεννάται με έμφυτες γνώσεις και ιδέες, αλλά αντίθετα, τις αποκτά μέσω των εμπειριών που αποκομίζει στο ταξίδι της ζωής του. Προσωπικά, θα ήθελα να καταχραστώ κατά κάποιον τρόπο τον όρο και να τον μεταφέρω σε ευρύτερο πλαίσιο, οπότε τί θα λέγατε να μιλήσουμε για τον λευκό πίνακα της ζωής μας;
Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως με τη γέννησή μας αντιστοιχεί στον καθέναν από εμάς ένας πίνακας, ολόλευκος, τον οποίο κλείνουμε ερμητικά σε ένα μπαούλο. Κάποια στιγμή με το πέρας των χρόνων αποφασίζουμε να ανοίξουμε αυτό το μπαούλο και ξαφνικά βλέπουμε πάνω του σκαλισμένα γράμματα, άτακτα χρώματα, μουντζούρες, ελάχιστα από τα οποία μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά με το εγώ του παρόντος. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με χρώματα που δεν επιλέξαμε, με φιγούρες που δεν μας ταιριάζουν πια, με αναπαραστάσεις που δεν αναπαριστούν σωστά τον εαυτό και τα θέλω μας. Πρόκειται για όσα έχουν αποφασίσει άλλοι για εμάς ή για λεωφόρους στις οποίες κατ’ επιλογήν ριχτήκαμε, μα τελικά αποδείχθηκαν μονοπάτια με τερματικούς σταθμούς μικρά αδιέξοδα. Πρόκειται για συνθήκες, για βιώματα και συναισθήματα, τα οποία βρήκαν τόσες δα διάσπαρτες τρυπούλες στο μπαούλο και, φορώντας τον μανδύα του “καλού μας”, εδραίωσαν τη θέση τους στον ολόδικό μας πίνακα. Στον πίνακα της ζωής μας.
Όταν λοιπόν βρεθούμε αντιμέτωποι με έναν τέτοιον πίνακα, θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλα τα μέσα για να τον φέρουμε στα δικά μας πια μέτρα. Θα πρέπει να βρούμε κιμωλίες και ανεξίτηλους ή μή μαρκαδόρους και ό, τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε. Θα πρέπει να πάρουμε λογιών λογιών κιμωλίες μέχρι να τον φτιάξουμε με τα χρώματα που του πρέπουν καλύτερα. Και θα πρέπει να πάρουμε σφουγγάρια. Πολλά σφουγγάρια. Μικρά σφουγγάρια, μεγάλα σφουγγάρια, χρωματιστά σφουγγάρια. Γιατί ό, τι ζωγραφίζουμε τη μια στιγμή με τόση μανία, μπορεί κάποια επόμενη στιγμή να θέλουμε να το σβήσουμε με ακόμη μεγαλύτερη. Και γιατί έχουμε το δικαίωμα να γράφουμε και να σβήνουμε όσες φορές θέλουμε. Και γιατί έχουμε το δικαίωμα να αντικαθιστούμε πάντα τις μουντζούρες μας με καλλίγραμμα σχέδια και όμορφα χρώματα. Μπορούμε άλλοτε να σχεδιάζουμε ήλιους και λουλούδια, θάλασσα και έρωτα, μπάνια και γέλια και άλλοτε σύννεφα, βροχή, κρύο και όλο πάλι από την αρχή. Γιατί ο πίνακας της ζωής είναι εκεί πάντα. Έτοιμος να δεχθεί κάθε βίωμά μας, κάθε άνθρωπό μας, κάθε κατάσταση μας με κάθε μορφή, με κάθε χρώμα, με όποιο “αντίτιμο”. Και είναι επίσης έτοιμος να δεχθεί κάθε μουντζούρα, κάθε σβήσιμο και κάθε ορνιθοσκάλισμά μας χωρίς να μας κρίνει. Όσο τον πηγαίνουμε, θα μας πηγαίνει και αυτός.
Μόνο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα πράγμα. Να αφήνουμε έναν μικρό κύκλο στο κέντρο του πίνακα πάντα λευκό. Να είναι πάντα παρών ένας λευκός πυρήνας. Εκεί δεν θα πρέπει ποτέ να γράφουμε και να σβήνουμε τίποτα. Ας ορίσουμε πως θα πρόκειται για εκείνο το σημείο της ψυχής μας που μένει αλώβητο, φωτεινό, παιδικό. Ή με μια λέξη απλώς, λευκό. Έτσι γεννιόμαστε. Έχουμε έναν ολόδικό μας, έναν ολόλευκο πίνακα. Επιτρέπεται σε οποιοδήποτε σημείο του να κάνουμε ό, τι μας κάνει κέφι. Μόνο το μικρό λευκό κυκλάκι στο κέντρο. Μόνο αυτό να μην πειράξουμε ποτέ, γιατί κάθε που ο υπόλοιπος πίνακας θα μοιάζει να φθείρεται και να διαλύεται, μόνο εκείνο θα μένει σταθερό. Πάντα εκεί θα ανατρέχουμε και από εκεί θα πιανόμαστε για να τον φτιάχνουμε πάλι από την αρχή.
Εις το επανιδείν!
Γράφει η Μαρία Λιάκου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1995 και μεγάλωσα σε επαρχιακή πόλη της Βοιωτίας, με καταγωγή από ορεινό χωριό της Καρδίτσας. Το 2018 αποφοίτησα από το τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου μπροστά σε έναν καθρέφτη να μιλάω σε ένα αόρατο κοινό εκφράζοντας τις απόψεις και τις σκέψεις μου. Αυτή μου η ανάγκη ενσαρκώθηκε πριν κάποια χρόνια με τη δημιουργία του προσωπικού μου blog στο διαδίκτυο.
Μου αρέσει η μυρωδιά του γιασεμιού, οι παφλασμοί των κυμάτων, τα μικρά κυκλαδονήσια και τα πεφταστέρια, ενώ παράλληλα φλερτάρω με την ιδέα της προσωρινής διαμονής σε κάποιο ήσυχο νησί. Με τρομάζουν η απώλεια, τα κενά βλέμματα, η συνήθεια και ότι τα δεδομένα κάποια στιγμή θα γίνουν ζητούμενα. Απεχθάνομαι το δήθεν, την αδικία και την υπεροψία. Αγαπώ τα ζουμερά μαγουλάκια των μωρών, τον εθελοντισμό, τα καθαρά βλέμματα και τους διαλλακτικούς ανθρώπους με κοινωνικές ανησυχίες. Θαυμάζω τους μαχητικούς ανθρώπους με όραμα και πίστη στα όνειρά τους. Προσπαθώ να εμπιστεύομαι την ροή των πραγμάτων και να γίνω ο άνθρωπος που ο μικρός μου εαυτός θα θαύμαζε. Τέλος, όταν η σκέψη ψάχνει καταφύγιο, ανασύρει την εξής εικόνα: καλοκαίρι στο χωριό, να τρώω τα γεμιστά της μαμάς κάτω από τον έλατο στην αυλή, με θέα το δάσος.
Τάσσομαι υπέρ της φιλοσοφικής αρχής πως ο άνθρωπος γεννιέται ως “λευκός πίνακας” και διαμορφώνεται από τα βιώματα και τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής του για αυτό και η ενότητά μου ακούει στο όνομα “Tabula Rasa”.