Λογοτεχνία
Ασκήσεις μνήμης

 

Photo: Art work by Mark Rothko

 

 

Μαρία Πανούτσου

«Κολλαριστό και άσπρο»

Άσπρο πουκάμισο φορώ
και μαύρο θα το βάψω
μαύρα είν’ τα μάτια που αγαπώ
γι’ αυτά κοντεύω να χαθώ
γι’ αυτά πολύ θα κλάψω*

 

 

Ο παππούς μου ο Ανδρέας, πριν αρρωστήσει βαριά, ερχόταν συχνά στο σπίτι μας, κυρίως  για να παίξει μαζί μου. Τον ξερίζωσαν από το Αγρίνιο. Ξεριζωμένος ήδη από την δουλειά του όταν ακόμη, ήταν νέος άνδρας και τώρα στα γεράματα, τον έφεραν στην Αθήνα για να πεθάνει. Από το δικό του Αγρίνιο, σε μια περιοχή χωρίς μνήμες γι αυτόν, κάπου στους Αμπελόκηπους. Με είχε νοιώσει. Είχε αισθανθεί την σιωπηλή μου ως αντίθεση σε ό, τι βίωνε και σιωπηλά και εκείνος αλλά με επιμονή θαυμαστή και παράξενη για έναν γέρο παππού άρρωστο, να ζητά σταθερά να έρχεται στο σπίτι μας. Πήγαινε ο πατέρας μου και γιός του, να το φέρει και από εκεί και πέρα όλα ξεχνιόντουσαν. Τα δυο μας, φεύγαμε για διάφορα ταξίδια. Ήμασταν δυο μοναχικά πουλιά με τις φτερούγες μας κολλημένες στα πλευρά, να πετάμε με την αναπνοή και μόνο. Βαθιές ανάσες και ευθύς βρισκόμασταν σε όποιο τοπίο επιθυμούσαμε.

Ο παππούς ο Ανδρέας ήταν ο πατέρας του πατέρα μου. Νέος αγάπησε την γιαγιά μου έκαναν κάθε χρόνο ένα παιδί, στο σύνολο εννιά παιδιά, άλλα έζησαν άλλα πέθαναν, μέχρι που γιαγιά μου δεν τον άφηνε πια να την πλησιάσει. Είχε μείνει η δουλειά του και οι φίλοι του για να θυμάται την ανδρική του υπόσταση. Πολέμησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο νεαρό παιδί τότε. Μετά έφτιαξε μια μικρή πετυχημένη βιοτεχνία παπουτσιών –τα τσαρουχάδικα- και ό, τι άλλο παρεμφερές  του παράγγελναν για την ένδυση των ποδιών. Είχε και βοηθούς. Πήγαινε καλά. Είχε τον κόσμο του, έβγαζε χρήματα, μεγάλωνε την οικογένεια του.

Ήρθε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και τα ρήμαξε όλα. Έκλεισε η βιοτεχνία. Όλα  άλλαξαν. Αυτό ήταν. Έπεσε ψυχολογικά. Ένα είδος ήπιας κατάθλιψης. Λειτουργούσε όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο, πολύ δικό του. Ήσυχος,  ευγενής, όμορφος, καθαρός,  υπομονετικός, πνευματικός, χαμογελαστός.

Ο παππούς, ένας ευαίσθητος, τίμιος, γλυκός, δημιουργικός άνθρωπος, μοσχομυρωδάτος και καλοντυμένος πάντα, με την χωρίστρα του περίτεχνα φτιαγμένη, το μουστάκι του  περιποιημένο και τα δυο του λαμπερά μάτια γεμάτα θαυμασμό για τον κόσμο, μέχρι το τέλος της ζωής του πάντα με ένα άσπρο κολλαριστό πουκάμισο που το απαιτούσε, παρ’ όλη την θέση μη ισχύος που είχε στο σπίτι, από τότε που τα παιδιά του ανέλαβαν την στήριξη της οικογένειας. Στις καλές εποχές πριν το πόλεμο του 40 κάθε καλοκαίρι οδηγούσε όλη την οικογένεια στην εξοχή. Για τις μετακινήσεις αυτές είχα ακούσει διάφορες ιστορίες. Αγαπούσε τα ταξίδια και τώρα αυτό του έλειπε πιο πολύ, από  όλα όσα είχε χάσει.

Και εγώ  από μωρό τις μετακινήσεις τις συνήθισα και μου άρεσαν τελικά. Από τον πάτερα μου τις είχα μάθει που λόγω της δουλειάς του, δεν μέναμε σε ένα μέρος για πολύ. Τσιγγάνους μας φώναζε ο παππούς και χαμογελούσαν και τα μουστάκια του.

Όταν βρισκόμασταν λοιπόν στην Αθήνα, ο παππούς Ανδρέας ερχόταν συχνά στο δικό μας σπίτι. Αν και διαμέρισμα ενώ το δικό τους είχε αυλή, προτιμούσε να είναι μαζί μας. Έτσι  τουλάχιστο πίστευα. Είχα διαμορφώσει αυτή την σκέψη, αυτή, ήθελα, αυτήν καταλάβαινα. Τον έκλεβα από τους άλλους, δεν τον άφηνα καθόλα από τα ματιά μου όσο ήταν μαζί μας. Και όταν ήμασταν ελεύθεροι, ξεκινούσε η δική μας ζωή

Είχαμε ένα εσωτερικό δωμάτιο, που ένωνε όλο το σπίτι. Εκεί λοιπόν ήταν ένα  σαλονάκι μικρό, δυο πολυθρόνες ένα τραπεζάκι και μια μικρή βιβλιοθήκη με καθρέπτη. Σε αυτό το δωμάτιο, βάζαμε τις δυο πολυθρόνες κοντά- κοντά το τραπέζι μπροστά μας και ονομάζαμε τον χώρο αυτό «κουπέ του τραίνου». Κρατούσαμε και τα εισιτήρια στο χέρι με διαφορετικό προορισμό κάθε φορά. Αυτό που θυμάμαι είναι το πιάσιμο των χεριών και το εθελοντικό κούνημα πάνω στις καρέκλες μας. Πάνω στις καρέκλες μας κρατούσαμε τον ρυθμό του τραίνου. Τώρα που το σκέφτομαι, θαυμάζω  ακόμη πιο πολύ τον παππού και την θέληση που εκδήλωνε τότε, με το παιχνίδι μας αυτό. Μιλάγαμε και λέγαμε ο καθένας ό, τι του άρεσε από τα μέρη που βλέπαμε. Μου ζητούσε να του τραγουδώ και εκείνος τραγουδούσε  πολύ όμορφα.

Αχ Ανδρέα, παππού! Τι ταξίδια κάναμε!

Η μυρωδιά του φαγητού που ετοίμαζε η μητέρα μου ήταν το καμπανάκι για το τέλος του παιχνιδιού. Του σταθμάρχη το καμπανάκι. Φτάναμε στο προορισμό μας. Ένα από τα πιο όμορφα παιχνίδια της παιδικής μου προσχολικής ηλικίας. Εκείνη την στιγμή έβγαζα πονηρά- πονηρά από τη τσέπη της φούστας μου την χτένα, έσκυβα το κεφάλι στα γέρικα πόδια του παππού και έτσι ανάποδα και με το δεξί χέρι υψωμένο, έδινα τη χτένα στον παππού να με χτενίσει. Τα γεράματα στην παιδική ηλικία δεν δημιουργούσαν κανένα αρνητικό συναίσθημα σε μας τα παιδιά. Μεγαλώνοντας, το γήρας πήρε άλλη μορφή, έγινε μια κοινωνική ήττα.

Ο παππούς με χτένιζε μέχρι που σχεδόν με έπαιρνε ο ύπνος. Στο σημείο αυτό τελείωνε και το ταξίδι μας.

Δεν ξέρω πως είχα συνδέσει το φανταστικό αυτό ταξίδι – με την χτένα και την κατάληξη του ταξιδιού με μια τόσο ιδιωτική σκηνή.

 

Μ: Θα πάμε παππού;

Π:Ναι Μαράκι μου. 

 

Μ: Που θα πάμε παππού; 

Π: θα πάμε σε ένα μέρος άλλο.  

M: Παππού είχες πάει και στο πόλεμο; Σε είδα  σε μια φωτογραφία. Θα μου πεις την ιστορία;

Π: Ναι Μαράκι μου θα στην πω.

 

Μου άφησε για κληρονομιά την καλοσύνη του και το άσπρο του πουκάμισο. Φετίχ ερωτικό.

Μην δω άνδρα με άσπρο καθαρό κολλαριστό πουκάμισο. Η καρδιά μου χοροπηδά σαν μικρό άσπρο κατσικάκι. Ευτυχώς δεν υπάρχουν άνδρες πολλοί με κολλαριστά πουκάμισα να κυκλοφορούν και έτσι την γλυτώνω.

 

“Als das Kind Kind war,
wusste es nicht, dass es Kind war,
alles war ihm beseelt
und alle Seelen waren eins.”
 
” όταν το παιδί ήταν παιδί,
Δεν ήξερα ότι ήταν παιδί,
Όλα ήταν εμμονή μαζί του
Και όλες οι ψυχές ήταν μία.”
 

Peter Handke, Lied vom Kindsein

___

 

*

Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου & Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
1η ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης
Το άσπρο μου πουκάμισο

 

 

© Μαρία Πανούτσου 2020

Συμμετοχή στο 4ο τεύχος του περιοδικού ΑΠΙΚΟ

Από την συλλογή Ασκήσεις Μνήμης

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΑYΠΝΗ, Maya Angelou
Επόμενο άρθρο «Δεν χάνω τίποτα, έτσι δεν είναι;»
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.