ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ξαναρχή

(8/8: Αφόρητος καύσωνας)

Τίποτ’ απ’ όσα έγραφα εδώ, σ’ αυτό εδώ το γραφείο, δεν έγινε: Με τη Μαρία δεν ξανασμίξαμε ποτέ απ’ τις 13 τού Σεπτέμβρη -κοντά ένα χρόνο τώρα- κι όλα τα γράμματα που έγραφα απανωτά τόσους μήνες, για τη Μαρίνα, δεν τής τα έστειλα καν. Αν και βλεπόμασταν κάθε μέρα σχεδόν -και δυο φορές καμιά φορά- μέχρι να κλείσει τη ‘Σκιά’ και να φύγει από τη γειτονιά τον περασμένο μήνα, δεν αποφάσισε να έρθει σπίτι μου: Όχι εκείνο το απόγεμα που είπε· ναι έρχομαι σε λίγο, μα ποτέ. Και δεν έκανε ούτε μισό βήμα για πιο ουσιαστικό διάλογο ανάμεσά μας, αν κι έδειχνε συνέχεια ότι το θέλει πώς και τι: Περίμενε πρώτα εμένα. Δεν κρυβόμουν διόλου πίσω απ’ το δάχτυλό μου: Μ’ άρεσε. Είχα καταλάβει όμως πως σκηνοθετώντας εδώ και χρόνια μόνος μου τη ζωή μου, έκανα πάντα ό,τι ήθελα· κι είχα αρχίσει να με φοβάμαι: Και δεν έκανα τίποτε πια με το σώμα μου. Βουβός, ασώματος έγινα. Πνεύμα μόνο, αερικό. Την κοιτούσα μέσ’ στα μάτια, και με τα μάτια τής έλεγα «Πες μου· κάνε ό,τι θες.» Και δεν έλεγε τίποτε. Μείναμ’ έτσι όλο το χρόνο· μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μ’ αυτή την ψόφια οικειότητα κάτω απ’ το χαλί, που λαλούσε με σιωπές και κάνα βλέμμα που και που, χωρίς ποτέ να πει κανείς τίποτε πάρα πάνω.

Χθες βράδυ ωστόσο, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι μου πριν κοιμηθώ, τού μίλαγα σα να ’ταν η Μαρίνα. Θα μπορούσε. Και ήταν σα να ’μαστε μαζί. Φυσικά θα μπορούσε. Δεν ήταν δα πρώτη φορά· συχνά το κάνω. Ήμασταν λέει, στο εξοχικό της, σκοτάδι νύχτα, ξαπλωμένοι δυο μας. Και είχε κουρνιάσει, γυρνώντας μου την πλάτη, κολλημένη πάνω μου -γιατί είχα σώμα τώρα· δεν ήμουν αερικό- και την αγκάλιαζα όπως το μαξιλάρι. Και ήθελε, αφού ήμασταν ντυμένοι ακόμα· τώρα το δίχως άλλο, ν’ ακούσει την ιστορία που τής είχα υποσχεθεί. Γιατί φαινόταν φυσικό, έτσι πρώτη φορά στο ίδιο κρεβάτι -δεν έχει σημασία πώς· στ’ όνειρο όλα γίνονται- γυρνώντας μου την πλάτη, κοιτώντας τον τοίχο, κουρνιασμένη πάνω στην κοιλιά και στο στέρνο μου, πριν κοιμηθεί, πριν γυρίσει, πριν μ’ αγγίξει, πριν πει κάτι άλλο· ντε και καλά ν’ αρχίσω να τής λέω, τώρα, την ιστορία που τής είχα τάξει πριν. Άντε, και πολύ το είχα αργήσει.

Αργά το μεσημέρι ήρθε και με πήρε απ’ το σπίτι μου, με το αυτοκίνητό της, για να έρθουμ’ εδώ στις Καμάρες· κάπου δυο ώρες ταξίδι, γεμάτες. Ούτε λίγο ούτε πολύ: Αρκετό πάντως για να πεις ό,τι δεν είπες ποτέ. Αξίζει το ρίσκο καμιά φορά· ακόμα κι αν κάθεσαι δίπλα της, μισή ανάσα τόπο κι είναι το μόνο εύκολο, ν’ απλώσεις να κουρνιάσεις με την παλάμη σου στο γυμνό γόνατό της.

Κάνα μισάωρο πριν φτάσουμε, έχοντας μόλις καβαλήσει την κορφή τού βουνού, πριν αρχίσει η τελική κατηφόρα προς τη θάλασσα, κάποια στιγμή -σα να ήξερε καλά πού ακριβώς- έκοψε ταχύτητα, έβγαλε ήσυχα το αυτοκίνητο έξω απ’ το δρόμο και το σταμάτησε λοξά σ’ ένα πυκνό ανηφορικό σύδεντρο, για να κάνουμε πιπί· καθένας κρυμμένος πίσω απ’ τα σκοίνα του. Και καθισμένη ακόμα χάμω, μού φώναξε γελώντας, γιατί πάω στου διαόλου τη μάνα και χώνομαι στα βάτα· να με δαγκώσει κάνα φίδι τώρα που σκάει ο τζίτζικας και να τρέχουμε για ορούς μεσημεριάτικα, μέσα στο λάλαρο.
-Γιατί τ’ αγοράκια δεν δείχνουν το πουλί τους στα κορίτσια.
-Σιγά το πράμα! Αφού είπες πως κοιμάσαι πάντα γυμνός· …

Ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή, μια τέτοια κουβέντα. Τη γύρευα συνέχεια μέρες, μήνες τώρα. Την προκαλούσα· παρακαλούσα να ’ρθει. Και τώρα· να ’την τώρα, με βαράει κατακούτελα: Έγειρε πάνω μου ο ουρανός, ο ορίζοντας δεν ήτανε πια ίσιος και τα ξερά χορτάρια στις πατούσες μου, έτοιμα ήσαν να με φάνε. Άρχισε να γυρνάει μια δίνη γύρω μου· να με ρουφήξει ολότελα στο διψασμένο χώμα. Δεν είχε πια επιστροφή: Από εδώ και ύστερα ή το χάνεις μια κι έξω το νήμα και γλιστράς μια για πάντα στο ψέμα, ή -μακάριος- κάνεις μισό βήμα πάρα πέρα· και βλέπουμε.
-Καμιά αντίρρηση’ είπα κάνοντας ανεμπόδιστα μεταβολή μπροστά της, έτσι όπως ήμουν, εντελώς φυσικά, χωρίς να κρύβομαι πριν κουμπωθώ. ‘Αν σ’ ενδιαφέρω όμως, πρέπει να σού πω την ιστορία του πριν.
Ανέβασε αμέσως το βλέμμα της απ’ το βρακί μου και με κοίταξε στα μάτια.
-Αν μ’ ενδιαφέρεις; Ναι· μ’ ενδιαφέρεις. Την ιστορία Του, όμως; Ποιανού την ιστορία;
-Τού πουλιού μου.
Ξαναγλίστρησε αυτόματα το βλέμμα κάτω, μα το ανέβασε πάλι σ’ εμένα, γελώντας.
-Τού πουλιού σου! Ναι αμέ· και βέβαια μ’ ενδιαφέρει. Αλλά γιατί την ιστορία Του· και όχι τη δική σου ιστορία;
-Γιατί, αν θέλεις να μιλάμε αληθινά· -αν καταφέρω να λέω αλήθειες από εδώ και μπρος, και μπορείς κι εσύ ν’ ακούς- αυτός είν’ ο απλούστερος· ο μόνος τρόπος, για να μην ξεφύγω και ν’ αρχίσω ν’ αραδιάζω ψέματα πάλι με τη σέσουλα.
-Μπα! Δεν το ’χα σκεφτεί ποτέ μου αυτό.
-Ούτ’ εγώ. Τώρα μού ήρθε· που έκανα σα σκύλος πιπί μέσ’ στα σκοίνα, και ήθελα πολύ κάτι να μού πεις.
-Τι να σού πω;
-Ξέρω ’γω; Κάτι· ό,τι να ’ναι.
-Ωραία· για λέγε την ιστορία Του λοιπόν!
-Δεν γίνετ’ έτσι. Θέλω ώρες, μέρες για να στην πω· όρεξη να ’χεις. Οδήγα τώρα να φτάσουμε, και τα λέμε το βράδυ.

Και το βράδυ, έπεσε στο κρεβάτι δίπλα μου, κούρνιασε με την πλάτη μέσ’ στην αγκαλιά μου, έγινε μαξιλάρι, που τ’ ονόμασα Μαρίνα και το αγκάλιασα σα να ’ταν η πλάτη της. Ανάσαινα ήσυχα πίσω απ’ το σβέρκο της.
-Δεν πρόκειται να κάνω τίποτ’ άλλο τώρα. Εσύ μ’ έφερες εδώ. Μ’ αρέσει έτσι που σ’ αγκαλιάζω, είναι φυσικό. Αν όμως σ’ ενοχλεί, πες μου, να γυρίσω απ’ την άλλη μεριά.’
-Δεν μ’ ενοχλεί, μ’ αρέσει. Έχεις ωραία δάχτυλα· για πες…’ είπε και κούμπωσε πιο σφιχτά το κατωκόρμι της επάνω στην κοιλιά μου.

Κι εγώ, χθες βράδυ, μόνος στο κρεβάτι· αγκαλιά με το μαξιλάρι μου που το έλεγα Μαρίνα, γερμένος στην πλάτη της, ανάσαινα πάνω στο σβέρκο της κι άρχισα να τής λέω, για εκείνη την τρομαχτική στιγμή.
-Ποια στιγμή;
-Αυτή που ζούμε τώρα.
Και μού δάγκωσε ελάχιστα, σα νιογέννητο γατί, ένα δάχτυλο. Και μού ’χε κοπεί η ανάσα, κι όμως ανάσαινα.
-Ποιά στιγμή;
-Αυτή… εκείνη… Τότε…
-Ποια; Πότε;
-Δεν είναι μία μόνη της· είναι δυο μαζί, τρεις, εκατό, χίλιες, άπειρες· όλες μαζί. Όλ’ η ζωή μαζί. Όλα ένα· αξεδιάλυτα ένα: Αρχή και τέλος και ξαναρχή. Ρέμα, σταθμός και ποταμός. Και ρει και δεν ρει, κι όχι, και ναι, και πάλι αρχή και πάλι τέλος. Στο τέλος· πάντα τέλος: Για καινούργια αρχή· ξαναρχή με χαρά και με λύπη, μ’ ανάσα και νέκρα και θέλω, δεν θέλω. Ξαναρχή και θέλω· πάντα θέλω, πάντα…
-Δεν καταλαβαίνω…
-Πού να καταλάβεις· αφού δεν σού είπα την ιστορία του. Ούτε τη δικιά μου ιστορία σού είπα.’
-Ε πες…

Κι έλεγα χωρίς να λέω, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας το αδράχτι· με κλωστές, με ξέφτια, ρέστα και κουρέλια, σιωπές, παύσεις, πληγές και ράμματα, μ’ ερείπια, με χαλάσματα· μα ούτ’ ένα ψέμα. Τίποτε φτιαχτό. Λέγοντας αλήθειες μόνο -στο φάντασμά της· στο μαξιλάρι, πού αλλού;- όσο να θολώσω ολότελα, βαρύς απ’ τη νύστα, να γυρίσω ανάσκελα και να με πάρει ο ύπνος, αγκαλιά με το μαξιλάρι· μόνος με το φάντασμά μου, σα νεκρός Φαραώ.

 

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
‘Ο Αδάμ και ο μήλο»
εκδ. Οδός Πανός 2020

 

 

*   *   *

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) ασχολήθηκε με τη Νομική τη σκηνοθεσία και την κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη: (Paris II)
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:  
‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).
‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή τού ομώνυμου έργου τού Ντοστογιέφσκι από τον  Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο – ποίηση  (Εστία 1993. 13η έκδοση.)
-‘Η πόλη που πρίγκηπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council – Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001)
‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)
‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Rohald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)
‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)
‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)  
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο – ποίηση (Ίκαρος 2011).
Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση. Κάκτος, 2017)
-‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη – Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)
‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)
-‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (Εκδόσεις Οδός Πανός 2020)
Μεταφράσεις έργων του στο εξωτερικό:
‘Twelve and one lies’ Samkeleen Prakashan, New Delhi 1999
‘On Iki arti Bir Yalan’ IMGE Kitabevi, Ankara 2000
‘Zwölf und eine Lüge’ Elfenbein Verlag, Heidelberg 2001
‘Douze et un mensonges’ Editions Alteredit, Paris 2005
‘Irmikoǧlan’ Albatros Yayinlari, Istanbul 2005
 ‘Yeni Azizler IMGE Öyküler τ. 4, Istanbul 2005
‘Der Lebkuchenmann’ Heidelberg 2014
 ‘Hayirevet diyerek Bence Kitap, Ankara 2015
‘Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, Berlin 2016

 

alexadam48@hotmail.com

 

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροWaiting Foe The Miracle / Leonard Cohen
Επόμενο άρθροΤο Βαλς Των Χαμένων Ονείρων / Μάνος Χατζιδάκις
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.