Παραφράζοντας τον Μπουκόφσκι

 

Κάποτε γεμίζουν

Τα θέατρα

Τα θέρετρα

Τα νεκροταφεία

Τα βουλευτήρια τα διοικητήρια

Τα κούφια με ιδέες κεφάλια

Και τα τρελάδικα με λογικούς

Ανθρώπους που αρνήθηκαν να βαδίσουν

Με το συνετό πλήθος τού όχλου

Που έχει τα δόντια τού θεριού

Και καημούς ακονίζει στην ερημιά•

Ίσως λοιπόν όλα γεμίσουν

Και ξεχειλίσουν από το τίποτα

Μόνο οι καρδιές θα μένουν

Να ξεδιψούν στα άδεια ποτήρια

Κι εγώ ακόμη θα γράφω στίχους

Ξενυχτώντας στη μέση

Στη μέθη ενός μπαρ

Παλεύοντας μάταια ν’ αδειάσω

Αυτή τη χωματερή που έσκαψαν

Μες στο μυαλό μου.

 

     ◇

 

Μιλώντας για σχοινί

 

Έμεινε άγρυπνος

Νύχτες και νύχτες

Και όμως δε μετρούσε τ’ άστρα

Ούτε μιλούσε στο μισό φεγγάρι

Μήτε άκουγε τα τριζόνια ν’ αηδονίζουν

Ή τα σκυλιά να ουρλιάζουν στους δρόμους αδέσποτα

Αλλά μόνο ξαγρυπνούσε

Με τη σκέψη της στο φτωχό μυαλό του•

Και ο καιρός περνούσε στο νυχτέρι του

Και άρχισαν να σκάζουν μέσα του οι κίνδυνοι

Και ν’ αφήνουν ρωγμές που γίνονταν χάσματα

Που γίνονταν γκρεμά που γίνονταν βάραθρα

Και βάθη ψηλά για πιο θανάσιμες πτώσεις•

Ένα μεσημέρι τον βρήκαν οι γείτονες

Στην άκρη ενός σχοινιού να κρέμεται

Σα να είχε μηδενίσει το χρόνο

Αλλά προπάντων

Έχοντας κρεμάσει για τα καλά

Για πάντα

Το αβάσταχτο μαρτύριό του.

 

    ◇

 

Όνειρο στο Everglades

 

Πάνε πολλά χρόνια

Όταν εκείνη η ξωθιά από το Μπαλισάνον

Παίρνοντας ύφος πυθίας

Καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο

Διάβαζε τις λοξές γραμμές στο χέρι μου•

Κάτι θυμάμαι από τα λόγια της

Που θύμιζαν γλώσσα των ξωτικών στα άλση

Ή ψίθυρο στις φυλλωσιές

Ίσως “Αθαΐρ Αρ Νεάμχ” με μισόλογα•

Μιλούσε για ξενύχτια και ποτά

Γυναίκες πάνω στο μεθύσι και λυκόφιλους

Προπόσεις και γελαστικά συμπόσια

Σε στέκια σκοτεινά

Αλλά είχα σε άλλο τόπο το μυαλό μου ο νήπιος

Στον τρόπο που δίπλωνε

Και ξεδίπλωνε τα πόδια της μπροστά μου

Ή άγγιζε τάχα το στήθος της η Τύχη

Θεά κι αυτή θεότρελη που φέρνει

Τη λίγη ευδαιμονία στους πιστούς της•

Είπε πολλά παράδοξα η καλή νεράιδα

Που έλαβαν σάρκα πριν χαθούν

Στο πέρασμα τού χρόνου•Ωστόσο

Μοιάζει να λάθεψε η ματιά της

Γιατί πέρασε μισή η ζωή μου

Και βρίσκω συχνά το μίσος στο κατώφλι να σκυλιάζει

Και τη γαλήνη πουθενά•

Μάλλον γι’ αυτό από τότε δεν την ξαναείδα

Παρά μόνο στα όνειρά μου την ακούω

Να τραγουδά γλυκά στην άκρη τού νερού

Αγάπες που είδε και με ονείρεψε

Για να με κάνει επιτέλους να χαμογελάσω.

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΤα τοπία του Gustav Klimt
Επόμενο άρθροΗ Δρ Τζέιν Γκούντολ στο Ολύμπιον
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.