Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. 190 παλμοί το λεπτό. Τους άκουγε. Ήταν εκεί. Ανελέητοι. Κάθε βράδυ. Γινόταν ένα με το μάντρα της καρδιάς. Τικ. Τακ. Τικ. Τακ.
«Δεν θα φοβάμαι πια. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Είναι ήδη γραφτό. Έχει χαρακτεί από αιώνες στον μαυροκέντητο ουρανό. Τη μοίρα έπλεξαν οι Ώρες. Συλλέγοντας κάθε μονάκριβο, διάφανο δάκρυ, στολίσανε με δέος το ξακουστό δίχτυ. Ειμαρμένη. Το όνομά της. Έτσι το έχω ονειρευτεί. Έτσι το έχω φανταστεί. Έχω πίστη. Κι όλα θα γίνουν. Με τον καιρό. Όπως είπε κι αυτός.»
Ξύπνησε. Η μεταμόρφωση είχε ήδη αρχίσει. Αρχή φθινοπώρου. Τέλος καλοκαιριού.