“Λένε για μένα οι όμορφες, που ζήσαμε μαζί. Πως είμαι ένα αδιόρθωτο ρεμάλι, τελειωμένο. Πως μια κατάρα έχω βαριά και μέσα μου θα ζει, να με κρατάει στη μοναξιά σκληρά φυλακισμένο”.

Κάποια τραγούδια είναι ιδιόμορφα γραμμένα. Πολλές φορές σου λένε το ξεκάθαρο, μα αν ψάξεις βαθιά μέσα τους, ίσως και να’ βρεις κάτι άλλο. Ποιο είναι άραγε εκείνο το ρεμάλι και ποια είναι εκείνη η κατάρα που ζει μέσα του; Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λένε για εκείνον. Να τον κατηγορήσω. Να τον κρίνω και να τον δικάσω. Στάθηκα στην μοναξιά που τον κρατά φυλακισμένο. Εκείνες λένε και λένε και ξαναλένε. Αυτός όμως δεν είπε ποτέ. Λέξη δεν έβγαλε το ρεμάλι. Στεκόταν αδιόρθωτος και τελειωμένος να τις ακούει και να τις κοιτά. Πήγαιναν και έρχονταν οι όμορφες. Άλλαζαν σταθμούς και τρένα. Το ρεμάλι όμως εκεί. Στο ίδιο μέρος. Έρχονταν και έφερναν μαζί τους τον έρωτα, το χαμόγελο και την προσδοκία. Έφευγαν και τα έπαιρναν ξανά όλα πίσω χωρίς δισταγμό. Και πάλι λέγανε και λέγανε.

“Τα ρούχα μου μυρίζανε καπνούς και αλκοόλ. Γυναίκες που χανόντουσαν μέσα σ’ ένα τσιγάρο. Στις σκέψεις μου τις έπαιρνα και πλήρωνα γι’ αυτό. Λένε για μένα οι όμορφες δεν ξέρω που τραβάω”.

Με το ένα χέρι στο ποτό και στ’ άλλο το τσιγάρο έστεκε. Τις έφερνε στην σκέψη του μία προς μία. Έκλαιγε, βασανιζόταν και μετά γινότανε ξανά ρεμάλι τελειωμένο. Δεν ξέρει που τραβά, δε ξέρει τι ζητάει. Δε ξέρει από συναίσθημα, από έρωτες και πάθη. Μόνο να μένει μοναχός, λέγανε οι όμορφες, σκληρά φυλακισμένος. Και πάλι λέγανε και λέγανε.

“Πολλοί αναρωτιόντουσαν πως έφτασε ως εδώ. Ας φαίνεται καλό παιδί, τι να τον κυριεύει. Οι θύελλες που πέρασε δεν του’ βαλαν μυαλό. Απ’ τον Θεό παιδεύεται και τον Θεό παιδεύει”.

Και πως γυρνάει πάντοτε ο τροχός και όλοι αναρωτιούνται. Κι έρχονται οι όμορφες ξανά και πάλι να σκαλίσουν. Ίσως δεν είναι εκείνο το ρεμάλι το χαμένο στους καπνούς. Ίσως και να’ ναι δύστυχος  και ταλαιπωρημένος. Κι όταν η αλήθεια εμφανίζεται, γίνεται το καλό παιδί που πέρασε δια πυρός και σιδήρου, μα πάλι θα λένε. Γιατί έπαθε και δεν έμαθε. Γιατί ο Θεός τον τιμώρησε για να συνετιστεί, μα εκείνος μυαλό δεν έβαλε. Για μια στιγμή καλό παιδί και ξανά μανά ρεμάλι τελειωμένο. Και πάλι λέγανε και λέγανε.

Εκείνες οι όμορφες θύελλες που πέρασε και δεν του έβαλαν μυαλό. Που συνέχιζε να τις φέρνει στην σκέψη του χωρίς να το αξίζουν. Παρέμεινε όπως ήτανε και ανταμείφθηκε γι’ αυτό. Γιατί δεν ήταν κατάρα τελικά , δεν ήταν φυλακισμένος. Έμαθε να ξεφεύγει από τις όμορφες  που λέγανε και λέγανε.

Πάντα θα λένε οι όμορφες που ζήσανε μαζί, γιατί τελικά, αυτές είχαν την κατάρα και ποτέ δεν έζησαν. Εγώ το αγαπώ λοιπόν, αυτό το αδιόρθωτο, το ρεμάλι, το τελειωμένο.

Και άφησε τις όμορφες να λένε και λένε…


 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Συριόπουλος.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροCAREL FABRITIUS: Αποκωδικοποιώντας την Καρδερίνα
Επόμενο άρθροΆλλη εποχή, Λίνα Φυτιλή
Γεννήθηκε την Άνοιξη του 1991 στην Αθήνα. Πνεύμα ανήσυχο και ελεύθερο. Παλεύει διαρκώς με το να κρατά την ισορροπία ανάμεσα στα δύο του άκρα. Αγαπά την αλήθεια και την αυθεντικότητα, ενώ μισεί όσους τις πληγώνουν. Εύκολο να καταλάβεις πως κινείται. Δύσκολο να κατανοήσεις πως σκέφτεται. Του αρέσει να ψυχολογεί, να αναλύει και να βρίσκει λύσεις, καθώς πιστεύει πως όλα είναι μια απλή σκέψη. Εκφράζεται με το να ξεσπά τις σκέψεις του πάνω στο χαρτί, γράφοντας τραγούδια, ποίηση και διηγήματα. Αγαπημένη του φράση: ” Δεν είμαι αυτό που φαίνομαι, αλλά αυτά που γράφω”.