Με λένε Βρωμιάρα/ Μπάσταρδη/ Αδέσποτη/ Μην την χαϊδεύετε θα κολλήσετε και τίποτα.. Είμαι 12 χρονών πια, μια σωστή γριά, μια μαύρη μπασταρδεμένη σκύλα αστείρωτη. Με θυμάμαι από πάντα στο δρόμο και μακριά από κάθε πιθανή μάνα, αδέλφι και πατέρα. Φιλοξενουμένη μονάχα ήμουν. Δέντρων, πεζοδρομίων, λιμνών, σκυλοπαρέων. Έχω φάει ξύλο πολύ για λόγους άγνωστους και για φόβους που δεν δημιούργησα. Θα φταίει η όψη μου φαντάζομαι και η επιμονή μου να γυρεύω κάποιον να θέλει να μοιραστεί μαζί μου λίγη αγάπη, λίγο φαΐ και ζέστη.
Νιώθω και κάποιες ενοχές που πεθύμησα κι εγώ κάποτε να ζεσταθώ. Απλά πεθύμησα και δεν το ευχήθηκα, τον θεό μου εξάλλου χρόνια τον είχα χάσει. Δεν ήθελα την κάψα της φωτιάς, ποτέ μου δεν τη ζήτησα.
Μ’ ακούτε;
Και άρχισε να μυρίζει η φωτιά, να καίγονται τ’ αδέλφια μου, να ουρλιάζουνε παιδιά.
Μ’ αφήσανε μονάχη μου. Ακόμη μια φορά.
Τρέξανε όλοι μακριά μου να σωθούν, γιατί οι άνθρωποι φαίνεται προσμετρώνται στη ζωή, τα κωλόσκυλα μόνο στην απώλεια την μηδενική.
Κι εμένα με άγγιξε η φωτιά ρε γαμώτο. Κι εμένα χάθηκε η όποια μου ζωή. Και εμένα εκκενώθηκε το σπίτι μου, κι ας το λέτε δάσος.
Με τα τέσσερα μου πόδια πλανιέμαι σε γκρίζα αποκαΐδια.
Τα πάντα νεκρά, αποτεφρωμένα. Τί έμεινε πια τώρα που σβήστηκε το πράσινο, τώρα που δεν ακούγονται τζιτζίκια; Σβήστηκε το καλοκαίρι τους, σβήστηκε η ζωή τους και χάθηκε κάθε ελπίδα μου να αγαπηθώ.
Εγώ, που γύρευα αγάπη σε χέρια παιδικά στη χαίτη μου ν’ αφήσουν τη βρώμα των άπλυτων χεριών τους και την αγάπη των μικρών καρδιών τους.
Ένας άνθρωπος να με κρατήσει μια φορά να μου πει πως μ’ αγαπά. Να μην τραβήξει μακριά μου τα παιδιά.
Τα ελάχιστα ανθρώπινα μάτια που με κοιτάξανε γλυκά, τα θυμάμαι όλα.
Τι είχα πια;
Που να πάω γαμώτο.
Να φύγω από την κάπνα, να ξεφύγω από τη φωτιά, να βρω νερό. Σπίτια γυρεύω μια ζωή μα μείνανε και οι δρόμοι πια αδειανοί.
Χάσανε τα πάντα κι έχασα το τίποτα. Έχουμε όλοι μηδενίσει, έχουμε όλοι αφανιστεί.
Ακόμα κι εγώ, η άφαντη.
*Ο σκυλάκος με τα εγκαύματα της φωτογραφίας εξωφύλλου απαθανατίστηκε στο Μικροχώρι Αττικής από τον Μενέλαο Μυρίλλα το 2017. Η φωτογραφία έχει αντληθεί από το τη LiFO.

Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.