Κατά την μεσογειακή προϊστορία, που στο σύνολό της ανέδειξε πολιτισμούς που διαμόρφωσαν δυναμικά την πορεία της νότιας και ανατολικής ευρωπαϊκής ιστορικής εξέλιξης, ο λαός της μινωικής Κρήτης ήταν ένας από τους πολλούς που επηρέασαν με την δραστηριότητά τους την ανάπτυξη του χώρου του Αιγαίου. Ήδη από την τρίτη χιλιετία π.Χ., ενδεχομένως και νωρίτερα, το πεδίο δράσης του μινωικού πολιτισμού περιέκλειε ένα σημαντικό τμήμα της ανατολικής Μεσογείου.
Πέραν του ότι Μινωίτες ξεχωρίζουν από την ένδυση και την κεραμική τους – που συνήθως προσφέρουν ως δώρα στους βασιλείς – στην εικονογραφία της Αιγύπτου, σαφείς εμπορικές επαφές και καλλιτεχνικές επιρροές με και από την Εγγύς Ανατολή (κυρίως Συρία, Παλαιστίνη και Λίβανο) γίνονται έκδηλες μελετώντας τις τέχνες της σφραγιδογλυφίας και της μεγάλης ζωγραφικής. Τεχνικές λάξευσης, εικονογραφικές συμβάσεις και χρωστικές ουσίες που αναγνωρίζονται στην μινωική τέχνη υπονοούν σαφή οικονομική επικοινωνία και πολιτισμική διάδραση μεταξύ των λαών που επιχωρίαζαν στην Μεσόγειο, και επιβεβαιώνουν την αναφορά του Θουκυδίδη περί θαλασσοκρατικού χαρακτήρα της προϊστορικής Κρήτης.
Ως επιπλέον επαλήθευση της μινωικής θαλασσοκρατίας, εμπορικοί σταθμοί ή αποικίες εικάζεται πως επιβίωναν κατά την διάρκεια της ζωής της προϊστορικής Κρήτης και σε νησιά του Αιγαίου. Στην Θήρα, στην Κέα, στα Κύθηρα, στην Μίλητο και στην Ρόδο έχουν έρθει στο φως μινωικού τύπου ιερά (τα επονομαζόμενα ιερά κορυφής) με κινητά ευρήματα αντίστοιχα με των κρητικών (ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, κυρίως αιγοπροβάτων και ζωδίων, καθώς και μεμονωμένα ανθρώπινα μέλη που ερρίφθησαν ως τάματα σε σχισμές στους βράχους), που ερμηνεύονται αν όχι ως αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης μινωικής αποικιοκρατίας, τουλάχιστον ως μιας μορφής ισχυρότατη πολιτισμική επιρροή.
Η αποφασιστική επίδραση του μινωικού πολιτισμού στους υπόλοιπους αιγαιακούς είναι έκδηλη και μέσα από την μελέτη της μεγάλης ζωγραφικής. Η τέχνη της τοιχογράφησης στην Κρήτη άνθισε κυρίως κατά την Νεοανακτορική και Τελική Ανακτορική περίοδο – πιο συγκεκριμένα από την Μεσομινωική ΙΙΙ έως την Υστερομινωική ΙΙΙ, περίπου 1700 με 1425π.Χ. –, την ίδια εποχή που φιλοτεχνήθηκαν και οι περίφημες τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου της Θήρας. Μελετώντας και συγκρίνοντας την καλλιτεχνική παραγωγή στα δυο νησιά φαίνεται πως η καταγωγή της θεματολογίας και της τεχνικής είναι μινωικές, που είτε μέσω της ίδρυσης κάποιας αποικίας είτε μέσα από την μετανάστευση πληθυσμών από την Κρήτη – και κατ’ επέκταση μαθητείας ντόπιων καλλιτεχνών κοντά τους – μεταφέρθηκαν στην Θήρα.
Κοινή έτσι είναι η τεχνική, που σε τοίχο από αργολιθοδομή απλώνεται πρώτα κονίαμα από λάσπη ή πηλό κι έπειτα από ασβέστη, κλιμακωτά καλύτερης ποιότητας και πιο λεπτής σύστασης από μέσα προς τα έξω, επάνω στο οποίο ζωγραφίζεται η παράσταση ξεκινώντας ως νωπογραφία και τελειώνοντας ως ξηρογραφία. Το χρώμα απορροφάται από την επικάλυψη από ασβέστη και σταθεροποιείται στεγνώνοντας μαζί του, με αποτέλεσμα οι τοιχογραφίες να είναι σταθερές και ανθεκτικές και να σώζονται σχετικά άρτιες, όπου επιβιώνουν, σε παχιά θραύσματα. Κοινό είναι και το εικονογραφικό πρόγραμμα, που απαντάται σε ολόκληρο το Αιγαίο, και εστιάζει σε θέματα επαναλαμβανόμενα: κυρίως στην κροκοσυλλογή από γυναίκες η πιθήκους, που αποτελούν πολύ δημοφιλές και αγαπητό θέμα πολλές φορές από μόνοι τους, σε πομπές που ζωγραφίζονται σε κλίμακες και αποτελούνται από άντρες και γυναίκες που φέρουν προσφορές, σε νειλωτικά τοπία και σε ιερές, θρησκευτικό-μαγικές τελετουργίες.
Ένα από τα πιο γοητευτικά παραδείγματα της μινωικής επιρροής στον θηραϊκό πολιτισμό, είναι το εικονογραφικό πρόγραμμα του Άδυτου της Ξεστής 3 Οικίας του Ακρωτηρίου της Θήρας.
Η Ξεστή 3 Οικία:
Η Ξεστή 3 Οικία βρίσκεται στον νοτιοδυτικό τομέα του ανεσκαμμένου αρχαιολογικού χώρου του Ακρωτηρίου. Πρόκειται για κτήριο δύο ορόφων που ο καθένας ήτανε χωρισμένος σε δεκαπέντε επιμέρους δωμάτια, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με θύρες σε διάφορα σημεία της κάμαρας ή με πολύθυρα (κατ’ εξοχήν μινωικό αρχιτεκτονικό γνώρισμα). Εικάζεται, πια σχεδόν επιβεβαιωμένα, και η ύπαρξη ενός τρίτου ορόφου.
Ενδέχεται να υπάρχει θεμελίωση από αργούς λίθους, και για την ανωδομή χρησιμοποιήθηκαν κυρίως λαξευμένοι λίθοι και οπτόπλινθοι. Έχει προταθεί από ερευνητές πως είτε επρόκειτο για ιδιωτική κατοικία που ανήκε σε κάποια οικογένεια ευγενή με τους όρους της εποχής, είτε για χώρο όπου διεξάγονταν δημόσια λατρευτικά τελετουργικά.
Το κτήριο ήτανε γενικώς διακοσμημένο με πολλών ειδών τοιχογραφίες, κάτι που ως έναν βαθμό συνηγορεί υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα του. Οι πιο εντυπωσιακές παραστάσεις βρέθηκαν στο άδυτο, που θα μας απασχολήσει περισσότερο στην συνέχεια.
Το Άδυτον της Ξεστής 3 Οικίας:
Ένας τύπος ιερού που γνώρισε μεγάλη εξάπλωση στην μινωική Κρήτη ήταν η λεγόμενη δεξαμενή καθαρμών. Επρόκειτο για μικρό ισόγειο χώρο με το δάπεδο βυθισμένο σε κατώτερο επίπεδο, όπου μπορούσε να μεταβεί κανείς με την κάθοδο μιας κλιμακίδας με τρεις ή τέσσερις βαθμίδες. Το δάπεδο είχε πάντοτε επιμελημένη πλακόστρωση ωστόσο χωρίς υδραυλικό κονίαμα ή αγωγό απαγωγής υδάτων, που σημαίνει πως δεν επρόκειτο για κάποιου είδους στέρνα· η δεξαμενή καθαρμών δεν ήταν φτιαγμένη για να δέχεται νερό ή εξαγνιστικά λουτρά. Οι ερευνητές υποθέτουν ωστόσο ότι λάμβαναν χώρα εκεί κάποιου είδους ιεροί ραντισμοί στο πλαίσιο ενδεχομένως καθαρτικών τελετουργικών, που μπορούσαν συνήθως να παρακολουθούνται από εξωτερικούς παρατηρητές· το άνω ήμισυ της δεξαμενής ήταν ανοιχτό, και το περιέτρεχε κιονοστοιχία.
Εκτός από την Κρήτη, τέτοιου τύπου ιερό έχει βρεθεί μονάχα στην Θήρα. Η Ναννώ Μαρινάτου, κόρη του Σπυρίδωνος Μαρινάτου που ανέσκαψε συστηματικά το Ακρωτήρι, διστάζει να αποκαλέσει δεξαμενή καθαρμών το θηραϊκό ιερό προς αποφυγή πολιτισμικών γενικεύσεων που ενδέχεται να μην ήτανε δόκιμες τότε. Προτιμάει τον όρο «άδυτον», που εμπεριέχει μεν την έννοια του χώρου λατρείας και της θρησκευτικής του διάστασης αλλά δεν προχωρά σε εικασίες σχετικά με το πολιτισμικό περιβάλλον του.
Όπως ήταν το σύνηθες, το Άδυτον κι εδώ βρισκόταν στο ισόγειο της Ξεστής 3 Οικίας με το δάπεδο βυθισμένο χαμηλότερα από το επίπεδο του πατώματος. Πρόκειται για το Δωμάτιο 3 της κάτοψης του ισογείου, που χωρίζεται σε 3α και 3β. Η πρόσβαση ήτανε δυνατή μέσα από πολύθυρο, τυπικό στοιχείο της μινωικής αρχιτεκτονικής, που τα φύλλα του αν σφράγιζαν απομόνωναν το δωμάτιο από τον υπόλοιπο χώρο.
Ο ανατολικός τοίχος είναι ο πρώτος που αντικρίζει κανείς εισερχόμενος από το σύστημα πολυθύρων. Η σύνθεση εκεί είναι εντυπωσιακή και έχει λάβει το όνομα Λάτρεις. Με την πρώτη ματιά φαίνονται τρεις γυναίκες με πλούσια ρούχα και έντονο μακιγιάζ, με το πρόσωπο στραμμένο, άμεσα ή έμμεσα, προς την μνημειακή πρόσοψη από λαξευμένο λίθο ενός τριμερούς ιερού – επίσης διαδεδομένος τύπους ανακτορικού ιερού την περίοδο της Νεοανακτορικής Κρήτης – που επιστέφεται με κέρατα καθοσίωσης. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά βλέπουμε πως είναι ντυμένες με την παραδοσιακή μινωική φορεσιά που αποτελείται από περικόρμιο ανοιχτό στο στήθος, σφιχτή ζώνη και φούστα με φραμπαλάδες, ενώ η νεαρότερη γυναίκα στα δεξιά καλύπτεται με πέπλο. Πίσω ή μέσα από τον ναό φύεται ένα ελαιόδεντρο.
Οι μορφές είναι προσανατολισμένες έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στον άξονα των φύλλων του πολυθύρου. Η πρώτη γυναίκα στα αριστερά μοιάζει να βηματίζει, και κρατάει στο αριστερό της χέρι, το οποίο προτείνει, ένα περιδέραιο από χάντρες. Εικονίζεται κατά τομή με τον τυπικό μινωικό τρόπο, φοράει πλούσιο ημιδιάφανο περικόρμιο και έχει τα μαλλιά της στολισμένα και μακριά μέχρι την μέση της. Απέχει αρκετά από την δεύτερη, που είναι καθισμένη σ’ ένα έξαρμα του εδάφους και εξετάζει το πέλμα της, που το έχει χτυπήσει και ματώνει. Είναι στολισμένη όπως η πρώτη και τα μαλλιά της είναι εξίσου μακριά, ωστόσο στην κλίμακα σχετικά με τις άλλες δύο είναι δυσανάλογη. Εικονίζεται μεγαλύτερη, αν σηκωνόταν όρθια θα ξεπερνούσε αρκετά τις άλλες γυναίκες στο ύψος. Η τρίτη, η νεαρότερη, έχει τον κορμό της στραμμένο προς τις συντρόφους της αλλά γυρίζει το κεφάλι επάνω από τον ώμο για ν’ αντικρίσει το τριμερές ιερό. Από τα κέρατα καθοσίωσης που το στέφουν, επίσης τυπικά στην μινωική θρησκεία ως λατρευτικό σύμβολο – τα κέρατα του ταύρου, του ιερότερου ζώου –, γλιστράνε στάλες αίματος.
Η σύνθεση φαίνεται να εστιάζει στην γυναίκα στο κέντρο. Είναι κάπως απομονωμένη από τις άλλες δυο και μεγαλύτερη στην κλίμακα, και μοιάζει σαν ο καλλιτέχνης να ήθελε να στρέψει την προσοχή εκεί. Έχει στηρίξει ελαφριά το αριστερό της πόδι επάνω στο δεξί και έχει γύρει μαλακά προς τα μπροστά στηρίζοντας στο χέρι το κεφάλι της, και απλώνοντας το άλλο προς το πέλμα της που αιμορραγεί. Μοιάζει να το στρέφει μαλακά προς το μοναδικό άνθος του κρόκου που φυτρώνει από κάτω του, σαν να επιδιώκει είτε το αίμα από το τραύμα της να το ραντίσει, είτε το λουλούδι, που είχε αιμοστατικές και αντισηπτικές ιδιότητες, να το γιατρέψει.
Έχει ενδιαφέρον, ακόμη, πως η ζώνη της τραυματισμένης γυναίκας είναι στολισμένη με μια γιρλάντα από άνθη κρόκου, σαν αυτό που βρίσκεται κάτω από το πέλμα της. Οι ανθισμένοι κρόκοι επαναλαμβάνονται και στον βράχο πίσω της, τονίζοντας έτσι πως μόνο κοντά της φύονται τα λουλούδια. Τα κοσμήματα στα μαλλιά της παραπέμπουν σε πολύτιμες περόνες από σίδηρο που πολλές φορές φέρουν σημεία της Γραμμικής Α’ γραφής, και που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ανασκαφεί στην Κρήτη. Μία συγκεκριμένη περόνη έφερε μάλιστα άνθη κρόκου, εύρημα που συνηγορεί, μαζί με την τακτική του επανάληψη στην εικονογραφία, υπέρ της θρησκευτικό-μαγικής ιδιότητας του φυτού για την αιγαιακή προϊστορία.
Η επανάληψη του αίματος από το πέλμα της γυναίκας στα κέρατα καθοσίωσης της επίστεψης του ιερού έχει επίσης σημασία. Ορισμένοι ερευνητές έχουν ερμηνεύσει την παρουσία του στο ιερό ως συμβατικό συμφραζόμενο κάποιας αιματηρής θυσίας που όμως δεν είναι φανερή στην παράσταση, υποβιβάζοντας έτσι ωστόσο την ηχώ που προκαλείται από την πληγή στο πόδι της γυναίκας. Άλλοι μελετητές εικάζουν ότι η παράσταση εικονίζει κάποιου είδους διαβατήρια τελετή από την παιδική ή εφηβική ηλικία στην ενηλικίωση, εκλαμβάνοντας το αίμα της γυναίκας και του ιερού ως μεταφορά της έμμηνου ρύσης. Υποστηρίζουν την άποψή τους τονίζοντας πως η γυναίκα στα δεξιά, που από το ξυρισμένο της κεφάλι με τις λίγες μπούκλες να μακραίνουν κατά τόπους αναγνωρίζεται ως πολύ νεαρή, παιδί σχεδόν, είναι καλυμμένη με πέπλο στην απόχρωση των καρπών του κρόκου. Το χρώμα τους στους κλασικούς χρόνους ήταν συνδεδεμένο με την ενηλικίωση και τον γάμο, ωστόσο εγείρονται κι εδώ αμφιβολίες: οι κομμώσεις των άλλων γυναικών προδίδουν πως είναι αρκετά ωριμότερες από την νεαρή στα δεξιά, που σημαίνει ότι η τραυματισμένη μορφή δεν είναι λογικό να γιορτάζει την πρώτη της εμμηνόρροια. Επιπλέον, το πέπλο της νεαρής είναι διάστικτο από ερυθρές πιτσιλιές, σαν να υπονοείται πως είναι λερωμένο με αίμα.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του αδύτου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και στις άλλες του πλευρές. Στον ανατολικό τοίχο και σε επίπεδο ανώτερο από των Λάτρεων, έχει φιλοτεχνηθεί τοιχογραφία με θέμα κροκοσυλλέκτριες γυναίκες. Με φόντο το βραχώδες θηραϊκό τοπίο τρεις γυναικείες μορφές, στολισμένες με πολύτιμα κοσμήματα και έντονα μακιγιαρισμένες, συλλέγουν άνθη κρόκων σε καλάθια που είτε κουβαλάνε είτε τα έχουν αφήσει κοντά τους στα βράχια. Οι δυο γυναίκες είναι πολύ νεαρές, περίπου οκτώ με δώδεκα ετών, κρίνοντας από τις κομμώσεις τους, και η τρίτη, με τα κόκκινα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια που βαστάζει το καλάθι της στους ώμους της, φαίνεται κάπως ωριμότερη. Η μορφή της εντυπωσιάζει. Τα φυσικά της χρώματα μαρτυρούν μια διάθεση για φυσιοκρατική απεικόνιση του ανθρώπινου στοιχείου, ωστόσο ούτως ή άλλως κεντρίζει την προσοχή επειδή πρόκειται για μια από τις ελάχιστες απεικονίσεις έξω-ελλαδικού στοιχείου που συναντάμε στην αιγαιακή εικονογραφία.
Η ωριμότερη γυναίκα βηματίζει προς τον βόρειο τοίχο για να συναντήσει την κεντρική παράσταση, μεταφέροντας στους ώμους το καλάθι της που είναι γεμάτο άνθη. Και εκεί, επάνω ακριβώς από τις Λάτρεις, εικονίζεται μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας αλλά εξίσου περιποιημένη που αδειάζει το δικό της πανέρι σ’ ένα μεγαλύτερο μπροστά από τρίβαθμη κατασκευή, στην κορυφή της οποίας αναπαύεται, συνοδευόμενη από ήμερο πτερωτό γρύπα, η Πότνια των Θηρών. Η περίφημη θεότητα της φύσης που λατρευόταν σε ολόκληρο το Αιγαίο είναι καθισμένη σε μαξιλάρια αλλά δεν είναι ένθρονη, μεγαλύτερη σε κλίμακα, περισσότερο στολισμένη και πιο επιβλητική από τις υπόλοιπες μορφές. Είναι ενδεδυμένη με διάφανο περικόρμιο που εκθέτει τους μαστούς και φέρει άνθη κρόκων που συνοδεύεται από την μινωική φούστα με τους φραμπαλάδες, και αποδέχεται αποξηραμένο έναν ανθό από έναν κυανοπίθηκο που, μεσολαβώντας ανάμεσα στο ανθρώπινο στοιχείο και το ιερό, με το ένα του πόδι στην κατώτερη και το άλλο στην ανώτερη βαθμίδα της κατασκευής και το χέρι του τεντωμένο προς το μέρος της, της τον προσφέρει.
Οι δυο σκηνές του επιπέδου με τις κροκοσυλλέκτριες και την Πότνια των Θηρών έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα. Το βάθος ενοποιείται ενώνοντας τους δυο γειτνιάζοντες τοίχους μέσα από το μοτίβο των κρόκων που διακρίνονται πίσω από τις κεντρικές μορφές, επιβεβαιώνοντας πως οι συνθέσεις προορίζονταν για να διαβάζονται ως μία. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν πως απεικονίζεται κάποιο τελετουργικό εξευμενισμού ή κάποια γιορτή προς τιμήν της θεότητας, ή κάποιας μεγάλης ιέρειας που την παριστάνει.
Η παρουσία του πιθήκου, που παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου στοιχείου, είναι ένα από τα περισσότερο ενδιαφέροντα σημεία της σύνθεσης. Επρόκειτο για ζώο πολυτελείας, εισηγμένο κυρίως από την Αίγυπτο ή την Νουβία και σπανιότερα από κάποια άλλη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, με μεγάλη σημασία για τους Μινωίτες επειδή μπορούσε εύκολα να μιμηθεί ανθρώπινες κινήσεις. Δεν ήταν άνθρωπος, ωστόσο μπορούσε να παίξει μουσική, να κραδαίνει σπαθιά και να ξεσηκώνει πράξεις προσευχής και ευλάβειας, ή ευγενικών αυλικών τρόπων όπως εδώ. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στην Κρήτη αλλά και στο Αιγαίο υπό επιρροή της, που φαίνεται γενικώς να συγκινούσε αρκετά την προϊστορική Μεσόγειο.
Στο κατώτερο επίπεδο της δεξαμενής καθαρμών, οι ερευνητές συμφωνούν πως εικονίζεται μια διαβατήρια τελετή. Αυτή την φορά ξεχωρίζουν αντρικές μορφές σε διάφορες ηλικίες, που λόγω των αγγείων που κρατούν φαίνεται πως τελούν κάποιο τελετουργικό. Εικονίζονται ένα μικρό αγόρι, μάλλον κάτω των οκτώ ετών, έπειτα ένα μεγαλύτερο, πιθανώς γύρω στα δώδεκα, που κρατάει μια μεταλλική λεκανίδα, στην συνέχεια ένας έφηβος που κρατάει ένα ρούχο και τέλος ένας ώριμος άντρας που φέρει πρόχου με σφαιρικό σώμα. Απ’ όλες τις μορφές η ωριμότερη μονάχα είναι ντυμένη, ενδεδυμένη μάλλον με το παραδοσιακό μινωικό ζώμα. Το μικρότερο αγόρι κρατούσε κι εκείνο κάποιο αγγείο που θα συνεισέφερε στην τελετουργία, ωστόσο χάθηκε κατά την διάρκεια της συντήρησης. Πάντως, μια τέτοια τελετή διάβασης εικάζεται πως θα γιόρταζε το πέρασμα ενός ατόμου από μια ηλικία στην επόμενη φάση της ζωής του, και έχει διατυπωθεί από πολλούς ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να συνέβαινε και με την κατάληψη διαφόρων αξιωμάτων.
Οι υπόλοιποι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με εικόνες φύσης ή διακοσμητικά προγράμματα με στεφάνια και κλαδιά, όλα σχετικά με το θηραϊκό και κατ’ επέκταση το αγαιακό περιβάλλον. Οι μελετητές γενικώς δεν ομοφωνούν σχετικά με την ερμηνεία των σκηνών, θεωρούν ωστόσο ότι είναι περισσότερο σκόπιμο να γίνει επεξεργασία του εικονογραφικού συνόλου ολόκληρου του δωματίου μαζί και όχι των σκηνών μεμονωμένα. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι η ερμηνεία είναι καθαρά θρησκευτικό-μαγική, εμμένοντας στα στοιχεία της εικόνας του ιερού με το δέντρο – που λατρευόταν επίσης από τους Μινωίτες –, του αίματος, των νεαρών κοριτσιών, της διαβατήριας τελετής των μικρών αγοριών και της Πότνιας των Θηρών. Άλλοι ισχυρίζονται ότι το θέμα είναι καθαρά πραγματολογικό: εννοεί να εξηγήσει την οικονομική σημασία των άνθεων του κρόκου και να τονίσει πώς στηρίζουν την θηραϊκή κοινωνία, λαμβάνοντας έναν χαρακτήρα σχεδόν θρησκευτικό ακριβώς λόγω της αξίας του.
Υπάρχουν και άλλοι, ωστόσο, που θεωρούν ότι η ερμηνεία του εικονογραφικού προγράμματος του αδύτου θα είναι ολοκληρωμένη μόνο αν συνδυαστεί με τις πληροφορίες που έρχονται στο φως σχετικά με παραστάσεις σε άλλα δωμάτια του κτηρίου. Κάτι τέτοιο ωστόσο αναμένεται να πάρει χρόνο, επειδή οι τοιχογραφίες του τρίτου ορόφου αποφλοιώθηκαν από την καταστροφή. Πρόκειται πάντως σίγουρα για ένα θέμα που θα απασχολεί την αρχαιολογική κοινότητα για καιρό και που, αναπόφευκτα, λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών και πιο ακέραιων στοιχείων σχετικών με τα αιγαιακά τυπικά λατρείας, θα παραμείνει μάλλον ασαφές.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Betancourt, P.P. 2007. Introduction to Aegean Art. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
Chapin, A.P. 2010. «Frescoes». Στο The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean, επιμ. E.H. Cline, 223-250. Oxford: Oxford Univerity Press.
Hood, S. 1971. The Minoans – Ancient Peoples and Places. London: Thames and Hudson.
_______. 1992. The Arts in Prehistoric Greece. Yale: Pelican History of Art.
Rebak, P. 2002. «Imag(in)ing a Women’s World in Bronze Age Greece: The Frescoes from Xeste 3 at Akrotiri, Thera». Στο Among Women: From the Homosocial to the Homoerotic in the Ancient World, επιμ. L. Auanger, και N.S. Rabinowitz, 34-59. Austin: University of Texas Press.
Vlachopoulos, A. 2008. «The Wall Paintings from the Xeste 3 Building at Akrotiri, Thera. Towards an Interpretation of Its Iconographic Programme». Στο Horizon: A Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, επιμ. N. Brodie et al, 491-505. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
*Γράφει η Έρση Λάβαρη.
H Έρση Λάβαρη γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και σπουδάζει στον τομέα
Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών. Αγαπάει τους πολιτισμούς της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και
κάθε αρχαιολογική έρευνα που τους αφορά, την κλασική τέχνη, τα ταξίδια, τα
αγχέμαχα όπλα και την λογοτεχνία. Αν και ήταν ονειροπαρμένη από μικρή
αποφάσισε να ξεκινήσει μια προσπάθεια καταγραφής των φανταστικών της κόσμων
μόλις στα τέλη της εφηβείας της, και αποτέλεσμα αυτού του συγγραφικού της
εγχειρήματος είναι τα ως τώρα τρία της βιβλία. Ελπίζει να έρθουν περισσότερα στο
μέλλον.