Saluader
«Περπατώντας στο δακτύλιο του Κρόνου ή
Οι εξομολογήσεις ενός άνδρα από το City»
Μαρία Πανούτσου
ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΣΥΛΛΟΓΉ
Ο ισχυρισμός του Ζ.Π.Σ (Ζάν Πώλ Σάρτρ)πως “η ποίηση κερδίζει αυτό που χάνει και ο αυθεντικός ποιητής διαλέγει να χάσει μέχρι το τέλος της ζωής του ώστε να κερδίσει” (Ζ.Π.Σ: Τι είναι λογοτεχνία εκδ. Πλανήτης 7ος) κυριαρχεί στα ποιήματα της Μ. Πανούτσου. Οι υπαρξιακές ανακατατάξεις γίνονται “εξομολογήσεις ενός άνδρα” ή ακροβατούν στο φαύλο ‘δακτύλιο του Κρόνου’. Ώρες ώρες νομίζεις ότι ακούς τον ‘Ξένο’ του Α. Καμύ.
Μια μπρίζα, στο άλλο δωμάτιο
λίγο πιο σκούρο άσπρο από το άσπρο
του τοίχου, κράτησε σε ευθεία
το βλέμμα μου χθες που καθισμένη
απέναντι, έξι μέτρα ήταν, όπλισε το ενδιαφέρον μου
όταν γύρω φαινόντουσαν όλα αρκετά δύσκολα,
για να τα φέρω στο τέλος.
Κάθε ποίημα είναι μια λίμνη τρυφερότητας και ευαισθησίας. Η βαθειά καλλιέργεια της ποιήτριας από την μία και η πλήρης απομόνωσή της από την άλλη, αντανακλούν ένα κόσμο που σπαρταρά από πόνο, δίχως να μπορεί να του χαρίσει τη λύτρωση.
Δημήτρης Πανουσάκης
Κάποιες σκόρπιες σκέψεις.
Η ποίηση είναι μια εκδήλωση της ψυχής. Είναι η ανάδυση του υποσυνείδητου στην επιφάνεια. Με απλά λόγια, ψυχή για μένα είναι ο μοναδικός τρόπος που κάθε άνθρωπος διαχειρίζεται το υλικό που του έδωσε η φύση και το συνθέτει με το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται κατά την διάρκεια της ζωής του. Το υποσυνείδητο βρίσκει διέξοδο έμμεσα. Όσες φορές το υποσυνείδητο ήρθε στην επιφάνεια επιλέγοντας άλλο δρόμο εκτός της έμμεσης διαδρομής, που προσφέρει η ποίηση, το όνειρο, η τέχνη στο σύνολό της, η ψυχανάλυση, η εξομολόγηση, ήταν οδυνηρή εμπειρία. Την αντέχουν μόνο δυνατοί άνθρωποι. Εγώ νοιώθω πολύ λίγη για να μιλήσω για όλα αυτά διεξοδικά. Ειδικοί άνθρωποι θα εξηγούσαν με άλλο τρόπο το θέμα της ψυχής και του υποσυνείδητου. Καταθέτω με λίγα λόγια και απλά, το πώς αυτές τις έννοιες, τις αντιμετωπίζω εγώ. Την μοναξιά που βλέπουν οι άλλοι στην ποίηση μου δεν είναι η δική μου μοναξιά, αλλά η μοναξιά του ανθρώπου που γενικότερα γεννιέται και πεθαίνει μόνος, τις πολύ δύσκολες στιγμές του τις βιώνει μόνος, ακόμη και με άλλους δίπλα του και είναι και η συγκεκριμένη μοναξιά ή μη επιλεγμένη, μη συνειδητοποιημένη, που πληγώνει. Η ζωή είναι ουσιαστικά μια μοναχική εμπειρία.
Ο ποιητής ξεκινά ίσως από τον ίδιον, ίσως από μια παρατήρηση ή μια εμπειρία ομαδική για να φτάσει τον άνθρωπο και την συλλογική συνείδηση, διαφορετικά δεν επικοινωνεί με τους άλλους -αν είναι βέβαια αυτό το ζητούμενο – παρά μόνο με τον εαυτόν του. Η ποίηση εν δυνάμει είναι η συνέχεια του τραγικού λόγου, που αναδείχθηκε στον ελλαδικό χώρο τον πέμπτο αιώνα π.χ. στην Αθηναϊκά Δημοκρατία.
Μαρία Πανούτσου
«Περπατώντας στο δακτύλιο του Κρόνου ή
Οι εξομολογήσεις ενός άνδρα από το City»
Σε συνέχειες
κδ΄
Βάλε το παλτό
ή φόρεσε την μάσκα
βγάλε το ρούχο από πάνω σου
ή
βγάλε τ’ ακουστικά
τίναξε τα μαλλιά
ράψε το ρούχο
ή κατέβα στις σκάλες
ή περπάτησε πέντε ώρες
κλάψε λίγο, καθάρισε τις σκόνες
το τζάμι
γύρνα να σε δω
γύρνα σ’ εκείνους
φέρε το γάλα κρύο, γεμάτο
ποτήρι
ή άνοιξε το μπουκάλι φάε μια ελιά δες το κύμα, ο βράχος
το θέατρο, ο Θεός, ο Αδάμ, το φίδι
Τίποτα περιττό.
κε΄
Δεν θέλω να μείνω με τις ευλογίες της απαντημένης ερώτησης
και της φιλολογίας την πίστη.
Την ανάταση της ζωής μυρίζομαι και με μπερδεύουν οι ήχοι.
Γυμνοί επαναστατούν και τον απαγορευμένο καρπό μασουλάνε.
Δεν θα μου κλείσεις τις κουρτίνες.
Οι Καρυάτιδες μου μίλησαν εχτές κουρασμένες
και με την ρόμπα ανοιχτή, λυπημένες και ανικανοποίητες.
κς΄
Της βδομάδας το χρώμα είναι κίτρινο.
Τις μέρες δεν θέλω να χρωματίσω, τις αφήνω να πετούν πλαγιαστές και
συρτές σε τούβλα κόκκινα, κρεμασμένες γιρλάντες και το πράσινο στον
τοίχο σαν από βελονιά ανθρώπινου χεριού. Δεν είμαι για να ζω παρά
για να φαντάζομαι τον κόσμο.
Η χαρά της φοβισμένης ώρας που γελά και περιμένει μακάρια
δεν είναι για μένα.
Η ψυχή μου με προδίδει και με πιάνουν στα πράσα να ζητώ την
αθανασία μέσα από την αγάπη. Δεν θέλω να είμαι μαζί σου μόνο να μ’
αγαπάς θέλω. Θα σε περιμένω με την σφιχτή ζώνη στην μέση που
ανεβάζει το στομάχι στα χείλη και τα λόγια γίνονται άρτος και αίμα.
κζ΄
Κρεολή γεννήθηκε στην βάρκα
με τις σκυμμένες γριές ν’ αγναντεύουν
τρεμούλιαζε το φώς στον κρυμμένο ουρανό
που θεαματικά ανείπωτος και ακίνητος
περίμενε, ξερή όχθη με σβησμένα λουλούδια, την αλλαγή
και λιγνά κουνούσε τα λιγοστά σύννεφα, νεφέλη εκείνης της νύχτας
Πιο κάτω χέρια απλωμένα καλούσαν την αγαπημένη λαοπλάνα βροχή
να ξεπλύνει την αλμύρα από τα χείλη του παιδιού, χείλη τσαμπιά.
Το φώς είθε να ’μενε και να στόλιζε μ’ αμφιβολίες την σκοτεινή σκέψη.
Κανείς δεν μίλησε για πορεία και λατρείες και για άλλα κοσμικά
μόνο οι γριές μακριά μα δεν φτάνανε στ’ αυτιά μας οι φωνές τους
και μπορετό δεν ήταν να φαντασθείς τους ήχους.
Έφταιγε η έλλειψη άσκησης και το θλιμμένο ύφος
που κρατά την ζωή μακριά;
Μη μιλάτε άλλο οι δικοί μας άνθρωποι κι’ ας φωνασκούν λέξεις φαρμακερές είναι ωραίοι.
Η λύπη πέρασε ξυστά στα παράθυρά τους και άφησε ίχνη.
Πανιά διάφορα μαζεύτηκαν, όγκος μεγάλος
και σκέπασε το δέρμα το γλυκό
και αυτό πλάγιαζε με πίστη ή με χωρίς πίστη διόλου
δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τί, σατραπικά θα ’λεγα,
στην ξένη αγκαλιά
και την ευωδιά του αέρα ρουφούσε μ’ ανοιχτά ρουθούνια
Τα μαλλιά μύριζαν πιο πολύ από την μυρωδιά της ώρας ολάκερης
και έγινε σιωπή.
κη΄
Ο Κρόνος πίστευσε τα άλογα
πού του ψιθύρισε ο Γύφτος
και το κρασί χύνει
και την καρέκλα τραβά ν’ αφήσει χώρο.
Δεν ήταν της χρονιάς αυτής η γεύση και ο μούστος
Η παλαβή γριά σταμάτησε
και το σταφύλι ζουπήχτηκε κάτω από το πέλμα του παιδιού
Ποιά χρονιά ήτανε, ποιά χρονιά!
Οι ρόδες δεν γυρίζανε, το κάρο δεν σταμάτησε κι αυτές
στριγκιές βιαζόντουσαν.
Απλωμένο πανί σκέπασε το σπίτι
Πάλι πίσω θα γυρίσει ο δείκτης και θα μας βρει όλους στην
αυλή και το γύφτο στο κέντρο.
κθ’
Ναι, το είδα το σημάδι.
Το κατάλαβα όπως εσύ καταλαβαίνεις τους αριθμούς που διαδέχονται ο ένας τον άλλο και ένοιωσα όπως όταν ο χρόνος περνά και χαϊδεύει τις ρίζες και τις άκρες των μαλλιών μου, όπως το κερί σκληραίνει και αντιστέκεται στην κοφτερή λεπίδα και εσύ να λες ότι το χτες έχει φτάσει στο τέλος και τώρα είναι στα πόδια μου και ανεβαίνει ολοταχώς προς το λαιμό μου.
Ρούφηξα την ανάβαση και κόμπιασα στα περάσματα μόνο που η ακοή μου έχει αφήσει κενό στο χώρο γύρω μου και τα νύχια μου έπεσαν σαν τα φύλλα του περασμένου φθινοπώρου τότε που χτύπησες το τζάμι με το κουκούτσι της ελιάς.
Μη μείνεις αλλά μη φύγεις.
Να πετάς ανάμεσα, δρασκελίζοντας τις μικρές χαρές και να ετοιμάζεσαι και για τις λύπες που ίσως μας βρουν πολύ κουρασμένους για να υπάρ-ξουν σαν λύπες πραγματικά.
λ’
Τις ορμές που δεν κατακράτησα, τις κυνήγησα με μαχαίρια, αργότερα τις φόρεσα κινέζικο καπέλο, τις μέρες εκείνες της μεγάλης νεροποντής, τις μέρες με τον ήλιο φωτεινό μέχρι δακρύων, τις μέρες με τις ομίχλες και τις βροντοφωνές που κατέβαιναν με τόσο πάθος. Στ’ αλήθεια πόσο σε κράτησα στην αγκαλιά μου. Θα μείνεις με μια εικόνα που δεν είναι δική μου μόνο ο ίσκιος μου όταν έμενα στις ανατολικές περιφέρειες και τα αστικά πεδία. Τώρα μακριά απ’ όλα, φορώντας γάντια και με μια τσουκνίδα στις άκρες των δύο δακτύλων. Τη φορώ στο πέτο στο σακάκι το γαλάζιο και το μαντήλι το άσπρο στο τσεπάκι το δεξί και το αριστερό μένει άδειο και ερωτηματικό. Τί θα κάνουμε τα χέρια μας. Άσεμνα αντιάζουν τις λέξεις που με κόπο και όνειρα μάθαμε. Την ανάμνηση του δειλινού θα αντιπαραθέσω και για επιδόρπιο θα γευτώ το πρώτο χρώμα του ουράνιου τόξου.
Συνεχίζεται και στο επόμενο.
Μαρία Πανούτσου copyright © all rights reserved.
Επιμέλεια: Αλεξία Κατσαβού.
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.