Ήρεμη καθώς κλείνω τα μάτια και ασφαλής πλέον στα σκοτάδια μου μπορώ με σιγουριά να ισχυριστώ πως τίποτα δε θυμίζει πια εκείνες τις μέρες που αναζητούσα μία προς μία εκείνες τις απαντήσεις, πειστικές ή όχι. Μια πελώρια σιωπή καλύπτει πια κάθε θύμηση και δείχνει να παγιώθηκε στο παρόν μου με μικρές εξαιρέσεις όπως ετούτη εδώ η νύχτα που μοιάζει αλλιώτικα νοσταλγική. Σήμερα ευάλωτη καθώς φαίνομαι, βρήκες κι εσύ μια ευκαιρία να επιστρέψεις μαζί με τις ακάλεστες σκέψεις κάνοντάς με να παραβιάζω για ακόμα μια φορά τις υποσχέσεις μου. Υποσχέσεις που θέλουν να σ’ αφήνω πίσω οριστικά. Όμως σήμερα ο έλεγχος δείχνει να έχει χαθεί. Προσπαθεί ν’ αναζωπυρωθεί ανάμεσα σε μισοσβησμένα γεγονότα. Ψάχνει κάτι που ακόμα τρεμοσβήνει. Μια αποδυναμωμένη φλόγα που όμως είναι ικανή να καίει κρατώντας σε κλειδωμένο σε αναμνήσεις και αναγκάζοντάς σε να αναπολείς μια τελειωμένη υπόθεση. Ίσως να ναι η δίψα που σε κάνει να προσπαθείς απεγνωσμένα να νιώσεις ξανά λίγο από το τότε. Μια ανάγκη δίχως νόημα γεννημένη σε μια πραγματικότητα που το σήμερα της έκλεψε την σάρκα και τα οστά. Ένα σωρό μπερδεμένες αναλύσεις που το μόνο που καταφέρνουν είναι να θολώνουν τα νερά. Γιατί αν ήσουν ευτυχία δεν θα αποτελούσες παρελθόν. Κι αν δεν διεκδίκησα ποτέ τον ερχομό σου ήταν γιατί με έκανες να μην το θέλω πια. Μείνε στο πίσω μέρος του μυαλού.
Γράφει η Μαίρη Νταουξή.

Εγώ δεν είμαι ό,τι γνωρίζεις.. Η φορά του ανέμου δεν με παρέσυρε ποτέ. Ακούω μονάχα στην αγάπη. Μια λέξη γνώριμη, γεννημένη από τα βάθη τρυφερών και άσπιλων συναισθημάτων. Μονάχα εκείνα άφησα να με καθορίσουν και να πλάσουν μέσα μου κόσμους ολόκληρους. Αν ζωγραφίσεις με τα πινέλα της ενσυναίσθησης μια αγκαλιά αληθινή, ξέχασέ με εκεί μέσα να κουρνιάσω. Μη με ξυπνήσεις αν θες να γράψω για σένα την πιο όμορφη ιστορία. Ένα παραμύθι σ’ ένα βιβλίο ανοιχτό που καθώς διαβάζεις ίσως δεις τον εαυτό σου μέσα στις ατσαλάκωτες σελίδες του.