Γι’ αυτούς που πέρασαν σε σκοτεινά νερά

 

Θέλω να μιλήσω γι’ αυτές τις μουσικές

της μοναξιάς

και του θυμού

από τύπους βυθισμένους στο κενό

και διαλυμένες τύπισσες

που μίλησαν μαζί τους με σκισμένα μπλου τζιν

άσπρες σκόνες και στίχους στα σπιράλ

κι ηλεκτρισμό παράξενο.

 

Γι’ αυτούς που πέρασαν σε σκοτεινά νερά

θέλοντας να πιούν πολλή ζωή

και χάθηκαν ορμητικά

νωρίς

μ’ ένα τραγούδι πένθιμο

βραχνό

από μπάντες του Σιάτλ

που ακόμη περνά απ’ τα ηχεία μας

προς όλες τις ζωντανές μας ηλικίες.


 

 

Σαν το μαράζι

που διαπερνά τα κόκκαλα

 

Ό,τι αληθινό

έρχεται από μακριά

σαν κλάμα

σαν παφλασμός νερού

μ’ έναν σφυγμό παράξενο

και τεταμένες τις αισθήσεις

λουβαλώντας ίσκιους άγνωστους και γνωστούς

αίματα που έχουν διασπαστεί

και μισοσκόταδα

και λιώματα

κι ώρες ανατριχίλας.

 

Γλιστρά στο σώμα όπως κυλά ο υδράργυρος

ελίσσεται

υψώνεται και χαμηλώνει διαρκώς

κι απλώνεται παράφορα

απ’ τη φτέρνα ως τον κρόταφο

ίδιος άγγελος και δαίμονας μαζί,

ξιφομαχώντας με τις οξειδώσεις.

 

Όταν σφίγγουν οι νύχτες

ουρλιάζουν τα σκυλιά

και χλιμιντρίζουν τ’ άλογα

περιπολεί

σκύβει στα μνήματα

 

μετρά

ξαναμετρά τα μισοφέγγαρα

που χάνονται πίσω απ’ τα σύννεφα και ξαναβγαίνουν

κι αμείλικτα

σαν το μαράζι που διαπερνά τα κόκαλα

σπέρνει τις σπίθες

που έφερε από την έκρηξη και την πυρά

να πάρουν ξαφνικά φωτιά

οι δυναμίτες.


 

 

Επιμένοντας ακόμη να με συναρπάζεις

 

Λέω τ’ όνομά σου

κι ένα ακρογιάλι σχηματίζεται

ένα βλέμμα λαμπικάρει κάτω απ’ το φως

που κινεί αόρατα νήματα

καταργεί τη βαρύτητα

και των ωρών τις συστάδες.

 

Απλώνονται πεύκα ως την άκρη του ορίζοντα

τριγύρω ανθισμένες λεμονιές

φρούτα περίκαλλα

λωτοί τάχα λησμονημένοι

ελάφια και λυκόπουλα

πουλιά

κι ο ποταμός μ’ ασήμια στα νερά του.

 

Λέω τ’ όνομά σου

κι ο μόχθος των ανθρώπων

θροΐζει ανάμεσα στα πλατανόφυλλα

λόγια που εξατμίστηκαν γίνονται πάλι βροχή

κι ο σπόρος των ονείρων φυτρώνει.

 

Μνήμες από αγγίσματα το δέρμα μου ξυπνούν

κι όλο κατρακυλάνε μέσα μου

του στήθους σου τα δίδυμα φεγγάρια

καθώς ακοίμητη

επιμένεις ακόμα να με συναρπάζεις.


 

 

Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας και διαμένει στη Θεσσαλονίκη.
Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στα Επίκαιρα και στον Ταχυδρόμο, της Αθήνας.
Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες λόγου και τέχνης, με λογοτεχνικές στήλες του διαδικτύου και με τις επιθεωρήσεις πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Κοινωνική Επιθεώρηση» και «Πολίτες». Αντιπροσωπευτικά ποιήματά του περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά.
Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, δυο βιβλία πεζού λόγου και τιμήθηκε για το έργο του από το Δήμο Θεσσαλονίκης και τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροἜρθης δὲν ἔρθης, Κωστής Παλαμάς
Επόμενο άρθροTα Εις Εαυτόν, Μάρκος Αυρήλιος
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Κατέχει πιστοποίηση στο σύστημα γραφής Braille και παρακολουθεί σεμινάρια στον τομέα της Συμβουλευτικής Ψυχικής Υγείας. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία και το ραδιόφωνο. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τους περίπατους, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του ελληνικού καφέ από την κούπα της μαμάς της. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την πηγαία ευγένεια, τις ευχές, τις πράξεις που έχουν ένα τεκμήριο αγάπης μέσα τους, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό, τα βλέμματα που δεν έχουν ανάγκη από φίλτρα φωτογραφικά για να δείξουν την λάμψη τους. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.