ἔπεα πτερόεντα,

 

Κείμενα  Ανησυχίας

Γράφει η Μαρία Πανούτσου.

 

L’enfer, c’est les autres
Jean-Paul Sartre

 

 

Τα Κείμενα Ανησυχίας είναι επικοινωνία με τους άλλους καλλιτέχνες και το έργο τους. Κείμενα που γράφτηκαν μετά τον ερεθισμό που μου προξένησε η δουλειά τους. Είναι η ματιά μου στο έργο των άλλων. Αλλά πως μπορείς να μιλήσεις για το έργο των άλλων, χωρίς να μιλήσεις και για σένα;

Τα Κείμενα Ανησυχίας είναι προσεγγίσεις ‘στο έργο’ στην δράση, των ανθρώπων. Απλοί εργάτες, τεχνίτες, επιστήμονες, καλλιτέχνες. Μια ματιά στο έργο τους, δηλαδή στην ζωή τους. Γιατί όμως η ανησυχία; Η ανησυχία είναι η αμφιβολία για ό, τι βλέπω και για τον τρόπο που το βλέπω. Είναι για την ματιά μου και το στοίχημα για μια ισορροπία μεταξύ της υποκειμενικής και αντικειμενικής θεώρησης, για μια αλήθεια που είναι κινούμενη άμμος. Για ένα σύννεφο που είναι η ζωή μας, για το πουλί που σπαρταρά στο στήθος μου και καταλαγιάζει μόνο για λίγο στην αγκαλιά του αγαπημένου, ή στο τέλος μια σημαντικής προσπάθειας.

Οι άλλοι, ο άλλος, αυτή η μάχη με την αποδοχή του εαυτού μας ουσιαστικά. Αναγνωρίζω τον άλλον σημαίνει ότι έχω βάλει κάποια όρια  σε μένα και εκεί που λιώνουν – τελειώνουν -τα όρια μου, μπορώ να δεχτώ την εφαπτομένη ενέργεια των άλλων. Μια μάθηση που ξεκινά από την παιδική ηλικία.

Η ανησυχία εμφανίζεται στην πρώτη επαφή μου με κάτι νέο. Μια πόρτα ανοίγεται ένας καθαρός αέρας φυσάει, έστω και για λίγο, όσο κρατήσει αυτός ο ερεθισμός, που σε κάποιες περιπτώσεις κρατά μια ζωή όπως η περιέργεια μου για τον Πικάσο και το έργο του.

Ζωγράφοι, μουσικοί, συγγραφείς, ποιητές, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δάσκαλοι, κτίστες,  μαραγκοί, απλοί άνθρωποι, που με εντυπωσίασαν και με κέρδισαν με την γνησιότητά τους.

Τα κείμενα αυτά θα εκφράζουν αισθήματα ανησυχίας για μένα και για τους άλλους με πληθώρα ερωτημάτων που προκύπτουν αφού ή επαφή με έναν άνθρωπο ή το έργο του είναι ένα ταξίδι που ποτέ δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει.

Το κοινό σε όλα τα κείμενα αυτά, είναι ότι όλα θα αφορούν τους άλλους, μια αέναη προσπάθεια για την ουσία της ζωής μας, που είναι οι άλλοι, ο άλλος.

Παράδεισος και η κόλαση η σχέση μας με τους άλλους και πως απομονώνουμε μέσα από την διεργασία αυτή και προφυλάσσουμε, την δική μας πνευματικότητα.

Το να γνωρίσεις τα όρια σου και να τα αποδεχθείς, κάπως ημερεύει. Σε όλη σου την ζωή σε γαργαλάει ένα πέταγμα κάτι το ατελές, που μοιάζει σαν να έχεις αργήσει σε ένα ραντεβού  και είσαι βιαστικός γιατί κάτι σε περιμένει, αλλά δεν ξέρεις τι ακριβώς. Κάτι αυτό το κάτι σε σπρώχνει να χαρείς την ύπαρξη σου χωρίς εκπτώσεις, να μετράς τον χρόνο που σου δόθηκε, για να ολοκληρώσεις την διεργασία αυτή, με ανυπομονησία, με την χαρά παιδιού που γνωρίζει έναν νέο φίλο.

Τα κείμενα αυτά είναι κείμενα αγάπης και εκτίμησης στο έργο των άλλων και όταν ακόμη  δεν έχω εκφραστεί πάντα με κολακευτικά λόγια.

Εξάλλου «ο λόγος» των άλλων είναι για μας βάλσαμο ακόμη και πικρόχολος αν είναι, έτσι  το αντιλαμβάνομαι εγώ. Ζυγιαζόμαστε σαν τα πουλιά στον αέρα.

Ίσως η προσέγγιση μου να είναι κάποιες φορές παιδική ή εφηβική, αλλά και αυτό δεν με τρομάζει – όχι ότι δεν τρομάζω γενικά -αλλά να, τίποτα δεν κρατά αιώνια, ούτε ο τρόμος.

Μαρία Πανούτσου.

 

     

Βασίλης  Λαλιώτης                         

      Βορειοδυτικό Πέρασμα

                                                                    ποιητική  συλλογή

“Έκσταση του ιερέα του Αγίου Αντωνίου” ή “Θάνατος του ηγουμένου του Αγίου Αντωνίου”, Francisco de Goya. ή Giaquinto Corrado ??
Σήμερα στα Κείμενα Ανησυχίας η ποιητική συλλογή  Βορειοδυτικό Πέρασμα  εκδόσεις  Ενδυμίων  2020  του Βασίλη Λαλιώτη.

 

 

Σε κάθε άνθρωπο του έπρεπε να μιλάμε μια γλώσσα διαφορετική
σε κάθε φίλο του έπρεπε να μιλάμε μια γλώσσα διαφορετική
για να μπορεί να μας καταλαβαίνει,
μα η γλώσσα η προσωπική είναι τόσο πιστή στον εαυτό της,
τόσο ανεπικοινωνιακή
  Luis Rosales, (μετφρ.: Βασίλης Λαλιώτης)

 

 

Πρώτη ανάγνωση

 

Στο ερώτημα τι είναι ποίηση, ας έρθουμε σε επαφή με την συλλογή ποιημάτων του Βασίλη Λαλιώτη, Βορειοδυτικό Πέρασμα εκδόσεις Ενδυμίων 2020.

Η απάντηση έρχεται αβίαστα καθώς διαβάζουμε το ένα ποίημα μετά το άλλο. Είναι μια συλλογή για την επικοινωνία με την  τέχνη της ποίησης, μια διδαχή στους νέους ποιητές και μια εξήγηση για πιο λόγο γράφει κανείς.

Η ποίηση του, περιέχει όλη την νοσταλγία της γραφής, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, την θλίψη και γοητεία του χρόνου που δεν σταματά για μια στιγμή και που περιέχει την ομολογία του φόβου του θανάτου, καθώς και την ομολογία της μόνης βεβαιότητας “της ύπαρξης του τέλους’’ .

Αυτός ο καθορισμός των ορίων μιας ανθρώπινης διαδρομής, που στοιχειώνει κάθε έκλαμψη, κάθε τι χαρούμενο, επιθυμητό, είναι το μοτίβο που επανέρχεται και ενώνει όλο το έργο.

 

 

Καθημερινότητα, έρωτας, θάνατος, ανοίκειος παράδεισος.

 

Η χρήση του υλικού του, η σύνθεσή του, δημιουργεί τους δικούς του κανόνες και η γνήσια αίσθηση της ελληνικής γλώσσας, καθώς ο αναγνώστης περνά από στίχο σε στίχο. Εδώ δεν έχουμε την εντύπωση μιας σύγχρονης μετάφρασης της ελληνικής γλώσσας που συχνά συναντώ στην ποίηση. Το λέω αυτό  γιατί η σχέση μας με την γλώσσα κινδυνεύει τα τελευταία 20 χρόνια και συχνά οι επιρροές μας από τον σύγχρονο τρόπο ομιλίας και έκφρασης αποτυπώνεται και σε πολύ πιο προσωπικά κείμενα. Στην ποίηση του Βασίλη Λαλιώτη, δεν θα το συναντήσουμε αυτό.

Οι εικόνες γήινες, αναγνωρίσιμες, μπερδεύονται με συνειρμούς και σύντομα αφήματα ανεξήγητα, σε μια πρώτη ματιά στον αναγνώστη για να αφήσει αμέσως μετά ο ποιητής, να φανερώνεται δειλά, συνεσταλμένα σχεδόν με μια εφηβική συστολή, η ζωή του, με μικρές παραπομπές, σε μνήμες που τον έχουν σημαδεύσει και θα τις πάρει μαζί του στον τελευταίο ασπασμό (της αδελφής ένα κορδελάκι).

Οι αρχές του ποιητή και η σχέση του με τον τόπο του, και το προσωπικό του σύμπαν, αλλά και η παιδεία του, ξεδιπλώνονται καθώς μεταμορφώνει τις επιρροές και τις εμπειρίες ζωής  σε στίχο λιτό καθαρό, σύντομο για να να είναι όσο γίνεται πιο ξεκάθαρες οι προθέσεις του, στον αναγνώστη. (Οι Συνειρμοί από το αγαπημένα μου της συλλογής)

Στίχος με σύντομο ρυθμό, αποφθεγματικός, προσωπικός κρυφός και φανερός εναλλάσσεται καθώς στοχεύει συνειδητά ή ασυνείδητα να δηλώσει την ενότητά του με το παρελθόν, φιλοσοφικό πολιτικό, κοινωνικό του τόπου, που τον γέννησε. Ο ρυθμός του με επαναφέρει  στην ποιητική φόρμα- ελεύθερα κλειδωμένη- καθώς όταν τον διαβάζω, ξεχνιέμαι νομίζοντας ότι είμαι μπροστά σε ένα μονόλογο.

Δεν είναι το τι λέει, εξομολογείται και αφηγείται, είναι ο ρυθμός που το λέει και οι σπαρτές  στιγμές που του ξεφεύγουν και έτσι πλησιάζουμε πιο κοντά στην βαθύτερη κρυφή  του ουσία και δεχόμαστε την ελλειπτική πλευρά της ποίησής  του, που καμιά φορά γίνεται  ερμητική για ένα δευτερόλεπτο μόνο – δεν επιτρέψει παραπάνω – δεχόμαστε λοιπόν με το σώμα μας και με την μη λογική προσέγγιση, με το άφημα στις λέξεις, στις εικόνες, στις μεταφορές, στο μέτρο και την εναλλαγή των ρυθμών, να μας μαθαίνουν μια άλλη γλώσσα, την γλώσσα της ποίησης  ενός συγκεκριμένοι ποιητή, του Βασίλη Λαλιώτη.

Και όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής για τον ποιητή Λεοντάρη κάτι που ισχύει και για την δική του ποίηση ….’’Μια διαρκής αυτοσυνειδησία για τη δράση της ποίησης μέσα στην κοινωνία, για την όλο και περισσότερο πτωτική πορεία του ποιητή ως τη γραφικότητα των ημερών’’ *  

 

 

-Κοίτα  μου λέε,

έξω από ένα  φαρμακείο

πρωσσικό γαλάζιο

 

ή

 

και ο καφές που ετοίμαζα 

μου έστειλε πίσω το σώμα μου

 

ή

 

Νυχτώνει,  πάω ν΄ ανάψω την φωτιά

σαν μια επιστροφή από τόσο χρόνο.

 

ή

 

Γιατί η πληγή με την γραφή της

δεν καταδέχεται να ΄ναι πληγή

μα το γραπτό της ρόδο

 

ή

 

Απ΄ αυτή  την σιωπή  με τα τρεχούμενα νερά

γύρω από το σπίτι με την έγνοια να τραφεί

η φωτιά με τον ντουφέκι αφημένο

 

ή

 

γιατί η γνώση του θανάτου του  είναι μεγάλη

για  ένα τόσο μικρό πλανήτη

 

ή

 

Κλείνεις  την πόρτα  της αυλής

μη βγει στο δρόμο το σκυλί

κι ας το απόθεσες  εχτές την νύχτα

με την ελάχιστη φροντίδα  να μην υποφέρει.

 

ή 

 

Να μην έχεις γίνει να μην

να πέφτεις  σαν το φύλλο

κάθε φθινόπωρο

 

ή

 

΄….Πάνε να ρίξουνε νεκρούς 

στις εικόνες απ΄ την φύση

όλων  τον γερμανόφωνων ποιημάτων

 

ή

 

Αν με ρωτούσες τι θέλω ακριβώς

θα έλεγα: γερμανικά ποιήματα

μα όχι σαν αυτούς

που δεν του έμεινε ελπίδα

 

 

 

Μου άρεσε η εναλλαγή των κατευθύνσεων στο ίδιο ποίημα, πως από το προσωπικό στο συλλογικό και τανάπαλιν. Πως τα αντικείμενα γίνονται υποκείμενα και τανάπαλιν.

Δεν τον ενδιαφέρει να εντυπωσιάσει με πρωτοτυπίες αν και δεν συναντάς χιλιοειπωμένες εικόνες, κρατά ένα μέτρο σε αυτό το θέμα, όσο τον ενδιαφέρει – και αυτό γίνεται μόνο του  διότι είναι τα δακτυλικά του αποτυπώματα – η σχέση του με το παρελθόν της ελληνικής ποίησης. Κάθε του στίχος φορέας φιλοσοφικής σκέψης για τον κόσμο του και την ζωή του μα και την ζωή και τον κόσμο γενικότερα, από την γειτονιά του μέχρι πέρα  από τον Ατλαντικό. Συχνά έχω την αίσθηση – αίσθηση μόνο- ότι ακούω δημοτικό τραγούδι.

Ως ζωντανός τώρα έχει όλο τον χρόνο  ο ποιητής να μπορεί να επικαλείται τον θάνατο και τους νεκρούς του και να δημιουργεί ήδη ένα πέρασμα, σε μια αιωνιότητα. Μας επιστρέφει στην πρωταρχική ανάγκη μας για μια συνέχεια, πέρα από θρησκείες και δοξασίες και αυτό το τελευταίο, είναι για μένα  ένα από τα σημαντικά στοιχεία  αυτής της ποιητικής συλλογής.

 

Υπάρχει ο θάνατος και γύρω του

όλο και πληθαίνουν οι βουβοί

κατά τον ίδιο τρόπο που χάνεις το πολίτης

και σου μένει το ποιητής.

 

 (Από την Κατάφαση)

 

 

Δεύτερη  ανάγνωση

΄

 

Η συλλογή απαρτίζεται από 61 ποιήματα (7-68).

Θα έδινα τον τίτλο Εγκράτεια στην συλλογή, (από τα θετικά της συλλογής) εκτός από ένα ποίημα που θυμίζει προηγούμενη ποιητική συλλογή του ποιητή -Τα επείγοντα Περιστατικά – γιατί σε κάθε στίχο αυτής της συλλογής βλέπω μια αποφυγή λέξεων εικόνων που να ερεθίζουν αρνητικά ή να προκαλούν άμεσα  την ανάγνωση,  αντίθετα ακόμη και οι δύσκολες καταστάσεις όπως στο ποίημα –Τα Σκληρά Όρια – περιγράφονται σχεδόν ρομαντικά οι στιγμές, και με εγκράτεια. Σε αυτό το συγκεκριμένο ποίημα μάλιστα νοιώθω ότι οι επεξηγήσεις το περιορίζουν με κάποιο τρόπο, θα ήθελα να είναι πιο σύντομο, λιγότερο  συναισθηματικό, φαίνεται πως τον ποιητή τον βαραίνουν κάποιες δικές του αποφάσεις και επιλογές. 

Θα έδινα και ένα δεύτερο τίτλο  – Ο  Ποιητής ονομάζει τον ποιητή – για ένα μέρος της συλλογής, αυτό θα τολμούσα να πω, ίσως να είναι το αρνητικό της συλλογής αυτής γιατί μοιάζει η παρουσία του ποιητή να εμφανίζεται πολύ συχνά για να δηλώσει την ύπαρξή του, τις αδυναμίες του, άλλα κυρίως για υπερασπιστεί την ιδιότητά του ως ποιητή. 

Πιστεύω, εγώ ο αναγνώστης, ότι δεν χρειάζομαι κάτι τέτοιο, άλλα φαίνεται καθαρά ότι το χρειάζεται ο ποιητής και επομένως το αποδέχομαι για να μείνω σε ποιήματα και στίχους που πραγματικά μ’ αγγίζουν και με γεμίζουν με δύναμη ζωής, ανάσα ζωής  όπως… Ο Κοχλίας, Της ομίχλης, Το Κουρασμένο Ποίημα, Φορτηγά, Lied, Στο τζάκι, Το Μάθημα, Η Χάρη των πραγμάτων, Συγκατάνευση, … από τα καλύτερα της συλλογής. 

Καθώς διαβαίνεις από το ένα ποίημα στο άλλο σαν μια εικόνα φευγαλέα που βλέπεις καθώς τρέχει το τρένο που βρίσκεσαι μέσα αν και η παρουσία του ποιητή ως τρίτο πρόσωπο, δεν σε αφήνει να απομακρυνθείς και πολύ από το προσωπικό του βάσανο, που καθρεπτίζει και το γενικότερο βάσανο μια κοινωνίας. (κυρίως  ποίημα 65 της συλλογής )

Για μένα το ποίημά Ωμέγα  είναι το πιο δυνατό χωρίς να μπαίνει το προσωπικό στοιχείο  στο περιεχόμενο, όσο το πανανθρώπινο, παρά μόνο στο τέλος του ποιήματος, μια αλλαγή  λεκτικής διάθεσης, με την λέξη πνευμόνια που λίγο σοκάρει η λέξη αυτή στο τέλος έτσι  ξαφνικά ειπωμένη που εμφανίζεται, (και όμως τελικά  είναι όμορφα προκλητική), παρά όλη η περιγραφή της εικόνας.

 

Έχουμε δηλαδή μια ενδιαφέρουσα τελικής προσγείωση στο ποίημα.

Ξεχωρίζω και το  Ανάγνωση  όπως και Η  Μπαλάντα του  Καπνού.

 

Πιστεύω ότι οι ποιητές μπορεί να έχουν ενοχές που έχουν το πλεονέκτημα του χρόνου, για  αφιερωθούν στο γράψιμο. Αυτό φαίνεται στην συλλογή αυτή και αυτό είναι κάτι που νομίζω δεν αφορά την ποίηση.

Όμως αυτό ξεπερνιέται με το Ποίημα Η Επίσκεψη (εκτός από τους δυο τελευταίους στίχους) Το Μικρό Αντάζιο και Η Άννα που με δένουν με τον ποιητή άνθρωπο και με ξεναγούν με τέχνη στις επάλξεις της δικής του ζωής.

Γιατί τι είναι το ποίημα αν όχι μια εξομολόγηση αρχικά και πέρα από κάθε τι άλλο.

Το ερωτικό στοιχείο κρατά κάτι από τον άνδρα έφηβο και έχει πολύ ενδιαφέρον. Θα μείνω λίγο στο Το τρίπτυχο ένα αφιέρωμα στον έρωτα, λιτό  και παγωμένο συνάμα, σαν μάρμαρο που όμως έχει κρατήσει τη ζεστασιά των χεριών που το σμίλεψαν. Μαστοριά του ποιητή το τρίπτυχο αυτό.

 

 

                                                               Τρίπτυχο

 

1

 

Βλέπαμε θάλασσα

και η σκιά μιας κουρτίνας

με λίγο άνεμο

έκανε το φως υποφερτό.

 

Τοίχοι σεντόνια κρεβάτι λευκά

όπως μιλάς για πράγματα

όχι για συναισθήματα

 

Τα κουρασμένα μας κορμιά

μετά τον έρωτα

τα είχαν εξαντλήσει.

 

Το λευκό τόσο

μας τραβούσε προς αγάλματα

 

 

 

 

2

 

 

 

Υπάρχει μια αθέατη πλευρά σελήνης

σ’ όλα τα σώματα

 

Ό, τι από σένα βλέπω

το κόβουν οι φονιάδες που αγάπησαν

και γκρεμίστηκαν στο πραγματικό

 

Είσαι τα σπαρμένα μέλη μιας βίας

που μόλις συγκρατεί η ομορφιά

 

Για να μου είσαι ολόκληρη

πρέπει να κλείνω τα μάτια.

 

 

 

 

 

 3

 

 

Στον καθρέφτη κοιταζόμαστε

σαν τοιχογραφίες

μιας δικής μας Πομπηίας

 

Υπάρχουν μάρμαρα στα βουνά

που μας περιέχουν

σε λευκές στάσεις του έρωτα

 

Είμαστε κιόλας απανθρακωμένοι

με τα κορμιά ιερογλυφικό

σε ανασκαφές του μέλλοντος

 

 

Εκείνος που έχασε το δρόμο

έχασε μόνο το δρόμο

Εκείνος που έχασε το φίλο

έχασε μόνο το φίλο

Εκείνος που έχασε ένα έρωτα.

 

 

 

Επίλογος

 

Οι διαδρομές του μυαλού μου πολλές, καθώς περιφερόμουν στην συλλογή.

Αναρωτιόμουν, λυτρωνόμουν γοητευόμουν και πάλι γιατί και γιατί ερωτήματα και πότε πότε έλεγα, ναι και ναι και ναι ή πάλι ερωτήσεις για τον ίδιο, για μας, για τον τόπο.

Μαζί με στους στίχους του Βορειοδυτικού Περάσματος και σκέπτομαι πως δεν θέλω να τους αποχωριστώ. Μια συλλογή που με συγκίνησε άξια να διαβαστεί. Περιέχει τον αέρα του σήμερα και την χροιά ενός παρελθόντος που έχει χαραχθεί στην μνήμη μας ανεξίτηλα.  Ζητήστε την.

 

                                             

 

                                                                 ΠΟΙΉΜΑΤΑ

 

 

Κρακοβία 3 Νοεμβρίου

 

 

 − Κοίτα, μου λέει,

έξω από ένα φαρμακείο,

πρωσσικό γαλάζιο.

Ένας παιδικός κήπος

έλυνε σε λέξεις μυστικά.

− Γαλάζιο του Τρακλ είναι,

χρώμα της μέρας του θανάτου του.

 

 

 

 

 

 

 

Βάρδια

 

 

Από το τζάμι του θαλάμου στον εικοστό όροφο

τίποτα δεν ανθίσταται στην επέκταση του βλέμματος.

 

Στις διαβαθμίσεις του γαλάζιου πριν τη δύση

διάβασα ονόματα πεθαμένων ποιητών…

 

Στις ειδήσεις έδωσαν το πρώτο χιόνι

που όλοι περιμένουν σαν άγραφο χαρτί.

 

Το παιδί που δεν έβγαλε τη χτεσινή νύχτα

από σήμερα κιόλας το βλέπω άστρο.

 

Ο γέρος μουρμουρίζει : Στον ήλιο του Νότου

στον ήλιο του Νότου και ο θάνατος είναι πιο γλυκός.

 

 

 

 

Ο Πατέρας

 

 

Τον είδα πίσω από το τζάμι

που κοιτάω τώρα

και ξύπνησα να μην τον αφήσω

να μπει

 

σχεδόν στη ηλικία μου

μια σιλουέτα αναγνωρίσιμη

κοίτα σκέφτηκα

 

όπως εκείνος στον καθρέφτη

του Ταρκόβσκι

που γύρισε να δει την ωραία γυναίκα

και πήρε τα χόρτα ένας άνεμος

 

ή όπως ο ποδηλάτης εμποροϋπάλληλος

που ερχόταν τα μεσημέρια στο χτήμα

για το αμπέλι και ξανάφευγε

 

αν μπορεί να φεύγει

αυτό που είναι μέσα μας.

 

 

 

 

 

Η Συνέχεια

 

 

Θα έρθει ο χρόνος

και η φρίκη θα αναληφθεί

εις το ακέραιον

μα όπως θέλει ο πανάρχαιος

του Αισχύλου νόμος

από αθώους.

 

 

Ενώ η Μπάγιερ θα πουλάει ασπιρίνες

σε φαρμακείο στο Δίστομο

Για τη συνέχεια του κράτους

διευθυντές θα παραμένουν

τα δισέγγονα των δολοφόνων.

Διάβασα πολύ

κι αυτούς που θέλανε

μικρό τον άνθρωπο

κι αυτούς που είχανε

μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους

επειδή διάβασαν πολύ:

 

 

Μεγάλα διαβάσματα

μεγάλες πλάνες.

 

 

Δεν φόρεσα τη δύναμη του Θεού

χωρίς Θεό

παρά μόνο για το έγκλημα.

 

 

Δεν υπάρχει τρένο

στις σιδηροτροχιές

που να μη με δικάζει.

 

 

 

 

 

Lied

 

 

 

Ο οδοιπόρος στο ποτάμι

και πίσω ο σκύλος του

κρατώ στα χέρια ένα καλάμι

ήλιος κι ο ίσκιος του

 

Ακούω τροκάνια απ’ τους ποιμένες

στις πέτρες το νερό

κι είναι οι αισθήσεις μου δεμένες

στο βλέμμα μου καιρό

 

Να βλέπει μέσα του το χρόνο

που πάει και πέρασε

αφήνοντας τον με όσα μόνο

κι ό, τι δεν ξέχασε.

 

 

 

 

 

Πατρίδα

 

 

Τα παιδικά μου μυστικά

στην άκρη του κήπου

δεν μεγάλωσαν.

 

Άδεια κελύφη σαλιγκάρων

που μου έδειξαν προς θάνατον

ο ποντικός στο στόμα της γάτας

οι τάφοι των πουλιών

της αδελφής ένα κορδελάκι.

 

Έτσι έχω μια πατρίδα.

 

 

 

 

                Βορειοδυτικό Πέρασμα εκδόσεις Ενδυμίων 2020

                                                             

Κάτι ακόμη

 

Πριν κλείσω αυτό το μικρό αφιέρωμα σε έναν από τους σύγχρονους σημαντικούς ποιητές,  θέλω να ευχαριστήσω τον Βασίλη Λαλιώτη που μου έδωσε το ελεύθερο και την ευκαιρία να εκφραστώ δημόσια για την ποίησή του. Επίσης θέλω να προσθέσω πως γράφω μόνο για ποιητές που μου αρέσουν και ποτέ για ποίηση που δεν με αγγίζει. Αυτά είναι τα κείμενα  ανησυχίας.

 

 

Υλικό.

* http://www.bibliotheque.gr/article/37896
http://www.poiein.gr/2013/09/06/louis-rosales-dhiethiaoa-iaoon-aaosseco-eaeethoco/
https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=3502
https://staxtes2003.com/2019/02/04/4-2-19b/

               

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροOn The Road, Jack Kerouac
Επόμενο άρθροKαραντίνα, Τhe Musical |Part 2
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.