Το μαξιλάρι ήταν κοινό.
Ίσως, κατά βάθος, να μοιράζονταν το ίδιο μαξιλάρι
για να συνδέονται ακόμη και στα όνειρά τους.
Ίσως, εκεί να τα έλεγαν και καλύτερα.
Κάπου, άλλωστε, έπρεπε να βρουν το
καταφύγιό τους.
Έναν μυστικό, ολόδικό τους χωροχρόνο.
Ήταν τόσο άβολο και
ταυτόχρονα τόσο βολικό.
Κάθε βράδυ, εκείνος σταύρωνε το μαξιλάρι σε μια ύστατη
προσπάθεια να ελέγξει κάτι που δεν ελέγχεται.
Για να “καλοπιάσει” τον Θεό να της στείλει
τις πιο όμορφες εικόνες.
Τις νύχτες το χέρι του ήταν πάντα τυλιγμένο γύρω της.
Τα πρωινά πάλι, μουδιασμένο.
Όμως, δεν παραπονιόταν.
Κατανοούσε πως ενδεχομένως να μην μπορούσε το κεφάλι της
να χωρέσει τόσα όνειρα και τόσους εφιάλτες.
Κάπου έπρεπε και εκείνη να τα ακουμπά.
Βέβαια, εκείνης το αγαπημένο της μαξιλάρι ήταν
η χούφτα του.
Να, εκείνος άνοιγε την φούχτα του καλά καλά και μάλιστα
φρόντιζε να προσαρμόζεται στο σχήμα του κεφαλιού της.
Υποθέτω, πως σκοπός του ήταν να την κάνει να μην φοβάται
να αφήνει εκεί τις σκέψεις της, τα βράδια.
Το είχε κάνει πρώτος μια φορά για πλάκα και από τότε
όλο σαν πλάγιαζαν του το ζητούσε.
Και κάπως έτσι, από μια πλάκα της στιγμής, η χούφτα του έγινε το καλύτερό
της μαξιλάρι.
Κάθε που ήθελε να μιλήσει δίχως λόγια, να κλάψει δίχως λυγμό,
να χαμογελάσει με την ψυχή και όχι με τα χείλη της,
ζητούσε απλά τη φούχτα του.
Ίσως, γιατί αυτά που θεωρούσε άξια να φυλαχθούν ή άξια να πεταχθούν
δεν μπορούσε να τα
εμπιστευτεί πουθενά αλλού, παρά μόνο σε μια χούφτα μαξιλάρι.

Στη δική του.


 

Γράφει η Μαρία Λιάκου.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΤο λεωφορείο.
Επόμενο άρθρο“Αφηγήσεις από κεραμικές δημιουργίες” της Λεώνης Γιαγδζόγλου στην Art Appel Gallery
Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1995 και μεγάλωσα σε επαρχιακή πόλη της Βοιωτίας, με καταγωγή από ορεινό χωριό της Καρδίτσας. Το 2018 αποφοίτησα από το τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου μπροστά σε έναν καθρέφτη να μιλάω σε ένα αόρατο κοινό εκφράζοντας τις απόψεις και τις σκέψεις μου. Αυτή μου η ανάγκη ενσαρκώθηκε πριν κάποια χρόνια με τη δημιουργία του προσωπικού μου blog στο διαδίκτυο. Μου αρέσει η μυρωδιά του γιασεμιού, οι παφλασμοί των κυμάτων, τα μικρά κυκλαδονήσια και τα πεφταστέρια, ενώ παράλληλα φλερτάρω με την ιδέα της προσωρινής διαμονής σε κάποιο ήσυχο νησί. Με τρομάζουν η απώλεια, τα κενά βλέμματα, η συνήθεια και ότι τα δεδομένα κάποια στιγμή θα γίνουν ζητούμενα. Απεχθάνομαι το δήθεν, την αδικία και την υπεροψία. Αγαπώ τα ζουμερά μαγουλάκια των μωρών, τον εθελοντισμό, τα καθαρά βλέμματα και τους διαλλακτικούς ανθρώπους με κοινωνικές ανησυχίες. Θαυμάζω τους μαχητικούς ανθρώπους με όραμα και πίστη στα όνειρά τους. Προσπαθώ να εμπιστεύομαι την ροή των πραγμάτων και να γίνω ο άνθρωπος που ο μικρός μου εαυτός θα θαύμαζε. Τέλος, όταν η σκέψη ψάχνει καταφύγιο, ανασύρει την εξής εικόνα: καλοκαίρι στο χωριό, να τρώω τα γεμιστά της μαμάς κάτω από τον έλατο στην αυλή, με θέα το δάσος. Τάσσομαι υπέρ της φιλοσοφικής αρχής πως ο άνθρωπος γεννιέται ως “λευκός πίνακας” και διαμορφώνεται από τα βιώματα και τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής του για αυτό και η ενότητά μου ακούει στο όνομα “Tabula Rasa”.