Με την εκκίνηση της καριέρας της το 1992, οπότε κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα από την εκδοτική εταιρία Alfred A. Knopf, Inc., η Αμερικανίδα συγγραφέας Ντόνα Ταρτ έγινε γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μυστική Ιστορία, που με την εκρηκτική της επιτυχία την μετέτρεψε σε έναν από τους πιο πολυσυζητημένους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς της γενιάς της, της εξασφάλισε διεθνή καταξίωση στην σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή. Τα τρία της βραβευμένα μυθιστορήματα, μαζί με τα τέσσερα διηγήματά της που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας μεταξύ των 1993 και 2005, έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Σήμερα θεωρείται μία από τους σημαντικότερους πεζογράφους του αιώνα, και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σύγχρονους κλασικούς συγγραφείς του διεθνούς λογοτεχνικού ρεπερτορίου.
Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1963 στο Γκρίνγουντ της Πολιτείας του Μισισίπι και μεγάλωσε στην γειτονική Γρενάδα. Οι γονείς της, εγκλωβισμένοι σε έναν δυστυχισμένο γάμο που την ωρίμασε απότομα, αλλά πρωτίστως ο πατέρας της, σχετίζονταν με την τοπική πολιτική. Παρά τις επιτυχίες του Ντον Ταρτ, η ίδια δεν έτρεφε ποτέ της φιλοδοξίες προς τον ίδιο τομέα. Την γοήτευε από πολύ νεαρή η κλασική αρχαιότητα, και μάλιστα αναφέρει πως, ήδη από την ηλικία των πέντε ετών, αισθανόταν πως έπρεπε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την αρχαιολογία· αντικείμενο στο οποίο επεδίωξε αργότερα να επιτύχει κάθε δυνατή ακαδημαϊκή κατάρτιση, ενώ παράλληλα ασχολούταν με την πεζογραφία. Διακρίθηκε για πρώτη φορά στην ηλικία των δεκατριών ετών, στον ετήσιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Mississippi Review.
Με την έναρξη των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι το 1981 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον Αμερικανό συγγραφέα και συντάκτη Γουίλι Μόρις (Willie Morris, 1934-1999), που εντυπωσιάστηκε από την πένα της και την παρέπεμψε στον Μπάρι Χάνα (Barry Hannah, 1942-2010), συγγραφέα και καθηγητή δημιουργικής γραφής του ακαδημαϊκού της ιδρύματος. Εκείνος την συμπεριέλαβε στους φοιτητές του παρόλο που το μάθημα απευθυνόταν σε τελειόφοιτους, και η Ταρτ, παρότι πρωτοετής, το ολοκλήρωσε με τον υψηλότερο βαθμό του έτους. Μετά από παρότρυνση των καθηγητών της μεταφέρθηκε εν τέλει στο Κολέγιο Μπένινγκτον του Βερμόντ το 1982, όπου ειδικεύτηκε στην κλασική ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία.
Υπολογίζει και προφυλάσσει τον προσωπικό της χώρο και χρόνο, είναι κάπως μοναχική αλλά το επιδιώκει η ίδια, της αρέσει να αποστηθίζει τα αγαπημένα της ποιήματα και διηγήματα και καπνίζει τσιγάρα Lucky Strike. Σήμερα ζει μοιράζοντας τον χρόνο της ανάμεσα στο διαμέρισμά της στην Νέα Υόρκη και στο αγρόκτημά της στην Βιρτζίνια, όπου αφοσιώνεται στις μελέτες και στα γραπτά της.
Η Μυστική Ιστορία
Το πρώτο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ, που πριν από την έκδοση ονομαζόταν «Ο Θεός των Παραισθήσεων», κυκλοφόρησε το 1992 από την εκδοτική εταιρία Alfred A. Knopf. Ο εκδότης απέκτησε τα δικαιώματα μετά από μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική δημοπρασία, έναντι του αντιτίμου των 450.000 δολαρίων· ποσό που αποσβέστηκε ταχύτατα, και που επέστρεψε σύντομα στην εταιρία πολλαπλάσιο. Η Μυστική Ιστορία γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία, αποθεώθηκε από τους κριτικούς λογοτεχνίας και το αναγνωστικό κοινό και έδωσε νέα πνοή στην σύγχρονη πεζογραφία σε διεθνές βεληνεκές.
Η Ταρτ ξεκίνησε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα το 1982, όταν από το Πανεπιστήμιο του Μισισίπι μεταφέρθηκε στο Κολέγιο Μπένινγκτον στο Βερμόντ. Όπως αναφέρει η ίδια, η αλλαγή του περιβάλλοντος, του κλίματος και των προσώπων, που κατάφερε να διαλύσει την αδιαφορία που της προκαλούσε ο τόπος της, την εντυπωσίασε. Οι νέοι κύκλοι της, που αποτελούνταν από φοιτητές με τους οποίους μοιραζόταν την ίδια αγάπη και από ακαδημαϊκούς που αποσκοπούσαν στην καλλιέργεια της κλίσης της, την διέγειραν πνευματικά με πολλά καινούρια ερεθίσματα. Αυτό που την γοήτευσε περισσότερο ήταν η συνήθεια των καθηγητών της να συγκεντρώνουν γύρω τους μια μικρή, σφιχτή ομάδα φοιτητών με κοινές βλέψεις και προσανατολισμό, που ρόλος της ήταν η μεγαλύτερη δυνατή κατάρτιση και η ορθή ακαδημαϊκή καθοδήγηση. Οι διδάσκοντες έτσι περιβάλλονταν από τους πιο αφοσιωμένους φοιτητές τους, σταθερούς στον αριθμό και στον χρόνο, με τους οποίους μοιράζονταν βιώματα, συμβουλές, αξίες, έρευνες και επιρροές.
Το υπόβαθρο της Μυστικής Ιστορίας, επάνω στο οποίο δομείται στην ουσία ολόκληρη η πλοκή, είναι αρχικά μια τέτοια μετάβαση: από το επίπεδο, μονότονο Πλέινο της Καλιφόρνια, όπου ο πατέρας του φαντασιώνεται το βενζινάδικο που διοικεί ως μια οικογενειακή επιχείρηση που θα περάσει στα χέρια του γιου του και που η μητέρα του εργάζεται ως γραμματέας, ο Ρίτσαρντ Παπέν, και παρόλο που οι γονείς του δεν επικροτούν την επιλογή του, αφήνει τον τόπο που μεγάλωσε για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Κολέγιο Χάμπτεν στο Βερμόντ. Δραπετεύοντας από το τοξικό του περιβάλλον, που αποτελείται από δυο ανθρώπους δυστυχισμένους και μια μικρή πόλη που δεν υπόσχεται ακαδημαϊκή πρόοδο ή επαγγελματική σταθερότητα, δράττεται της ευκαιρίας να εμβαθύνει στο αντικείμενο που από τα μαθητικά του χρόνια του εξήπτε το ενδιαφέρον: την κλασική αρχαιότητα.
Ως δεύτερος αλλά εξίσου σημαίνων πυλώνας της ιστορίας, που στηρίζει εδώ την αφηγηματική ανωδομή, τίθεται ο άτυπος θεσμός της επιλογής των πιο χαρισματικών φοιτητών από τους καθηγητές τους, με στόχο να τους ποιμάνουν σύμφωνα με τις δικές τους ακαδημαϊκές βλέψεις και αξίες. Έτσι, ο νεοαφιχθείς στο Κολέγιο Χάμπτεν Ρίτσαρντ Παπέν, που λόγω της απόρριψης από την οικογένειά του και της μοναξιάς του αισθάνεται απελπισμένα την ανάγκη του συνανήκειν, γοητεύεται από τους πέντε φοιτητές του διανοούμενου Τζούλιαν Μόροου και θέτει ως αυτοσκοπό την ένταξή του στην ομάδα τους. Ο καθηγητής, σύγχρονος φιλόσοφος και λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας, έχει επιλέξει τον κάθε φοιτητή του με αυστηρά προσωπικά κριτήρια και έχει αναλάβει τον ρόλο τού μοναδικού τους μέντορα· ως εκ τούτου, οι ήδη εκκεντρικοί Χένρι Γουίντερ, Φράνσις Αμπέρναθι, Έντμουντ –Μπάνι– Κόρκεραν και Τσαρλς και Καμίλα Μακόλεϊ σπουδάζουν εντελώς αποκομμένοι από την υπόλοιπη –αλλά ούτως ή άλλως εξίσου ελιτιστική– ακαδημαϊκή κοινότητα του Χάμπτεν. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα προσχώρησης στο περιβάλλον του Τζούλιαν Μόροου ο Ρίτσαρντ καταφέρνει να εντυπωσιάσει τους φοιτητές του, με αποτέλεσμα, έπειτα από δική τους προτροπή, ο καθηγητής να τον δεχτεί εν τέλει στην ομάδα του. Εκείνος ως αντίτιμο ζητάει την αποχώρηση του Ρίτσαρντ από κάθε άλλο μάθημα του κολεγίου, για να παρακολουθεί χωρίς περισπασμούς αποκλειστικά τις δικές του διαλέξεις. Και, παρά τις αντιρρήσεις του ακαδημαϊκού επιβλέποντος, ο Ρίτσαρντ δέχεται.
Με την ενσωμάτωση του Ρίτσαρντ στην επίλεκτη ομάδα του Τζούλιαν Μόροου, πυροδοτείται και η διαμόρφωση της συγκυρίας που θα οδηγήσει στο πιο κεντρικό σημείο της ιστορίας: στην δολοφονία του Μπάνι από τους πέντε συμφοιτητές και φίλους του. Οι απόπειρες των υπολοίπων να επιτύχουν την βακχική έκσταση των κειμένων της αρχαιότητας και η τραγωδία που προκαλούν όταν τα καταφέρνουν, οδηγεί σε μία δεύτερη, όχι λιγότερο φρικτή, που επισκιάζει, όπως καθίσταται σαφές από την αφήγηση του Ρίτσαρντ, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους.
Με όλη την ένταση της αριστουργηματικής της γραφής, που αν και δεν δυσκολεύει στην ανάγνωση είναι εμφανές πως έχει προκύψει μέσα από μεγάλη αφοσίωση και επιμέλεια, η Ντόνα Ταρτ αφηγείται μια εντυπωσιακή ιστορία που δίνει την αίσθηση, ακριβώς λόγω αυτού του εκρηκτικού συναισθηματικού της πλούτου, κάποιας ειλικρινούς ημερολογιακής καταχώρησης. Ο εξομολογητικός τόνος του αφηγητή, η μετάνοια και η μελαγχολία του, ο τρόπος που εμμέσως κατηγορεί τον εαυτό του για την εμπιστοσύνη που έδειξε σ’ εκείνον που ανέλαβε τα ηνία για την εκτέλεση του σχεδίου της δολοφονίας, είναι τόσο απανταχού παρόντες, τόσο αισθητοί στις σελίδες και τόσο αληθινοί, ώστε το κείμενο στο τέλος εντυπώνεται όχι απλώς ως λογοτεχνικό έργο, αλλά ως συγκεκαλυμμένη ομολογία.
Αν και το κεντρικό σημείο της αφήγησης είναι η δολοφονία του Μπάνι, η ίδια η πράξη περιγράφεται, στην ουσία, κάπως παρασκηνιακά. Η Ταρτ δεν ενδιαφέρεται τόσο για το έγκλημα όσο για τον λόγο για τον οποίο διεπράχθη, με αποτέλεσμα το μυστήριο εδώ να μην είναι το ποιος, αλλά το γιατί. Και παρόλο που οι σελίδες είναι πολλές, παρόλο που γνωρίζουμε τι συνέβη και ποιος το έκανε από την αρχή και παρόλο που η αφετηρία της αφήγησης είναι το μηδέν –με τον Ρίτσαρντ πρώτα να εξιστορεί το απώτερο παρελθόν του–, το ενδιαφέρον διατηρείται σταθερά ακόμη και μετά τις εξηγήσεις, μετά την πράξη, μετά τις αντιδράσεις, έως τον αντίκτυπο που είχαν στους εμπλεκόμενους και που αποκτά χαρακτήρα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.
Ορισμένα από τα ζητήματα που προκύπτουν και εξετάζονται στο κείμενο, ιδίως η απώλεια, η θλίψη και η εμμονή, είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία του μυθιστορήματος. Η απόρριψη του Ρίτσαρντ από την οικογένειά του και η συντριπτική του μοναξιά, η θλίψη που του προκαλούν και η προσποίηση στην οποία καταφεύγει για να τις αντιμετωπίσει δίνονται σταδιακά, κλιμακωτά, μέσα από την αφήγηση που εξελίσσεται, εν τέλει, σε ψυχογράφημα. Ο τρόπος που ο Ρίτσαρντ αποζητά την Καμίλα, που δεν ξεθωριάζει ακόμη και χρόνια μετά την πρώτη της άρνηση η οποία δεν αποθαρρύνει την επιμονή του, αγγίζει τα όρια της εμμονής. Ο χαρακτήρας της σχέσης μεταξύ των διδύμων και το πώς αναπτύσσεται στην πορεία, κυρίως εκ μέρους του Τσαρλς, σκιαγραφεί ακόμη πιο εύγλωττα το ενδιαφέρον της Ταρτ για την εμμονή και τον τρόπο με τον οποίο ξετυλίγεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η μελέτη της στις πιο χθόνιες, στις πιο ενστικτώδεις πλευρές του ανθρώπου είναι περισσότερο έκδηλη στα επόμενα μυθιστορήματά της, ωστόσο κι εδώ εμπλουτίζει την ιστορία με μια παστωμένη πινελιά φθοράς και παρακμής.
Αν και η Μυστική Ιστορία δεν ήταν υποψήφια ούτε έλαβε κάποια μεγάλη λογοτεχνική διάκριση με την κυκλοφορία της, όπως τα επόμενα μυθιστορήματα της Ταρτ, βρισκόταν στην κορυφή της λίστας με τα best-seller των New York Times για δεκατρείς εβδομάδες. Γενικώς, μέχρι σήμερα θεωρείται από τους περισσότερους κριτικούς και αναγνώστες το δυνατότερο μυθιστόρημά της, και σίγουρα ένα από τα πεζογραφήματα που άσκησαν την μεγαλύτερη επιρροή στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής σκηνής των αρχών του 21ου αιώνα.
Ο Μικρός Φίλος
Το δεύτερο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ, που κυκλοφόρησε από την εκδοτική εταιρία Alfred A. Knopf το 2002, είναι αρκετά διαφορετικό από το πρώτο. Με την φήμη πως κόστισε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια στον εκδότη και με τα έξοδα της αγοράς των δικαιωμάτων να ισοσταθμίζονται με τα έσοδα σε λιγότερο από έναν ολόκληρο χρόνο, ο Μικρός Φίλος κέρδισε λογοτεχνικές διακρίσεις μεγάλης σημασίας και προκάλεσε αίσθηση στους κριτικούς και στο αναγνωστικό κοινό.
Όπως αναφέρει η ίδια, μετά την Μυστική Ιστορία, της οποίας η επιτυχία μάλλον την ταρακούνησε, προτίμησε να γράψει κάτι που δεν θα έμοιαζε με το πρώτο της μυθιστόρημα. Αποσκοπούσε στο δεύτερο να ασχοληθεί με μια διαφορετική παρτίδα ζητημάτων, που για την διατύπωσή της θα χρησιμοποιούσε και μια διαφορετική αφηγηματική τεχνική. Ως εκ τούτου, για να αποφύγει την επανάληψη της εσωστρεφούς αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο που έδωσε πνοή στον Ρίτσαρντ Παπέν, στράφηκε στην τριτοπρόσωπη και μάλιστα πολυφωνική στρατηγική, την εκτέλεση της οποίας στην αρχή εξέλαβε ως πρόκληση: σύμφωνα με πολλούς, συγγραφείς και μη, η πολυφωνική αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο είναι η πιο απαιτητική τεχνική.
Το 1964, την ημέρα της Γιορτής της Μητέρας, η οικογένεια Κλιβ–Ντάφρεσνες πλήττεται από μια τραγωδία: ο εννιάχρονος Ρόμπιν, ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά του νοικοκυριού, βρίσκεται απαγχονισμένος στην μπροστινή αυλή. Η Άλισον, τεσσάρων ετών, και η Χάριετ, ενός έτους, όταν ο αδελφός τους δολοφονήθηκε έπαιζαν στην βεράντα, σε μικρή απόσταση από το δέντρο που βρέθηκε κρεμασμένος. Το έγκλημα, που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ και, ελλείψει στοιχείων, δεν αποσαφηνίστηκε από τους αρμόδιους ιατροδικαστές εάν επρόκειτο για δολοφονία ή αυτοκτονία, επέφερε την διάλυση της οικογένειας· η Σάρλοτ Κλιβ-Ντάφρεσνες, η μητέρα, παραιτήθηκε από την ζωή και αρνήθηκε να συνέλθει για να μεγαλώσει τις κόρες της, και ο Ντιξ Ντάφρεσνες, ο πατέρας, προφασιζόμενος επαγγελματική αναγκαιότητα μετακόμισε σε άλλη πολιτεία για να απελευθερωθεί από την μιζέρια της συζύγου του. Τα δυο κορίτσια ανατράφηκαν πρωτίστως από την Ίντα-Ρω, την οικιακή βοηθό που κατέληξαν ν’ αγαπούν περισσότερο από την μητέρα τους, μιας και ήταν σε όλη τους την ζωή απούσα, και δευτερευόντως από την εκκεντρική γιαγιά τους, την Έντι, και τις τρεις αδελφές της.
Δώδεκα χρόνια μετά, οπότε και λαμβάνει χώρα η ιστορία, οι δυο αδελφές έχουνε μεγαλώσει εντελώς ανεξάρτητα, προσπαθώντας η καθεμιά τους να οχυρώσει τον εαυτό της για ν’ ανταπεξέλθουν στην πρόκληση ενός σπιτιού δίχως αγάπη. Η Άλισον βρίσκει καταφύγιο στον ύπνο και την τρυφερότητα που της λείπει στον Γουίνι, την ηλικιωμένη γάτα που κάποτε ανήκε στον αδελφό της, και η Χάριετ προσπαθεί να περνάει όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα μακριά από το σπίτι της. Είναι αυθάδης, πανέξυπνη και ανεξέλεγκτη, και προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να εκδικηθεί για τον θάνατο του Ρόμπιν – και, κατ’ επέκταση, για την έλλειψη αγάπης που επέφερε η διάλυση της οικογένειάς της.
Έτσι, όταν μαθαίνει μια παλιά ιστορία από τον Πεμ Χουλ, τον μεγαλύτερο αδελφό του Χίλι, του καλύτερού της φίλου, αρχίζει στο μυαλό της να παίρνει μορφή η ιδέα της εκδίκησης. Ένα αγόρι που λεγότανε Ντάνι Ράτλιφ κόμπαζε στο σχολείο πως είχε σκοτώσει τον Ρόμπιν λίγες μόλις ημέρες μετά την ταφή του, και μια τέτοια δήλωση, παρότι δεν ήταν ο μόνος που το είχε ισχυριστεί και είχε σύντομα σταματήσει να το διαλαλεί, ισοδυναμεί στο μυαλό της με ειλικρινή ομολογία. Κρίνει πως ο Ντάνι είναι ο ένοχος και αποφασίζει να τον σκοτώσει, και μαζί με τον Χίλι, που θα έκανε τα πάντα για να της αποδείξει πως αξίζει να είναι φίλος της, ξεκινάνε να καταστρώνουν ένα σχέδιο για να τον εξοντώσουν.
Παράλληλα, ο Ντάνι Ράτλιφ, πλέον είκοσι ενός ετών και έχοντας ήδη εκτίσει ποινή σε σωφρονιστικό ίδρυμα για κάποιο νομικό πταίσμα, προσπαθεί να απαλλαγεί από την δεσποτεία του παρανοϊκά αυταρχικού αδελφού του, Φάρις, που μετά τον θάνατο του πατέρα τους ανέλαβε την προστασία της οικογένειας. Οι πέντε αδελφοί Ράτλιφ είναι άποροι, και έχουν καταλάβει δυο τροχόσπιτα σε κάποιο αδιανέμητο τμήμα γης της Αλεξάνδρεια. Ο Φάρις κερδίζει τα προς το ζην παράγοντας κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη στο τροχόσπιτο που μοιράζεται με τον Ντάνι, και η διπολική διαταραχή του, που εντάθηκε από την στιγμή που αποτυχημένα προσπάθησε να αυτοκτονήσει με σφαίρα στο κεφάλι, τον καθιστά, ιδίως με τον Ντάνι, τρομερά βίαιο. Έτσι ο Ντάνι, για να ξεφύγει από την εξαθλίωση και την καταπίεση που υφίσταται από τον αδελφό του, σχεδιάζει να του κλέψει ένα φορτίο κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και να διαφύγει σε άλλη πολιτεία.
Η ιστορία εκτυλίσσεται κυρίως μέσα από την οπτική της Χάριετ και του Ντάνι, ωστόσο διανθίζεται και με αφήγηση εκ μέρους άλλων μελών των οικογενειών Κλιβ-Ντάφρεσνες και Ράτλιφ. Η δυναμική Έντι, ο πάστορας Γιουτζίν Ράτλιφ και η θλιμμένη Άλισον εμφανίζονται τακτικά, δίνοντάς μας την δυνατότητα να γνωρίσουμε τις δύο οικογένειες εκ των έσω. Οι ζωές τους διασταυρώνονται με περιπλέκονται με βαναυσότητα που δυσχεραίνει την καθημερινότητα όλων τους, με τον Ντάνι να θέλει να ξεφύγει από το κακοποιητικό περιβάλλον του και την Χάριετ να προσπαθεί να τον σκοτώσει για να εκδικηθεί για ένα έγκλημα που είναι άγνωστο αν έχει διαπράξει, και οδηγούνται έτσι σε μια κορύφωση που στο τέλος φαντάζει ως κάθαρση και καταδίκη ταυτόχρονα.
Η ξεχωριστή γλώσσα της Ταρτ, αποτέλεσμα αφοσιωμένης εργασίας και απομόνωσης, δίνει ζωή σε μια ιδιόρρυθμη ιστορία ενηλικίωσης. Η Χάριετ είναι ένα μικρό κορίτσι που αναγκάστηκε να ωριμάσει με την βία, χωρίς την επιλογή της εμπειρίας μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας, επειδή ως απόρροια της αδιαφορίας της μητέρας της έπρεπε μόνη να φροντίσει τον εαυτό της. Η Ταρτ ως ψυχογράφος ανταποκρίνεται με μεγάλη επιτυχία στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα του παιδιού και του κόσμου όπως τον αντιλαμβάνεται μέσα από την οπτική του, αλλά και της πρώτης του επαφής με την ενήλικη πλευρά της ζωής που το αφήνει μπερδεμένο, αδικημένο και πληγωμένο. Παρά την ευφυία της η Χάριετ παραμένει ένα δωδεκάχρονο κορίτσι καθ’ όλη την διάρκεια της αφήγησης, που είναι μεν ικανό να λάβει πρωτοβουλίες, να δράσει με αποτελεσματικότητα και να θέσει στόχους, αλλά δεν απαλλάσσεται από το παιδικό πείσμα, την παραπλανητική βεβαιότητα του δίκιου του κι ας αμφισβητείται από την ενήλικη λογική, κι από την ξεροκεφαλιά που το παγιδεύει στις παράτολμες συγκυρίες που διαμορφώνει με την άγνοιά του. Η Ταρτ θυμάται πώς είναι να είσαι παιδί, και το αποδεικνύει με συγκινητική ακρίβεια μέσα από τα μάτια της Χάριετ.
Ο θάνατος, η κατάθλιψη και η εμμονή επαναλαμβάνονται ως σταθερές θεματικές του έργου της και στον Μικρό Φίλο. Η δολοφονία του Ρόμπιν, η απομόνωση της Άλισον και η συντριπτική της μελαγχολία, αλλά και η εμμονή της Χάριετ με τον Ντάνι Ράτλιφ και τον θάνατο δομούν ολόκληρη την ιστορία, και της δίνουν αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ανθρώπινης φθοράς που προκύπτει τόσο από τον πηγαίο συναισθηματισμό που φέρει μονάχα αρνητικό πρόσημο, όσο κι από την επίμονη αδιαφορία της κοινότητας εμπρός στην εμφανή δυστυχία. Ένα ακόμη από τα ζητήματα που θίγονται εδώ είναι η συμπεριφορά των λευκών απέναντι στην κοινότητα των έγχρωμων της πολιτείας τους, που είχε απασχολήσει την Ταρτ και κατά την παιδική της ηλικία. Η Σάρλοτ Κλιβ φέρεται πολύ σκληρά στην οικιακή της βοηθό, ενώ η μαύρη Ίντα-Ρω είναι εκείνη που συντηρεί ολόκληρο το νοικοκυριό. Η οικογένεια Χουλ αντιμετωπίζει φρικτά τις δικές της οικιακούς βοηθούς, ενώ το περιβάλλον της Χάριετ, η οποία αγαπάει την Ίντα-Ρω σαν μητέρα και δυσκολεύεται να ανεχτεί τέτοιες συμπεριφορές εκ μέρους των υπολοίπων, εκτός από μικρές εξαιρέσεις δεν υπολογίζει τους έγχρωμους πολίτες ως ανθρώπους του ίδιου επιπέδου με τους λευκούς. Τέλος, μέσω του Ντάνι Ράτλιφ δίνεται έμφαση στην φτώχεια του αμερικανικού νότου και στην εξαθλίωση με την οποία συνεπάγεται, αλλά και στην ενδοοικογενειακή βία που οδηγεί σ’ έναν νέο κύκλο απώλειας, θρήνου και εμμονής.
Ο Μικρός Φίλος έλαβε μικτές κριτικές. Αν και αποθεώθηκε από πολλούς κριτικούς με επιρροή στον λογοτεχνικό χώρο, το αναγνωστικό κοινό δεν αντιμετώπισε το μυθιστόρημα με ενθουσιασμό. Δεν ήτανε λίγοι όσοι υποστήριξαν πως δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον σκοπό του κειμένου, την πλοκή του και το πλήθος των χαρακτήρων, ενώ δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που εν τέλει δεν ολοκλήρωσαν την ανάγνωση. Ωστόσο, παρά την αμφιβολία του κοινού, το βιβλίο απέσπασε σημαντικές βραβεύσεις. Διακρίθηκε με τα βρετανικά WH Smith Literary Award και Women’s Prize for Fiction, αλλά και με αμερικανικά έπαθλα μικρότερης σημασίας. Θεωρείται ομοφώνως το πιο αδύναμο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ, και προκαλεί ακόμη μεγάλη διχογνωμία στην λογοτεχνική σκηνή.
Η Καρδερίνα
Το τρίτο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ, που κυκλοφόρησε το 2013 από την εκδοτική εταιρία Little, Brown, γνώρισε επιτυχία ακόμη μεγαλύτερα από τα δύο προηγούμενα. Με την θεματολογία της να άπτεται τόσο της Μυστικής Ιστορίας όσο και του Μικρού Φίλου, η Καρδερίνα, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, προκάλεσε τέτοια εντύπωση σε επίπεδο διεθνές, ώστε το 2014 διακρίθηκε με βραβείο Pultizer.
Λόγω του κλασικού ακαδημαϊκού της προσανατολισμού, αλλά και της επιρροής που άσκησαν η ελληνική και η ρωμαϊκή αρχαιότητα, τις οποίες μελετούσε, στην εξέλιξη της δυτικής ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, η Ταρτ ασχολήθηκε με την κλασική τέχνη κατά την διάρκεια των σπουδών της. Μελετώντας τον αντίκτυπο της ελληνορωμαϊκής παράδοσης στην διαμόρφωση της δυτικής τέχνης, ιδίως κατά την περίοδο του Μπαρόκ των Κάτω Χωρών, ήρθε σε επαφή με τον Ολλανδό καλλιτέχνη Κάρελ Φαμπρίτιους, τον περισσότερα υποσχόμενο μαθητή του Ρέμπραντ που έχασε την ζωή του στην αρχή της καριέρας του από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης του Ντελφτ, και με τον πιο γνωστό του πίνακα, την Καρδερίνα. Σε συνέντευξή της του 1992, που παραχωρήθηκε στο περιοδικό Vanity Fair με αφορμή την κυκλοφορία της Μυστικής Ιστορίας, αναφέρει πως οι καρδερίνες, τα ευφυή αποδημητικά πουλιά που φτιάχνουν τις φωλιές τους αργότερα απ’ όλα τα υπόλοιπα και που της θυμίζουν, με την συμπεριφορά τους, τον εαυτό της, είναι το πιο αγαπημένο της είδος. Το ερέθισμα των σπουδών της συνέπεσε κάποτε με την παιδική της συμπάθεια, και αποτέλεσμα της ένωσης ήταν το περισσότερο βραβευμένο της μυθιστόρημα: η Καρδερίνα.
Με όλη την σύγχυση ενός αφηγητή που παραληρεί από τον υψηλό πυρετό και που αγωνιά για την τύχη του σε μία ξένη χώρα, η Καρδερίνα ξεκινάει με μια εικόνα από το παρόν: ο Θίο Ντέκερ, είκοσι έξι ετών, βρίσκεται απομονωμένος σε κάποιο ξενοδοχείο του Άμστερνταμ και πασχίζει, ερευνώντας εφημερίδες γραμμένες στα ολλανδικά, να ανασυνθέσει τα κομμάτια ενός ατυχήματος βασιζόμενος σε φωτογραφίες με αστυνομική ταινία και περιπολικά. Αναζητά το όνομά του στις αράδες και διστάζει να ζητήσει από το προσωπικό να του μεταφράσει τα ρεπορτάζ και, όταν προς στιγμή ηρεμεί, θυμάται πως για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια ονειρεύτηκε την μητέρα του. Αφορμώμενος από το όνειρο ξεκινάει μια ανασκόπηση του παρελθόντος του, και την ξεκινάει επιστρέφοντας στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, την ημέρα που έχασε την μητέρα του.
Αρχίζει έτσι η μελαγχολική ιστορία ενός αγοριού που η μητέρα του, για να αποφύγουν την βροχή, το τράβηξε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με αποτέλεσμα, όσο περιπλανιούνταν στις συλλογές, να εγκλωβιστούν εκεί από την καταστροφή που προκάλεσε η βόμβα που εξερράγη στο πωλητήριο ως απότοκο τρομοκρατικής επίθεσης. Ο Θίο, που δεν ήταν μαζί με την μητέρα του κατά την έκρηξη, συνήλθε πλάι σ’ έναν άγνωστο, τον παππού της κοπέλας που παρορμητικά ακολούθησε επειδή την είδε ως τον τέλειο ξένο, που του έδωσε ένα δαχτυλίδι και του ζήτησε να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του. Και μ’ αυτό, τον προέτρεψε να πάρει μαζί του κι έναν μικρό πίνακα, αυτόν που η μητέρα του ήθελε να δει όταν του πρότεινε να αναζητήσουν καταφύγιο από την βροχή στο μουσείο, που ήταν άθικτος από την έκρηξη: την Καρδερίνα του Κάρελ Φαμπρίτιους. Συγχυσμένος από τα τραύματα και όχι ολότελα παρών από την ανησυχία του για την μητέρα του, ο Θίο πήρε τον πίνακα και τον πήγε στο σπίτι.
Με τα νέα του θανάτου της μητέρας του και με δεδομένη την απουσία του πατέρα του, που τους είχε εγκαταλείψει έναν περίπου χρόνο πριν την επίθεση, ο Θίο αναγκάζεται να ξεκινήσει ένα καινούριο κεφάλαιο στην ζωή του γεμάτο αστάθεια, θλίψη, ενοχή και εμμονή. Μεταφέρεται προσωρινά στο σπίτι των Μπάρμπουρ, της οικογένειας ενός καλού του φίλου που παρά την ιδιορρυθμία της τον αποδέχεται με τρυφερότητα, με την έμμεση βοήθεια των οποίων – κυρίως του φίλου του, του Άντι – ανακαλύπτει τον παραλήπτη του δαχτυλιδιού που του εμπιστεύτηκε ο άγνωστος στο μουσείο. Ο Χόμπι συντηρεί αντίκες στο κέντρο της Νέας Υόρκης και φροντίζει την Πίπα, την εγγονή του συνεργάτη του και τέλειο ξένο στα μάτια του Θίο, που από την έκρηξη έχασε τον παππού της και υπέστη σοβαρά τραύματα στο κεφάλι. Ωστόσο, ακριβώς την στιγμή που ξεκινάει να τακτοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σε σχέση με την επίθεση και να βρίσκει τρόπο να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στον Χόμπι με την Πίπα και τους Μπάρμπουρ, αναγκάζεται να φύγει. Ο πατέρας του, μαζί με την νέα του σύντροφο που είναι απρόθυμη να τον αναλάβει, επανεμφανίζεται στην ζωή του και τον παίρνει μακριά από τους φίλους και τον κόσμο του.
Η ζωή του στο Λας Βέγκας με τον μονίμως απών πατέρα του και την αδιάφορη Ξάντρα τού είναι αβάσταχτη, μέχρι που γνωρίζει τον Μπόρις Παυλίκοφσκι. Ο συμμαθητής του είναι γιος ενός Ουκρανού εργάτη που ειδικεύεται στην εξόρυξη μεταλλευμάτων και είναι εξίσου απών με τον Λάρι Ντέκερ και, με βάση τις κοινές τους εμπειρίες –ο Μπόρις έχει επίσης χάσει την μητέρα του–, χτίζουν μια δυνατή, ανθεκτική φιλία. Ο Θίο μαθαίνει τον κόσμο του Μπόρις, που αποτελείται από αλκοόλ, ναρκωτικά και ατέλειωτες νύχτες στην έρημο, που θα τον ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή, χωρίς ωστόσο να ξεχάσει τις δυο μεγάλες του εμμονές: την Πίπα και τον πίνακα, που είναι κρυμμένος πίσω από το κεφαλάρι του κρεβατιού του.
Η αφήγηση, που επιστρέφει στο πρώτο πρόσωπο κατά το πρότυπο της Μυστικής Ιστορίας, μένει αποκλειστικά στην οπτική του Θίο. Ξεδιπλώνεται έτσι αριστοτεχνικά η βαθιά θλιμμένη, ενοχική του σύλληψη μιας ζωής που κεντρικό σημείο της είναι ο θάνατος της μητέρας και ο πίνακας, που παρόλο που θεωρείται κατεστραμμένος από τις αρχές επανέρχεται τακτικά στον λογισμό του αφηγητή. Οι ενοχές, η οργή και οι ψυχωσικές συμπεριφορές του διαμορφώνουν την ιστορία που η ψυχογράφος Ντόνα Ταρτ συνθέτει ξανά με βάση τον αστείρευτο συναισθηματικό πλούτο της, που με την ένταση και την ορμή του θυμίζει για άλλη μια φορά συγκεκαλυμμένη εξομολόγηση. Η προσεκτικά ζυγιασμένη γλώσσα, ο φιλοσοφικός και συναισθηματικός λυρισμός και η χαρακτηριστική της μελαγχολία διανθίζονται τώρα από τα αριστουργήματα της κλασικής τέχνης, περιτυλίγοντας τον Θίο μ’ έναν αέρα λογίου.
Η εμμονή εδώ είναι πολύ περισσότερο παρούσα απ’ ό,τι στην Μυστική Ιστορία και στον Μικρό Φίλο. Ο Θίο από την αρχή ως το τέλος παραμένει εμμονικά ερωτευμένος με την Πίπα, η οποία σε λίγο μετακινείται σε άλλη πολιτεία και, αργότερα, σε άλλη ήπειρο, παρόλο που εκείνη δεν δείχνει ν’ ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Η εμμονή του με τον πίνακα και με την σχέση του με τον Μπόρις αποτελούν μοτίβα που επανέρχονται τακτικά, πιο δικαιολογημένα μεν αλλά εξίσου ψυχωτικά, όπως και η ανάγκη του για χρήματα. Ο θάνατος και η θλίψη, χαρακτηριστικά της γραφής της Ταρτ και έντονα παρόντες και στα άλλα της μυθιστορήματα, φέρονται κι εδώ ως ένας ακλόνητος αφηγηματικός πυρήνας. Προστίθενται ωστόσο τα ζητήματα των ναρκωτικών, στα οποία ο Θίο και ο Μπόρις καταφεύγουν για ν’ αντέξουν μια πραγματικότητα δίχως ενδιαφέρον, και της απάτης, εύκολης λύσης με την οποία βολεύονται πολλοί από τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα.
Πέρα από το λογοτεχνικό βραβείο Pultizer, μια από τις σημαντικότερες διακρίσεις διεθνώς, η Καρδερίνα έχει αποσπάσει επτά ακόμη μεγάλα λογοτεχνικά έπαθλα. Το 2019 κυκλοφόρησε η επιτυχημένη κινηματογραφική της μεταφορά στις μεγάλες οθόνες και αποθεώθηκε από τους κριτικούς και τους αναγνώστες, με τους χαρακτήρες να μεταγλωττίζονται κινηματογραφικά από μεγάλα ονόματα του διεθνούς σινεμά (Nicole Kidman, Ansel Elgort, Aneurin Barnard κ.ά.). Το μυθιστόρημα έμεινε για είκοσι έξι εβδομάδες στην κορυφή της λίστας των best-seller των New York Times, και συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στα είκοσι πιο δημοφιλή πεζογραφήματα της δεκαετίας 2010-2020.
Ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν μελετώντας το έργο της Ντόνα Ταρτ, είναι σε ποια λογοτεχνική κατηγορία κατατάσσεται. Με επαναλαμβανόμενα θέματα το ατιμώρητο έγκλημα, την ηθική παραφορά, τις ενοχές, τον θάνατο και την θλίψη, με την ίδια την εγκληματική πράξη να λαμβάνει χώρα στο παρασκήνιο και να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας και στον αντίκτυπο που έχει στην ζωή, τα μυθιστορήματά της συνδυάζουν χαρακτηριστικά μυστηρίου και κοινωνικού δράματος. Αν και το στοιχείο της ασάφειας, κυρίως στον τομέα της ευθύνης, είναι κυρίαρχο στις ιστορίες της –ιδίως στα δύο τελευταία της μυθιστορήματα–, τα μεγάλα μυστήρια της πλοκής πολλές φορές δεν επιλύονται. Γι’ αυτό ακριβώς το στοιχείο κατηγορείται, ωστόσο από πλευράς μου πιστεύω πως έτσι δίνει μια πιο αληθοφανή, πιο προσγειωμένη προσέγγιση της ζωής.
Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από την συνέντευξή της στην εφημερίδα The Guardian το 2002, όπου συζητά την δική της οπτική σε σχέση με την παραγωγή και την έκδοση σε μια ανταγωνιστική, διεθνή λογοτεχνική σκηνή:
«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα χειρότερο από το να πρέπει να παραδίδω ένα βιβλίο τον χρόνο. Θα ήτανε κόλαση. Το πρόβλημα με την επιτυχία είναι ότι οδηγεί τον δημιουργό στην υπερπαραγωγή. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, ήμουν πολύ μπερδεμένη γιατί πετάχτηκα σ’ έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζα τίποτα. […]. Ήταν ένα σοκ. […]. Άτομα που γνώριζες και μιλούσες, και δημοσιογράφοι, ξαφνικά σε ρωτούσαν ‘Τι θα κάνεις τώρα για να ξεπεράσεις αυτό εδώ; Αν τ’ όνομά σου δεν είναι επίκαιρο σε δυο χρόνια, οι αναγνώστες θα σε ξεχάσουν’. Τι είναι αυτά που λένε; Ο Γουίλιαμ Στάιρον είπε, όταν ήταν περίπου στην ηλικία μου, ότι συνειδητοποίησε πως έχει πέντε βιβλία μέσα του, και δεν ήταν κάτι κακό. Νομίζω πως κι εγώ έχω τον ίδιο αριθμό. Πέντε».
Και:
«Οι περισσότεροι λένε πως η τελειομανία είναι κακή. Αλλά η τελειομανία είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και ζωγράφισε την Καπέλα Σιξτίνα, εντάξει; Η τελειομανία είναι καλή. Σήμερα όλα στρέφονται γύρω από την παραγωγή και την οικονομία. Δεν θέλω να γίνω ο διευθύνων σύμβουλος κάποιας εταιρίας, της Donna Tartt Inc. Εργάζομαι με τον ίδιο τρόπο που εργαζόμουν πάντα, και δεν θέλω κάποιο μεγάλο γραφείο και μια φανταχτερή υπηρεσία και άλλους να μου σηκώνουν το τηλέφωνο».
Πηγές:
Adams, T. 2013. «Dnna Tartt: the slow-burn literary giant». Στην εφημερίδα The Guradian: https://www.theguardian.com/theobserver/2013/oct/13/donna-tartt-quiet-american-profile (09.07.2020).
Kaplan, J. 1992. «Introducing Donna Tartt». Στο περιοδικό Vanity Fair: https://www.vanityfair.com/news/1992/09/donna-tartt-the-secret-history (07.07.2020).
Shamsie, K. 2013. «The Goldfinch». Στην εφημερίδα The Guardian: https://www.theguardian.com/books/2013/oct/17/goldfinch-donna-tartt-review (09.07.2020).
Vinter, K. 2002. «A Talent to Tantalise». Στην εφημερίδα The Guardian: https://www.theguardian.com/books/2002/oct/19/fiction.features (08.07.2020).
*Γράφει η Έρση Λάβαρη.
H Έρση Λάβαρη γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και σπουδάζει στον τομέα
Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών. Αγαπάει τους πολιτισμούς της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και
κάθε αρχαιολογική έρευνα που τους αφορά, την κλασική τέχνη, τα ταξίδια, τα
αγχέμαχα όπλα και την λογοτεχνία. Αν και ήταν ονειροπαρμένη από μικρή
αποφάσισε να ξεκινήσει μια προσπάθεια καταγραφής των φανταστικών της κόσμων
μόλις στα τέλη της εφηβείας της, και αποτέλεσμα αυτού του συγγραφικού της
εγχειρήματος είναι τα ως τώρα τρία της βιβλία. Ελπίζει να έρθουν περισσότερα στο
μέλλον.