Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1824, Φωτεινή Θεμελή

Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1824

Για τον  Ζ.Π.

Από τη Φωτεινή Θεμελή

 

Κυλάει μέσα μου τσιγγάνικο αίμα. Η μητέρα μου ζούσε στην Αγία Πετρούπολη. Είχαν αρχίσει τα κρύα. Ήθελε να με φέρει στο κόσμο βουβά και μόνη. Θα πρέπει να περπατούσε αρκετή ώρα, ψάχνοντας την κρυψώνα της. Κάθισε στο δρόμο από την πίσω πλευρά του Ερμιτάζ. Θυμάμαι τη γέννησή μου. Ένας Ρώσος, ο Αλεξάντρ, μας έσυρε στο τρίτο υπόγειο του Μικρού Ερμιτάζ. Δεν έκλαψα όταν γεννήθηκα. Δεν με άφησαν τα σκεπασμένα με διάφανο ύφασμα αγάλματα που βρισκόταν γύρω μου. Θυμάμαι το οξυγόνο που μπήκε στα πνευμόνια μου και μία σπαρακτική σφοδρότητα, που τίναξε το στέρνο μου και έκανε την ανάσα μου να ακουστεί σαν βροντή. Γεννήθηκα μέσα στην απαίτηση του χρόνου για διαχωρισμό. Ο χρόνος εκείνη τη στιγμή πήρε το δώρο του: τη διαλυμένη ομοιομορφία. Κι έτσι κόπηκε ο ομφάλιος λώρος που με έδενε μ’ αυτόν. Θα ήμουν πια εγώ που θα του έδινα υπόσταση, θα τον γεννούσα κάθε μέρα, θα τον έκανα εφικτό, θα τον προέκτεινα στο Μη-Νόημα, θα τον άφηνα να χρονοτριβεί στη μεταβλητότητά του. Έτσι γίνεται στη φυλή μου.

Δεν γνώρισα πατέρα. Το τσιγγάνικο αίμα μου νοθεύτηκε από το ρωσικό πάθος να καταστήσω τη ζωή μου το μακρό προμάντεμα του δυνατού. Έπαιζα μόνο ντέφι και χόρευα. Δεν τραγουδούσα, ούτε ήξερα να μαντεύω τη μοίρα. Δεν αγαπούσα τα ψέματα. Τη μοίρα δεν μπορεί κανείς να τη μαντέψει. Το μελλοντικό Ον, το καθορίζει το Ον στο παρόν του και το παρελθόν του. Στις χορτάτες κοινωνίες είδα ότι το Ον προσδιορίζεται εξ’ ολοκλήρου μέσα στο παρελθόν, ως συνάρτηση μίας και μοναδικής αταξίδευτης ρίζας. Μόνον που έτσι περιορίζει το συμφέρον του. Κι όταν ένα κλειστό Ον με κοιτούσε επίμονα, τότε ήταν που άρχιζα να χτυπώ με πείσμα το ντέφι μου πάνω στα πολύχρωμα κουρέλια μου. Τραγουδούσα από μέσα μου στα ρωσικά, «Φύγε από κοντά μας άνθρωπε υπερόπτη, άγριοι είμαστε και δίχως νόμους, αλλά δεν βασανίζουμε ούτε τιμωρούμε».

Θυμάμαι ένα κλειστό Ον. Ίσως ήταν το πιο θλιβερό αντάμωμα. Αρχές άνοιξης. Ήμουν πια δεκατεσσάρων ετών. Εμφανίστηκε στον καταυλισμό αργά το βράδυ. Τον έλεγαν Ζακάριγια. Ήταν μία αποκρουστική μορφή. Μετρίου αναστήματος, φαλακρός, με ασύνταχτη γενειάδα και άρρωστη κορμοστασιά. Θυμάμαι τον βδελυρό σβέρκο του. Μύριζε ιδρώτα κι απλυσιά, αν και φαινόταν γραμματιζούμενος. Τον φοβήθηκα, γιατί κοίταξε εμένα κατευθείαν. Με κοίταξε βαθιά και μούγκρισε «Είμαι λιοντάρι και βρήκα το θηλυκό μου». Αισθάνθηκα ένα ξερίζωμα. Μέχρι και τη σκιά μου διέτρεξε ο τρόμος. Την ίδια στιγμή είχε σβήσει το φως από τα μάτια μου. Έγινα τυφλή και ήξερα ότι αυτός θα μεταμορφωθεί και θέλει να με μεταμορφώσει: να πεθάνω. Το άδοξο θανατικό στη φυλή μας είναι μεγάλη ντροπή. Έπρεπε να παλέψω. Ρίχτηκα στη φωτιά που ήταν αναμμένη και άρχισα να χορεύω με λύσσα. Έφερνα αδιάκοπα γύρες σαν ανεμοστρόβιλος, μέχρι να του έρθει ίλιγγος.

Η διαστροφή εδρεύει στο γλίστρημα της συνείδησης και στο ασυνείδητο ξεγλίστρημα της πρωτόγονης φύσης. Έπρεπε να τον φτάσω στο μεθύσι χωρίς ποτό. Μόνο με τον ξέφρενο χορό και τις φωτιές από κάτω. Ακόμη και το βλέμμα μου αδράνησε από το φόβο. Είχαν μείνει μόνον τα ασπράδια των ματιών μου, παραδομένα κι αυτά στο πιο κωμικό τους όριο: τη βουβή σαγήνη. Σε κάθε γυροβολιά μου έλεγα «Φύγε, ξένε. Σου κραδαίνω εγώ το μαχαίρι των αντιλήψεών σου. Δεν με φοβάσαι»; Εκείνος στεκόταν τραχύς μέσα στη δεινή κλειστότητά του. Μίσησα τον πολιτισμό και την ιλαρή ευφυΐα του για πάντα.

Με πλησίασε και πήγε να με αρπάξει από το μπράτσο. Ήμουν αποφασισμένη να παλέψω με την ακαθόριστη παρουσία του και το βαθύ βρυχηθμό της απληστίας του. Η αθλιότητα ήταν το ζοφερό σημείο των στοιχειωμένων από την βία σπασμών του και τη φύρα της εκστάσεώς του. Είχα να παλέψω με το θεριό της ανυπαρξίας του. Δεν ξέρω πιο άγριο θεριό. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει. «Κάτσε φρόνιμη, αλλιώς θα σε τελειώσω. Εσένα θέλω». Τότε εγώ, σταμάτησα απότομα τις γυροβολιές. Στάθηκα μπροστά του. Ήμουν σίγουρα πολύ πιο ψηλή, αφού έσκυψα, και πάλι δεν έφτασα το βλέμμα του. Σήκωσα με ορμή το δεξί μου χέρι, και είπα: «Σταματήστε τα όργανα. Σε σένα μιλώ. Δεν το μπορείς. Έχω το σύνθημα του παιχνιδιού. Αν με αγγίξεις, θα πεθάνεις. Το αίμα μου είναι πυρετιασμένο. Αν μπει μέσα σου, δεν έχεις καμία τύχη».

Πέταξε το παλτό του χάμω. Έκανε να φύγει. Είπε ότι δεν το εννοούσε. Ήθελε, είπε, απλώς να καυτηριάσει το στερεότυπο και να μας τιμωρήσει για την προσβολή που του έγινε. Η φυλή μου τον είχε αποκλείσει από τις γυναίκες της. Ήταν η στιγμή που κατάλαβε υποδορίως ότι σωματικά ήταν ανάπηρος για κάθε γυναίκα. Δεν υπήρχε μέσα του πια ανάμνηση ή μαρτυρία εγκατοίκησής του στην ιερή προαιώνια σπηλιά της μητρικής φωλιάς του. Θυμάμαι όταν γύρισε την πλάτη του. Θυμάμαι το βαρύφορτο σύννεφο της σκόνης και του αέρα. Οι φωτιές έσβησαν διαμιάς. Εκεί δόξασα την ελευθερία των αισθήσεων. Έφυγα για πάντα από την έξαλλη καταιγίδα των Αφεντάδων. Ήξερα ότι θα αλώνιζα στην εύθυμη ηδονή του δυνατού χωρίς παζάρια κι αγωνίες. Καταργήθηκε κάθε απώλεια και κάθε διάρκειά της. Ξέσπασα σε ένα δυνατό γέλιο νίκης.

Με λένε Σβετλάνα και γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1824. Ανήκω σε όλες τις εποχές, αντέχω σε όλα τα κλίματα και περπατώ ακόμη ξυπόλητη. Δεν φοβάμαι κανένα διωγμό. Οι διώκτες δείχνουν ισχυροί, αλλά ο διωγμένος κάνει το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών. Σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα, τα μετέωρα ανάμεσα στα δύο σημεία πρόσωπα καταργούνται. Δεν λυπάμαι τους διώκτες μου. Έχω την ευθύνη να τους οδηγώ στην Ιστορία τους.

Ο Πούσκιν έγραψε το ποίημά του «Τσιγγάνοι» για μένα. Ο επίλογός του γράφτηκε την ημέρα που γεννήθηκα. Ο Χάραλντ Ράαμπ το θεωρεί ως το σημαντικότερο από τα «νότια» ποιήματά του.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΗ Γραμμή του Ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος
Επόμενο άρθροΜέρος Δωδέκατο
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.