Χριστίνα Παπαϊωάννου
“Η Τέχνη είναι τρόπος ζωής, δεν ξέρω άλλον τρόπο να υπάρχω. Κάνοντας τέχνη, εναποθέτω ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κοινή θέα, επικοινωνώ την ύπαρξή μου, τις σκέψεις και την ενέργειά μου με τους άλλους ανθρώπους.”
Συνέντευξη στον Δημήτρη Λάμπρου.
Γιατί κάνεις τέχνη;
Η τέχνη είναι τρόπος ζωής, δεν είναι επάγγελμα με την συμβατική έννοια και ως εκ τούτου η απάντηση στο ερώτημα γιατί κάνω αυτό που κάνω είναι μία: γιατί δεν ξέρω άλλον τρόπο να υπάρχω. Κάνοντας τέχνη, εναποθέτω ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κοινή θέα, επικοινωνώ την ύπαρξή μου, τις σκέψεις και την ενέργειά μου με τους άλλους ανθρώπους. Η επικοινωνία είναι από τις σπουδαιότερες διαδικασίες που έχουμε και μέσω αυτής γεννώνται συναισθήματα, ιδέες και πράξεις. Η μητέρα μου είναι ζωγράφος, μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η ζωγραφική και η μουσική ήταν κυρίαρχο στοιχείο της καθημερινότητας οπότε η δημιουργία έγινε βίωμά μου. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι στη ζωή μου το οποίο να με κάνει να νιώθω τόσο πλήρης.
Πως προκύπτει αυτή η εμμονή στα ζωγραφικά μέσα σε ένα καλλιτεχνικό τοπίο το οποίο θεωρεί πως η ζωγραφική έχει πεθάνει;
Ποιος το λέει αυτό; Εγώ δε συμφωνώ καθόλου με αυτήν την άποψη. Πως γίνεται να τελειώσει κάτι τόσο θεμελιώδες και αρχέγονο, μία διαδικασία εσωτερική και τόσο μοναδική όσο και ο άνθρωπος που τη φτιάχνει; Το μαύρο κουτί του Malevich ήταν μια μαρτυρία του τέλους της απεικόνισης, ένα έργο μεγαλειώδες στη σύλληψή του το οποίο έθεσε τον ίδιο προβληματισμό πολύ νωρίτερα. Νομίζω πως η συζήτηση περί τέλους της ζωγραφικής αφορά σε ένα θεωρητικό, φιλοσοφικό επίπεδο, παρά στην καθ’αυτή πραγματικότητα. Με ενδιαφέρουν τα νέα μέσα, όλη μου η καθημερινότητα βασίζεται στην τεχνολογία και σε καμία περίπτωση δεν είμαι αρνητική στην ιδέα να επεκταθώ και σε άλλα πεδία έκφρασης. Παρ’όλα αυτά, για εμένα η πράξη της ζωγραφικής παραμένει αξεπέραστη. Είναι μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και σωματικότητα τόσο από τον δημιουργό όσο και από τον θεατή ο οποίος καλείται να σταθεί μπροστά στο έργο ώστε να το αναλύσει. Εμπεριέχεται μια τελετουργία βαθύτατα ανθρώπινη η οποία αποτέλεσε το πρώτο όχημα ερμηνείας του κόσμου. Με αυτό το όχημα κινούμαι και εγώ.
Ποιών καλλιτεχνών το έργο θαυμάζεις ή αν μπορούμε να πούμε πώς σε έχουνε επηρεάσει στη δουλειά σου;
Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός έπαιξε μεγάλο ρόλο στα χρόνια της σχολής: Franz Klein, Robert Motherwell και Piere Soulages ήταν οι ήρωές μου για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τα ζητήματα της αναπαράστασης της φόρμας, για την ψυχική ενέργεια και την εκφραστική δύναμη. Είμαι μεγάλη φαν της ιδιοφυίας Picasso, λατρεύω τους απόκοσμους χώρους του Francis Bacon, την ονειρικότητα του Gustav Klimt, θαυμάζω τα κολάζ του Richard Hamilton για την πρωτοπορία τους και συγκινούμαι με Vincent van Gogh και Rembrandt. Η έννοια του ίχνους, του θραύσματος και την απεικόνισης του ελάχιστου ως μέρος που αποτυπώνει το «όλον» του Γιώργου Λαζόγκα με εκφράζει βαθειά καθώς, αν και άκρως πληθωρικές οι δικές μου συνθέσεις, οι έννοιες του αποσπάσματος, του χρόνου και του βιώματος απασχολούν το έργο μου σε μεγάλο βαθμό. Από την εγχώρια σκηνή επίσης, θαυμάζω την ζωγραφική του Απόστολου Γεωργίου για την εσωτερικότητα, την άρτια λιτότητα και το μοναδικό γλυκόπικρο χιούμορ του. Από νέους Έλληνες καλλιτέχνες ξεχωρίζω τον Αλέξανδρο Βασμουλάκη, εξαιρετική σύγχρονη δουλειά με παγκόσμια standards. Παρακολουθώ φυσικά τους διεθνής καλλιτέχνες και ιδιαιτέρως τους ανερχόμενους. Μερικά από τα ξένα ονόματα που με ενδιαφέρουν είναι οι Jonni Cheatwood, Mira Dancy, Petra Cortright, Arthur Lanyon, Cecily Brown κ.α.
Τι θέλεις να εκφράσεις μέσα από την Τέχνη σου;
Στη δουλειά μου αποτυπώνονται στιγμές ονείρου και προσωπικές ώρες συνδιαλλαγής με το ασυνείδητο. Δημιουργώ αφηγήσεις που πραγματεύονται την ιδέα του ενδιάμεσου χρόνου, της συσσώρευσης πληροφορίας και του θραύσματος της μνήμης. Μέσω της αποδόμησης της φόρμας, γεννάται ένα είδος κοσμικού κολάζ, μίας κοσμικής συνεκδοχής όπου συμπυκνώνεται το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης, με την έννοια της ανικανότητας του ανθρώπου να εντοπίσει, να «αποκαταστήσει» τον αρχικό, τον αυθεντικό λόγο της ύπαρξής του. “Η έκσταση της ύπαρξης”, θα ήταν ένας γενικός τίτλος που θα μπορούσα να δώσω στο έργο μου. Όπως η ζωή απαιτεί πειθαρχία ώστε να είμαστε έπειτα σε θέση να σπάμε τους κανόνες χωρίς να καταστρέφουμε, έτσι και το ανορίοτο της τέχνης δομείται επάνω σε ένα επιμελώς τακτοποιημένο χάος. Όπως λέει και ο Δ. Δημητριάδης: “Ό, τι αναζητά το τέλος του δεν το βρίσκει παρά μόνο εκεί που το έχασε. Στην Αρχή του.»
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε μια έντονη δραστηριότητά σου στην καλλιτεχνική σκηνή. Πες μας δυο λόγια για το τι ετοιμάζεις.
Η πρώτη παρουσίαση της δουλειάς μου στο κοινό έγινε με τους καλύτερους όρους τον Οκτώβρη που μας πέρασε στην 3η Art Thessaloniki, όπου συμμετείχα με την γκαλερί Εικαστικός Κύκλος Sianti, με την οποία συνεργάζομαι. Ακολούθησαν ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Επόμενη έκθεση είναι η διατομική που πραγματοποιούμε από κοινού με την εικαστικό και μητέρα μου Χαρούλα Νικολαΐδου τον Ιούνιο στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου στην Κρήτη, σε επιμέλεια του Ευθύμη Λαζόγκα. Έπειτα, έχω μια σειρά από ομαδικές με πρώτη αυτή του Ιουνίου στην γκαλερί Λόλα Νικολάου και σημαντικότερη αυτήν στην Δημοτική Πινακοθήκη Ηρακλείου το Μάρτιο του 2020 με τίλτο «Το τραύμα της Γλώσσας» στην οποία έχω την τιμή να συνεκθέτω με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως Α. Ακριθάκης, Ν. Κεσσανλής, Γ. Λαζόγκας, Γ. Λάππας, Γ.Ξένος, Π.Χαραλάμπους κ.α Στους επόμενους άμεσους στόχους μου είναι η έκθεση στο εξωτερικό.
Πως είναι να συνεργάζεσαι σε μια διατομική έκθεση με τη Χαρούλα Νικολαΐδου που είναι και μητέρα σου? Πως προέκυψε η σκέψη για μια έκθεση από κοινού;
Είναι δημιουργικότατο και υπέροχο! Η επικοινωνία μας γύρω από την δουλειά μας είναι συνεχής. Είναι ένας απόλυτα γόνιμος διάλογος καθότι γίνεται με τον άνθρωπο που καταλαβαίνει καλύτερα από κάθε άλλον τις προθέσεις μου και αυτό είναι μοναδική τροφοδοτική πηγή για το έργο και την εξέλιξή μου σαν καλλιτέχνης. Η έκθεση από κοινού είναι θα έλεγα ένα φυσικό επακόλουθο, είναι ένα project που έχουμε κατά νου εδώ και καιρό και είμαστε πολύ χαρούμενες που μας δίνεται η ευκαιρία να το υλοποιήσουμε σε έναν χώρο εξαιρετικό όπως αυτός του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου.
Πως είναι για έναν νέο άνθρωπο να ζει, να δημιουργεί και να ονειρεύεται στην Ελλάδα της κρίσης;
Το να προσπαθείς να ζήσεις από την καλλιτεχνική σου δράση και μόνο στην Ελλάδα της κρίσης είναι αρκετά δύσκολο. Οι περισσότεροι στρεφόμαστε στην εκπαίδευση ώστε να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε το έργο μας με κάποιο σταθερό εισόδημα. Δυστυχώς αυτό οδηγεί στο να θεωρείται η ζωγραφική και η ενασχόληση με την τέχνη γενικότερα κάποιου είδους χόμπι. Τελευταία αρκετές ιδιωτικές πρωτοβουλίες βοηθούν τους νέους καλλιτέχνες με διαγωνισμούς, προγράμματα στήριξης και προώθησης και αυτό είναι ευχάριστο. Ο μεγάλος απών εξακολουθεί να είναι το κράτος, το οποίο στην ουσία αγνοεί όλον αυτόν τον ζωτικό κλάδο. Η αξιοποίηση «νεκρών» κτιρίων και η μετατροπή τους σε ενοικιαζόμενες καλλιτεχνικές εστίες και εργαστήρια θα ήταν μια καλή αρχή. Για εμένα το πιο σημαντικό είναι ότι έχουμε πάρα πολύ αξιόλογους νέους καλλιτέχνες που στηρίζουν ο ένας τον άλλον και αν δoθεί η ευκαιρία σε αυτό το δίκτυο να κινηθεί εξωστρεφώς, να εκθέσει σε Πινακοθήκες, να δυναμώσει, εγώ πιστεύω στην δύναμη της Αθήνας ως μια νέα καλλιτεχνική μητρόπολη.
Πως βλέπεις την καλλιτεχνική σκηνή όπως διαμορφώνεται στη χώρα μας και ποιες οι βλέψεις σου για το μέλλον σε αυτή;
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, το επίπεδο της τέχνης που παράγεται στη χώρα είναι υψηλό, και οι παρουσίες Ελλήνων καλλιτεχνών σε γκαλερί και διοργανώσεις του εξωτερικού, όπως η Documenta, η Biennale Βενετίας και μεγάλα διεθνή Art Fairs, είναι περισσότερες από ποτέ. Έχω επίσης την αίσθηση πως δημιουργείται ένας καλός κύκλος νέων καλλιτεχνών που κινείται στις αρχές της συνεργασίας, του γόνιμου διαλόγου και του υγιούς ανταγωνισμού. Οι γκαλερί ανοίγουν πλέον τις πόρτες τους πιο εύκολα σε ανερχόμενους καλλιτέχνες γνωρίζοντας πλέον ότι η ανέλιξη νέων ταλέντων είναι ένα κοινό όφελος. Θέλω να βάλω τις βάσεις μου εδώ ώστε να μπορέσω να στραφώ και σε μεγαλύτερο κοινό κάποια στιγμή. Βλέπω μεγάλο ενδιαφέρον προς τη δουλειά μου από γκαλερί του εξωτερικού και ήδη μιλάω με κάποιες. Εξάλλου η Tέχνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται σε γεωγραφικά όρια.
Τι σε εμπνέει σήμερα και με ποιον τρόπο τροφοδοτείς τη δουλειά σου;
Η δουλειά μου είναι σύνθεση πληροφοριών, βιωμάτων και συναισθημάτων. Εμπνέομαι πολύ από φιλοσοφικά κείμενα. Όταν διάβασα την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, ένιωσα τέτοια ψυχική διέγερση, ήξερα πως αυτή η ενέργεια θα αποτυπωθεί στο έργο μου. Το ίδιο συμβαίνει με την καλή ποίηση. Η μελέτη των καλλιτεχνικών ρευμάτων και η επανεξέτασή τους κάθε τόσο είναι μια σταθερά. Παρακολουθώ τη δουλειά σύγχρονων διεθνών καλλιτεχνών και ενημερώνομαι συνεχώς για τις τάσεις, τις καινούριες μορφές τέχνης και το ιδεολογικό περιεχόμενο που φέρουν. Αφορμή σκέψης και έμπνευσης μπορεί να σταθεί μια κουβέντα, ένα τραγούδι, μια βόλτα στη φύση, ένα σχήμα τυχαίο. Η έκφραση «εμπνέομαι από τα πάντα», μπορεί να ακούγεται κοινότυπη αλλά έχει κάποια βάση με την έννοια ότι όταν κλείνω την πόρτα του εργαστηρίου και καλούμαι να γεννήσω μια νέα εικόνα, μια ιδέα, στην δική μου περίπτωση τουλάχιστον, είναι αδύνατον να εντοπίσω και να κατονομάσω μία πηγή έμπνευσης γι αυτό το οποίο δημιουργώ. Ουσιαστικά πρόκειται για το απόσταγμα κάθε πληροφορίας που έχω λάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Όταν δεν δουλεύεις, με τι γεμίζεις τον ελεύθερο χρόνο σου;
Ακούω μουσική. Έχω ασχοληθεί παλιότερα επαγγελματικά με το τραγούδι οπότε, όταν έχω αρκετό χρόνο, μελετάω κάποιο κομμάτι, πλουτίζω συνεχώς το ρεπερτόριό μου. Χαλαρώνω με sitcoms και μου αρέσει να φτιάχνω μεγάλες σαλάτες. Λατρεύω τις εκδρομές στη φύση, γεμίζω ενέργεια. Για πιο καθημερινή επιλογή, μια βόλτα στο κέντρο της πόλης και καφές με καλή παρέα είναι εγγυημένη επιτυχία.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.