(16 Aυγούστου 1920 – 9 Μαρτίου 1994)
και γαμώ τα ζευγάρια
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ’ αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ’ το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να ‘τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με
τρύπες απ’ τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς
πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα
τα παλιά τραγούδια
και ποτέ
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε
να σπάνε τα γυαλικά
τρέλα
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα
σπρωγμένα μπροστά στην
πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα
θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν’ αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν’ αναρωτιόμαστε
ποια
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε
σκατά! κι εγώ θα έλεγα
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.