Μέρος Εικοστό

Επιτέλους, δεν χρειάζεται να μιλήσουν για το χθες. Το χθες πέρασε, ήταν σκληρό, ήταν απάνθρωπο, ήταν αδυσώπητο. Όμως τώρα, στο σήμερα, ανοίγονται άλλες προοπτικές μπροστά τους και το αντιλαμβάνονται, παρόλο που είναι δύσκολο ακόμα να επεξεργαστούν το νέο τους σμίξιμο, παρόλο που δεν είναι απολύτως σίγουροι αν τα πρόσωπα αναφοράς – αυτά που ανεξίτηλα χαράχτηκαν στο μέσα τους – είναι ίδια με τα πρόσωπα του παρόντος, τα πρόσωπα που αναδύθηκαν, τα πρόσωπα που αντικρίζουν. Αν μη τι άλλο, αυτά τα πρόσωπα έχουν υποδεχτεί την αφιλτράριστη σκληρότητα ενός κόσμου που θέλει το τέλος του, λαχταρά το τέλος του, επιδιώκει το τέλος του, καταρρέει λόγω του τέλους του από το οποίο πια δεν μπορεί να ξεφύγει, το τέλος του τον ορίζει, όπως ορίζει κάθε ύπαρξη θα έλεγε κανείς. Όμως, γιατί να αναλωθούν σε υπαρξιακές συζητήσεις κι άλλα τέτοια σαχλά; Είναι μαζί και χαμογελούν προς το αύριο μηρυκάζοντας ήδη μερικά από τα όνειρα τους, ήδη πλάθοντας νέα για να μηρυκάσουν στο μέλλον, ήδη αγνοώντας τη σωρεία προβλημάτων που συνεπάγεται η ζωή μακριά από την πατρίδα, ήδη αγνοώντας τη σωρεία προβλημάτων που συνεπάγεται η ζωή εντός της πατρίδας.

Επιτέλους, τα σύνθετα απλοποιήθηκαν, τα σύνθετα παράγωγα ενός κλιμακούμενου πένθους ανακόπηκαν, εξαϋλώθηκαν, επιτέλους γύρισε σελίδα η ζωή κι εμφανίστηκε μια πιο δροσερή πλευρά της, επιτέλους, ακόμα κι εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο και τον χρόνο, αναδύθηκε άξαφνη ελπίδα ότι κάτι μπορεί να δημιουργηθεί, όχι προς χάριν της δημιουργίας και μόνο, αλλά ως δώρο μοναδικό στην πραγματικότητα. Είναι το αμοιβαίο βλέμμα τους που ανοίγει τους χώρους και τις δυνατότητες του αύριο, είναι η αμοιβαία αγάπη τους που δημιουργεί το απαραίτητο πλαίσιο για να απλωθούν τα χρώματα τους, είναι η αμοιβαία πίστη τους – σε τι; – που θεμελιώνει την μοναδιαία πίστη τους στο άπιστο τώρα.

Της πιάνει το χέρι, επιτέλους είναι η ώρα. Του χαϊδεύει τα μαλλιά, επιτέλους είναι η ώρα. Της μιλάει ήρεμα, ψιθυριστά λόγια τρυφερά, επιτέλους είναι η ώρα. Ξορκίζει τα στοιχειά που τον κυνηγούσαν όσο την έψαχνε κάπου στα όνειρα του, επιτέλους είναι η ώρα. Καθαρίζει τις πληγές της, συνέπειες του μεγάλου δρόμου που έκανε για να γλιτώσει – και να τον ξαναβρεί ανέλπιστα, επιτέλους είναι η ώρα. Του αφηγείται ιστορίες που μοιάζουν με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή κάποιου Οδυσσέα, παραμύθια που χρυσώνουν το χάπι του κατατρεγμού, επιτέλους είναι η ώρα. Της αφηγείται ιστορίες από τον τόπο που τους φιλοξενεί, τόπο άγριο και ανήμερο, τόπο φοβισμένο, τόπο επικεντρωμένο σε μικρές και μεγάλες οθόνες, τόπο βιδωμένο στη θέση του, επιτέλους είναι η ώρα. Αρχίζουν να φιλιούνται, επιτέλους είναι η ώρα. Το διαρκώς ανανεούμενο τώρα προσφέρει αλλεπάλληλες συγκινήσεις που δεν τις προλαβαίνει ο νους, επιτέλους πάψε τώρα. Κι αν πάψει τώρα, αν πάψει το τώρα, μοιραία θα αναρωτηθούν και τώρα τι, τι τώρα. Απάντηση δεν θα βρουν και θα μείνουν ο ένας παραδομένος στα χέρια του άλλου, μέχρι ένα χτύπημα στην πόρτα να διασαλέψει την εύθραυστη και τόσο προσωρινή ηρεμία.

«Σας έφερα κάτι να φάτε. Δεν ήθελα να διακόψω το χαμόγελο σας! Ξεκουραστείτε. Σύντομα θα πρέπει να αρχίσουμε την επίλυση των διαφόρων και των διαφορών. Μα έχουμε αρκετό χρόνο για ένα φιλί. Γι’ αυτό πάντα υπάρχει αρκετός χρόνος».

 

 

 

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Antonio Porchia
Επόμενο άρθροThe End Of Story / Ευανθία Ρεμπούτσικα
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.