Όταν ήμουν παιδί, στο νησί, τα Καλοκαίρια, τα απογεύματα, πήγαινα στο γκρεμισμένο χωριό, εκεί, στο πεσμένο σπίτι της γιαγιάς μου, βρισκόταν ένας σταύλος που μέσα του ξεκουραζόταν ο Κίτσος, το αγαπημένο μου γαιδούρι. Ήταν άστατος και τσαπατσούλης όπως εγώ. Τον τάιζα σανό όπως μου είχε δείξει ο πατέρας. Τον χάιδευα και μιλούσαμε με τις ώρες. Εκεί, στο νησί διδάχτηκα την γλώσσα των ζώων, γλώσσα αληθινότερη κι ίσως με μιαν αυθεντικότητα δίδασκε νοήματα κι αλήθειες μέσω των αισθήσεων.
Δεν υπήρξα αυτό που λέμε συνηθισμένο παιδί, πράγμα που μου επέτρεψε να καταλάβω γενικότερα πράγματα νωρίτερα της ηλικίας μου.
Γρήγορα κατάλαβα πως ο Κίτσος σαν με έβλεπε από μακριά γκάριζε κι έτρεχε πάνω κάτω ώσπου να έρθω κοντά του. Είχα μάθει να τον φωνάζω από τον πατέρα μου με έναν δικό μας τρόπο σαν έβλεπα να φανερώνεται το εγκαταλειμένο χωριό απέναντι και τόσο κοντά μου. Κατάλαβα φυσικά πως πρώτα από όλα επικρατούσε το ένστικτο της τροφής, ωστόσο μια μέρα θέλησα να σπάσω την ρουτίνα της διαδικασίας αυτής.
Ήμουν γύρω στα 12, άνοιξα τον σταύλο και έβγαλα έξω τον Κίτσο περνώντας γύρω από το κεφάλι του το καπίστρι. Περπατήσαμε το μικρό εγκαταλειμένο χωριό, -Στρούμπος- και βρεθήκαμε στην εκκλησία. Εκεί καθισμένος στα περβάζια μπορούσες να κοιτάξεις την θάλασσα να επεκτείνεται κάτω και μακριά σου, τέσσερα χιλιόμετρα μας χωρίζουν από τον γιαλό.
Εγώ λοιπόν ξαπλωμένη κάτω από τις μοναδικές βελανιδιές έπιασα να του μιλάω με τις ώρες για την θάλασσα. Τα τζιτζίκια μας τρέλαιναν με τις φωνές τους. Ο γάιδαρος στην αρχή, ήταν νευρικός, ήθελε να τραβήξει το καπίστρι και να φύγει μακριά.
Τότε, σαν ηθοποιός ενός σουρεαλιστικού έργου άρχισα να του μιλάω για τα γαιδούρια τους ανθρώπους και τα νησιά. Του είπα πως οφείλουμε το ότι όλα τα σπίτια μας, χτίστηκαν στις πλάτες τους και τον ευγνωμονώ. Άγγιξα το μάγουλο του με το δικό μου κι έμεινα ακίνητη. Κολλημένοι μάγουλο με μάγουλο ήμασταν ένα ασυνήθιστο θέαμα.
Από νωρίς όμως γύρευα, επεδίωκα κι απολάμβανα τα ασυνήθιστα.
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη αλλά τότε αυτός έμεινε ακίνητος. Πέρασα τα χέρια μου στον λαιμό του και φίλησα το μάγουλο του. Ο Κίτσος έμεινε ακίνητος και ήρεμος.
Και τότε κατάλαβα πως εκτός του ένστικτου της τροφής , του έδειχνα το ένστικτο της αγάπης και της τρυφερότητας που τα ήξερε καλα΄ πριν από εμένα, εγώ απλά τα άνοιξα ,τα τάισα κι αυτά όπως ακριβώς έκανε κι αυτός σε εμένα.
Ήταν ολοφάνερο. Αυτό το έκανα για λίγο καιρό ακόμη.
Έπειτα σκέφτηκα πως τον αγαπούσα πολύ και πως με κάποιον τρόπο την στιγμή που δεν μπορούσα να του δοθώ ολοκληρωτικά,- εννοώ τους Χειμώνες πάντα γύριζα στην Αθήνα- θα του έκανα κακό.
Κανείς , ούτε ο παππούς, ούτε ο πατέρας είχαν χρόνο για τέτοια. Έτσι σιγά σιγά αραίωσα τις επισκέψεις μου κι έγινα όπως πριν.
Αυτός πάντα σαν έφευγα έτρεχε στην πόρτα περιμένοντας να του ανοίξω και να κάνουμε την βόλτα στο χωριό σαν να είμαστε οι τελευταίοι κάτοικοι της νήσου, έβλεπα τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα ή το πιστεύεις ή όχι κι αυτό συνέβη τις τρείς πρώτες φορές..
Μετά συνήθισε ίσως..
Τότε κατάλαβα πως όταν αγαπάς πρέπει να φεύγεις.
Κι από τότε πάντα έφευγα.
Το πρώτο μάθημα μου το έδωσε ο Κίτσος, το αγαπημένο μου ζώο.
Όταν πέθανε έκλαιγα για μήνες..
Για την απώλεια του κι όσα μοιραστήκαμε και δεν τα έμαθε κανείς…
Ούτε ο πατέρας μου…
(Όταν αγαπάς, χρειάζεται να φεύγεις…)
Γράφει η Πόπη Συνοδινού.

Μένει στην Αθήνα με την οικογένειά της. Σπούδασε βοηθός μικροβιολόγου κι εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος ενώ έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής (κύκλος μυθιστορήματος) στο «ΕΚΕΒΙ» καθώς και ένα κύκλο μαθημάτων στη «ΔΟΜΗ» με θέμα το σενάριο ταινιών.
Στο ιστολόγιο popsyn.blogspot.com που διατηρεί με τίτλο «Aμόρ Γυνή» έχει δημοσιεύσει δύο e-book της με τίτλο «Γράψε για την Ελένη» και «Το μπαστούνι από την Αίγυπτο».
Κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους ιστότοπους και ηλεκτρονικά περιοδικά όπως το «Ποιείν» και τα «24 γράμμματα». Είναι μια αυτόματη γραφή χωρίς επεξεργασία και αντλείται από την εμπειρία της ζώσας ζωής τόσον από το προσωπικό επίπεδο αλλά κι από τις ιστορίες-αφηγήσεις των άλλων.