Δρ. Μαρία Αθανασέκου

«Τα δυστοπικά σουρεαλιστικά έργα του Beksiński στο σύνολό τους, θα έλεγα ότι, έχουν την προοικονομία του μέλλοντος»

 

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο.

Beksiński

Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα πουλιά.

Μα τα πουλιά ζητούσαν τον ουρανό. Τότε σχεδίασε γύρω τους

την αιώνια θλίψη.

Και τα πουλιά πέταξαν.

Τάσος Λειβαδίτης, Δημιουργία

Για μιαν ακόμη εβδομάδα, θα ασχοληθούμε με το έργο του, μεγάλου πολωνού εικαστικού, Zdzisław Beksiński. Θα προσπαθήσουμε μέσα απ’ την σκαιότητα, το σκληρό γκροτέσκο και τον ακραίο ερμητισμό του φανταστικού∙ να ανιχνεύσουμε κάποια σήματα ή κάποια νοήματα, που –ίσως- να  ξέφυγαν απ’ το χιλιοκλειδωμένο συρτάρι του μυαλού του καλλιτέχνη…

Ανατρέχοντας, ξανά, σ’ αυτό το ιδιαίτερο περιβάλλον, αισθάνομαι λες και ζωντανεύουν μπρος μου τα ποιήματα του Georg Trakl. Λες και παίρνω την μορφή του Sebastian και κάνω τσάρκες στα εφιαλτικά δρομάκια της πόλης- φάντασμα. Εγώ. Ένας σηπόμενος και ταυτόχρονα το κυανό αγρίμι. Αναμετριέμαι με το σκοτάδι, την απελπισία, τους νεκρούς συντρόφους∙ με την μεταμόρφωση του κακού, επάνω στο κρύο μέτωπο του φονιά.

«Έν’ ανοιχτό παραθύρι, όπου απόμεινε μια γλυκιά ελπίδα,

Ανείπωτα είν’ όλα, ω θεέ μου, που συγκλονισμένος να πέφτεις

στα γόνατα»[1].

Σε κερδίζει, ετούτος ο κολασμένος κόσμος, μέσα απ’ την βαρβαρότητα και την «μαύρη» μαγεία του∙ γεμίζεις με τον πυρετό της αγωνίας του ευφυούς αυτού ανθρώπου και καθαίρεσε μέσα από την ενορατική πορεία στην οποία, εκείνος, σ’ οδηγεί. Και τρέμεις. Κι εκστασιάζεσαι. Και δακρύζεις. Με μια κραυγή που μόλις πνίγεται στον λαιμό σου. Συνειδητοποιείς κι εσύ πως… είναι η ψυχή ένα ξένο επί γης. Μα πώς ν’ αντέξεις το παράλογο και συνάμα τραγικό της ύπαρξής σου; Από ποια σημασία, από ποια μαντεία, να κρατηθείς για να βαδίσεις στα χνάρια του γερο- Οιδίποδα;

Εμείς, σ’ αυτό μας το ταξίδι, θα έχουμε για οδηγό τον καταλληλότερο ίσως άνθρωπο. Συναντήσαμε την ιστορικό τέχνης Μαρία Αθανασέκου και μιλήσαμε μαζί της για το έργο του Beksiński και για μια -όσο το δυνατόν καθαρότερη- ερμηνεία του. Ακολουθείστε μας!

Ποιο στοιχείο είναι εκείνο που εντυπωσιάζει τον σύγχρονο θεατή στο έργο του Beksiński;

Η τέχνη είναι υποκειμενική υπόθεση. Ανάλογα με το σημείο που βρισκόμαστε, τι μας απασχολεί κάθε φορά μας ενδιαφέρουν και εντυπωσιάζουν διαφορετικά έργα, καλλιτέχνες ή θεματικές. Ωστόσο, θα έλεγα ότι το απολύτως εφιαλτικό και γοτθικό περιβάλλον των έργων του λειτουργεί σαν μια ενδυνάμωση επί 10 στα έργα καλλιτεχνών με αντίστοιχη αισθητική και προσανατολισμό, όπως ο Alfred Kubin, Edvard Munch, James Ensor, για να αναφέρω κάποιους πιο σύγχρονους μαζί φυσικά με την κληρονομιά του Hieronymus Bosch, Pieter Bruegel του πρεσβύτερου και όλους τους μεσαιωνικούς και μπαρόκ καλλιτέχνες που απεικόνισαν το Danse Macabre, εικονογραφία Vanitas και Memento Mori. Η σχεδόν νευρωτική εμμονή του Beksiński με το θάνατο, το μακάβριο, το σκοτεινό και εφιαλτικό, είναι από μόνη της εντυπωσιακή καθώς η θεματική του ακροβατεί συχνά ανάμεσα στο σοβαρό και το χιούμορ πάντα υπογραμμίζοντας ότι ο θάνατος είναι μια ακόμη διάσταση στο χωροχρόνο.

Πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός πως, από την δεκαετία του ’90 κι έπειτα, αυτό το έργο επηρέασε τόσο τις νεανικές και εφηβικές υποκουλτούρες (όπως π.χ το metal);

Ήδη από το 1950, ο κοινωνιολόγος David Riesman μίλησε για τη διαφορά ανάμεσα στην πλειοψηφία, η οποία αποδέχεται εμπορικά παρεχόμενα στυλ και σημασίες, και μια υποκουλτούρα η οποία ενστερνίζεται στυλ μειοψηφίας και το χρωματίζει με ανατρεπτικές αξίες.  Στο βιβλίο του «Υποκουλτούρα, το νόημα του στυλ», ο Dick Hebdige υποστήριξε ότι η υποκουλτούρα είναι ανατροπή της ομαλότητας. Τόνισε ότι οι υποκουλτούρες μπορεί να εκληφθούν συχνά ως αρνητικές εξαιτίας της κριτικής που ασκούν στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο, αλλά μέσα από αυτές δημιουργείται η αίσθηση της ταυτότητας για τα μέλη της. Η υποκουλτούρα των νέων και μη τόσο νέων (έχω πολλούς φίλους στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, για να μην πω πιο μεγάλους, που εξακολουθούν να ανήκουν εκεί) που ακούει για παράδειγμα metal, βρήκε πράγματι την αισθητική αυτής της μουσικής στην εικαστική απεικόνιση του Beksiński. Ενδεχομένως να ήταν πιο ορθό να την αποκαλέσουμε αντι-κουλτούρα, η οποία ξεπήδησε από τον Μοντερνισμό καταδικάζοντας και αποκαθηλώνοντας το σύγχρονο κόσμο, απορρίπτοντάς τον ως ένα άχρηστο προϊόν. Με νιχιλιστική διάθεση και πρόθεση να επανεξετάσει το όμορφο, το καλό, το χρήσιμο, την ίδια τη ζωή, το σύστημα αξιών που στηρίζει όλη τη δυτική κοινωνία, η μέταλ υποκουλτούρα ήταν αναμενόμενο να επηρεαστεί από τον Beksiński γιατί στις εικόνες του βρίσκει ‘ενσαρκωμένους’ τους δικούς της στόχους. Ο θάνατος, οι εφιάλτες, η σήψη του Beksiński κατά μια έννοια, αν μου επιτρέπεται, αποτελούν το «βιντεοκλιπ» της μουσικής που ακούν, την αποτύπωση των στίχων και την εντύπωση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας, αισθητικής και ατμόσφαιρας. Δεν είναι τυχαίο ότι έργα του έχουν γίνει εξώφυλλα δίσκων και CD μέταλ συγκροτημάτων.

zdzislaw-beksinski-3

Είμαι στα δύο κομμένη

αλλά θα με νικήσω.

Θα ξεθάψω την περηφάνια μου.

Θα πάρω το ψαλίδι

και θα κόψω τη ζητιάνα.

Θα πάρω το λοστό

και θα ξεσφηνώσω τα σπασμένα

κομμάτια του Θεού από μέσα μου.

Σαν ένα παζλ

θα τον συναρμολογήσω πάλι

με την υπομονή ενός σκακιστή.

Anne Sexton

Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου

Στο μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του κυριαρχεί ο θάνατος και η σήψη. Ο ίδιος, όμως, δεν την θεωρούσε απαισιόδοξη ή καταθλιπτική. Μήπως -τελικά- μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό γκροτέσκο λανθάνει μια “πινελιά” αστείου;

Η ζωή γυρίζει γύρω από το δίπολο «τέλος-αρχή», «σοβαρό-αστείο» σε μια Ηρακλείτεια διάσταση αντιθέσεων.  Αυτή είναι η μαγεία και η δύναμη της τέχνης του Beksiński. Μέσα από το ζοφερό προβάλλει το κωμικό για όσους μπορούν να το δουν, κι αν μου επιτρέπετε, όσοι έχουν γνωρίσει το θάνατο, την απώλεια μπορούν πιο εύκολα να σχετιστούν μαζί του. Η τεράστια υπερβολή της εμμονής του με το θάνατο και τη σήψη ακριβώς επειδή είναι εκτός αναλογιών μας δημιουργεί μια αυθόρμητη ψυχολογική αντίδραση να ξορκίσουμε το θάνατο με ένα χαμόγελο, να βρούμε την «πινελιά» του αστείου, όπως λέτε και συμφωνώ. Ο ίδιος ήταν ένας φιλικός, χαρούμενος και χαμογελαστός άνθρωπος που καμία σχέση δεν είχε φαινομενικά με το δυστοπικό έργο του.

Ο Zdzisław Beksiński ήταν ένας άνθρωπος που αδυνατούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ως καλλιτέχνης, όμως;

Η τέχνη δίνει τη δυνατότητα της μη λεκτικής έκφρασης μέσα από τη χειρονομία, την έκφραση του συναισθήματος. Ακόμη κι όταν ο καλλιτέχνης ως άνθρωπος αδυνατεί να εκφράσει τα συναισθήματα του, αυτά αναδύονται μέσα από το έργο του. Η τέχνη έχει θεραπευτική διάσταση. Είναι το μέσο να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε ό,τι μας μπλοκάρει και μας δυσκολεύει. Μέσα από το έργο του ο Beksiński μιλάει με το χρώμα και τις εικόνες και μας γνωρίζει με τον εαυτό του, τους εφιάλτες του, ό,τι τον μπλόκαρε και τον ταλαιπωρούσε ή του ασκούσε γοητεία. Οι εικόνες του εκφράζουν την ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά του απόλυτα καθώς η θεματική του υπήρξε πάντα συγκεκριμένη δίχως παρεκκλίσεις.

Η μετάβασή του στον χώρο του “φανταστικού”, τι προσέφερε στο έργο του;

Αυτή η μετάβαση στο χώρο του φανταστικού προσδίδει μια άλλη ποιότητα στο έργο του και το καθιστά άμεσα αναγνωρίσιμο. Αποκλείεται να γίνει σύγχυση με άλλον καλλιτέχνη. Επίσης, απελευθερώνει τον θεατή από τα δεσμά και την τυραννία της λογικής, τον αφήνει ελεύθερο να έρθει σε επαφή με το υποσυνείδητο του, τους φόβους, τις φοβίες, τις νευρώσεις του. Από την αρχαιότητα και τους πολύ πρώιμους πολιτισμούς οι καλλιτέχνες αγκάλιασαν το φανταστικό και το φαντασιακό γιατί καλύπτει την ανάγκη μας να αποδράσουμε από τη σφαίρα του φυσικού και του ορθολογισμού και να βυθιστούμε στα σκοτεινά νερά του μεταφυσικού, του υπερφυσικού, του μη ορατού. Αυτό λειτουργεί εξισορροπητικά και έχει μια επίδραση ευεργετική μέσα μας γιατί μας βοηθάει να βγούμε από τον εαυτό μας, να αφήσουμε για λίγο το καλούπι που έχουμε μπει και να χαθούμε στη σφαίρα του μη υπαρκτού, στη διάσταση της φαντασίας.

Ο καλλιτέχνης έδειχνε μεγάλη σημασία στην φόρμα και την αρχιτεκτονική των έργων του, αλλά απέφευγε κάθε αναφορά σε ερμηνευτικά σχόλια. Συνήθιζε, μάλιστα, να λέει, πως δεν ήξερε τί ζωγράφιζε. Εμείς, παρ’ όλα αυτά, τι μπορούμε να δούμε (να αναγνώσουμε) μέσα από τα δημιουργήματά του;

Πραγματικά, αυτό υποστήριζε και δεν είναι ο μόνος. Πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν σε άμεση επαφή με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου τους δίχως να έχουν εκούσια πρόθεση να εκλογικεύσουν τα δημιουργήματά τους. Σε συνέχεια του συλλογισμού μου στην πρώτη σας ερώτηση, ο καθένας μας μπορεί να δει και να αναγνώσει διαφορετικά πράγματα ανάλογα με την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση και το σημείο ψυχικής εκλέπτυνσης, εξοικείωσης με την τέχνη, συνειδησιακής ωριμότητας. Προσωπικά, διαβάζω και νιώθω τα έργα του πολύ έντονα. Βλέπω μια ταλαιπωρημένη ψυχή, μια αγωνιώδη προσπάθεια να ξορκίσει τους εφιάλτες του, τις εμμονές του με το θάνατο, την καταστροφή και παράλληλα μια βουτιά στο φαντασιακό, στη δημιουργία εικόνων τόσο εμβληματικών που μένουν για πάντα στη μνήμη μου και με αφορούν. Θεωρώ ότι αφορούν πολλούς, εμάς οι ιστορίες που μας αφηγείται ο καλλιτέχνης ή θα μας αφορούν όσο διευρύνεται το υπαρξιακό μας πεδίο. Ο ίδιος έλεγε: «Να δώσω ένα μήνυμα δεν έχει καμιά σημασία για μένα. Δεν με νοιάζει για κανένα συμβολισμό και ζωγραφίζω αυτό που ζωγραφίζω χωρίς να αναφέρομαι σε μια ιστορία». Δε μιλούσε ποτέ για το έργο του, δεν το ανέλυε, δεν το φώτιζε. Με αυτή την έννοια το απευθύνει σε καθέναν μας χωριστά και μας αγγίζει στο σημείο που του επιτρέπουμε.

Η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του Beksiński αποτυπώνεται στο έργο του; Θα μπορούσαμε, μέσα από μια ψυχοβιογραφική και ψυχαναλυτική ματιά, να φτάσουμε πιο κοντά σε μιαν ερμηνεία; Εσείς, προσωπικά, ως ιστορικός τέχνης, πως ερμηνεύετε τον κόσμο του Zdzisław Beksiński;

Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή την ερώτηση. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να γίνουμε κακοί ερασιτέχνες ψυχολόγοι. Πολλοί ιστορικοί τέχνης πέφτουν σε αυτή την παγίδα και θολώνουν το τοπίο τόσο για τον θεατή όσο και στα ζητούμενα του καλλιτέχνη. Προσωπικά, έχω μια μεγάλη δυσανεξία στην post mortem ψυχανάλυση, ιδιαίτερα όταν γίνεται από μη ειδικούς. Την πιο γνωστή τέτοια περίπτωση αποτελεί ενδεχομένως ο Van Gogh ο οποίος έχει ψυχαναναλυθεί μέχρι τελευταίας ρανίδας ή ο Da Vinci για τον οποίο πρόσφατα διάβασα ότι ίσως ήταν διπολικός… Ξέρετε, θα επιμείνω σε ό,τι σας είπα μέχρι τώρα. Έχω απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό στην Ψυχολογία και την Τέχνη, στους καλλιτέχνες και, κατά τον Gombrich, επί της ουσίας δεν υπάρχει ιστορία της τέχνης αλλά ιστορία των καλλιτεχνών. Η ένταξη του έργου τους στο προσωπικό, κοινωνικό, ιστορικό συγκείμενο και πλαίσιο είναι μεν απαραίτητη, αλλά από εκεί και πέρα δεν θεωρώ απαραίτητο ως μια πρώτη επαφή με το έργο τους να διαβάσουμε πρώτα τόμους και να ψυχαναλύσουμε. Θεωρώ ότι αυτό δίνει μια εννοιολογική διάσταση σε κάτι που αφορά το συναίσθημα κυρίως ή μόνο. Ίσως φανεί εικονοκλαστική η τοποθέτηση αυτή, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι η τέχνη έχει ως πρώτο προορισμό εμάς τους θεατές από τη στιγμή που ο πίνακας κατεβαίνει από το καβαλέτο του ζωγράφου. Όσο είναι εκεί, αφορά εκείνον. Μετά, απευθύνεται σε εμάς και μας αφορά στο βαθμό που μπορούμε να ταυτιστούμε και να αναγνωρίσουμε κομμάτια μας στη ζωγραφική επιφάνεια. Επομένως, η ερμηνεία που δίνει ο καθένας στο έργο του δεν είναι καθολική αλλά υποκειμενικά προσωπικά.

Ο Μπόρχες γράφει στον Δημιουργό.

Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία το.

Πολλές φορές τα έργα τέχνης λειτουργούν σαν κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα της κιβωτού πολύ προσωπικών αναμνήσεων και συναισθημάτων, τα οποία έρχονται στο φως μέσω συσχετισμών και της ανάσυρσης εμπειριών.  Η τέχνη λειτουργεί θεραπευτικά και δεν υφίσταται, τα χιλιάδες χρόνια που υπάρχει, για λόγους διακοσμητικούς. Όταν ο θεραπευτικός ρόλος της γίνεται αντιληπτός από αυτούς που τη δημιουργούν ή την απολαμβάνουν, αλλάζει η οπτική γωνία και επαναπροσδιορίζεται ο εσωτερικός τους χώρος.

Η Ψυχολογία έχει καταφύγει στην αρωγή της τέχνης για να διερευνήσει, να αναλύσει και να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση του ατόμου.  Η τέχνη από την αρχή σχεδόν της γέννησης της απεικονίζει τις υγιείς και μη σκέψεις, τα συναισθήματα και το σύνολο των εκφράσεων που συντροφεύουν την ανθρωπότητα. Αποτέλεσε τον πιο καλογυαλισμένο καθρέφτη μέσα στον οποίο η κάθε κοινωνία είδε (και βλέπει) την αντανάκλαση του ειδώλου της, την εικόνα της. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικών αφετηριών θεωρίες και προσεγγίσεις της τέχνης που προέρχονται από τους χώρους της κοινωνιολογίας, της πειραματικής αισθητικής και των θεωριών της διέγερσης, της αντιληπτικής ψυχολογίας και Gestalt ψυχολογίας, της φιλοσοφικής ψυχολογίας, της φαινομενολογικής προσέγγισης της αισθητικής εμπειρίας, καθώς και της γνωστικής ψυχολογίας και της ψυχολογίας των συναισθημάτων.

Τα συστήματα που ενεργοποιούνται κατά τη δημιουργία, την απόλαυση και κατανόηση της τέχνης είναι σύνθετα και πολλές φορές ετερόκλητα, ενώ τα θέματα που πραγματεύεται μπορούν να σηματοδοτήσουν αφετηρίες για στοχασμό, προβληματισμό, ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, απέχθεια ή ψυχική ανάταση.  Η τέχνη είναι ενδεχομένως το μοναδικό πεδίο της ανθρώπινης πνευματικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται από ένα συγκλονιστικά μεγάλο εύρος θεμάτων, άλλοτε αποδεκτών, συνυφασμένων με την αισθητική και τις αναζητήσεις που εμπίπτουν στις νόρμες της ιστορικής στιγμής, άλλοτε θεμάτων που απορρίπτονται από την κοινωνική προκατάληψη και θεωρούνται ταμπού.

zdzislaw-beksinski-1

Σθεννώ τ’ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα. ἡ μὲν ἔην θνητή, αἱ δ’ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,αἱ δύο. τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι. Τῆς ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν, ἐξέθορε Χρυσάωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος. τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτ’ ἄρ’ Ὠκεανοῦ παρὰ πηγὰς γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσι. χὠ μὲν ἀποπτάμενος, προλιπὼν χθόνα μητέρα μήλων, ἵκετ’ ἐς ἀθανάτους. Ζηνὸς δ’ ἐν δώμασι ναίει βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι. Χρυσάωρ δ’ ἔτεκε τρικέφαλον Γηρυονῆα μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο. τὸν μὲν ἄρ’ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη βουσὶ πάρ’ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ ἤματι τῷ, ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους Τίρυνθ’ εἰς ἱερήν, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.

Ησιόδου: Θεογονία

Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως πρόδρομο των Cyborgs;

Υπάρχει βεβαίως σαφής αναφορά σε αυτά, μοιραία μας έρχονται στο μυαλό, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που η τέχνη προλαβαίνει ή προηγείται της τεχνολογίας. Η πιο εύκολη αναφορά είναι στο έργο του Da Vinci που οραματίστηκε τεχνολογικά επιτεύγματα αδιανόητα για την εποχή του. Τα δυστοπικά σουρεαλιστικά έργα του Beksiński στο σύνολό τους, θα έλεγα ότι, έχουν την προοικονομία του μέλλοντος.

Την ώρα που δούλευε κάθε του έργο, ο Beksiński, άκουγε μουσική. Αυτό το γεγονός αποτυπώνεται στην δουλειά του;

Λάτρευε τη μουσική και πάντα άκουγε όπερα, τζαζ, κλασική ή ροκ μουσική όταν ζωγράφιζε. Όποιος ακούει αυτά τα είδη μπορεί να κατανοήσει το ρυθμό των έργων του, τη μελωδικότητα και πολλές φορές την ατονικότητα, με την έννοια του δυστοπικού τους χαρακτήρα.  Ο ίδιος έλεγε ότι η κυριότερη έμπνευσή του έρχεται από τη μουσική. Δεν επισκεπτόταν μουσεία, ούτε εμπνεόταν από άλλους καλλιτέχνες. Η μουσική ήταν ζωτικής σημασίας για τον ίδιο και τη δουλειά του και θεωρώ ότι όντως αποτυπώνεται σε αυτή.

Αν και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Πολωνούς εικαστικούς του 20ου αιώνα, για ποιο λόγο στην Ελλάδα δεν του έχουμε δώσει -σχεδόν- καθόλου σημασία;

Πιο παλιά κυρίως, αλλά και ακόμη σε κάποιο βαθμό, οι εξελίξεις του εξωτερικού έρχονται με μεγάλη καθυστέρηση στην Ελλάδα. Αυτό χρήζει μεγάλης ανάλυσης και έχει να κάνει με τις ανάγκες της κοινωνίας μας αλλά και με την καλλιέργεια, την παιδεία, τη γνώση, την αισθητική μας. Δεν είναι ο μόνος καλλιτέχνης που σχεδόν αγνοείται εδώ. Στα μαθήματά μου δείχνω στο μέτρο του δυνατού έργα καλλιτεχνών που πιάνουν τα άκρα του mainstream  και του περιθωρίου. Είναι συγκινητικό να έρχονται σε επαφή με το έργο τους νέοι άνθρωποι (στην ψυχή, εννοώ, γιατί ηλικιακά απευθύνομαι σε ευρύ φάσμα) και να ανακαλύπτουν πτυχές που τους αφορούν. Ίσως η θεματική του Beksiński επειδή είναι έξω από τη στερεότυπη νόρμα να τρομάζει ή να απωθεί τους λιγότερο μυημένους στην τέχνη ή όσους είναι σε άρνηση ότι η ομορφιά και η αλήθεια δεν είναι πάντα «στρογγυλή», «πλαστική» ή «ηλιόλουστη», αλλά συχνάζει και σε πολύ υπόγεια και σκοτεινά μέρη.

Ο Jung έγραψε ότι «…η τέχνη αντιπροσωπεύει μια νέα σύνθεση ανάμεσα στον εσωτερικό υποκειμενικό κόσμο του καλλιτέχνη και στην εξωτερική πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης/εκπαιδευόμενος-θεραπευόμενος/η, συχνά ασυνείδητα, επιλέγει υλικά από την εξωτερική και από την εσωτερική πραγματικότητα. Το έργο ενσωματώνει ένα συνδυασμό και των δύο και η ολοκλήρωση αυτή δίνει μια αίσθηση συμφιλίωσης και αποδέσμευσης».

Ως κοινωνία στο σύνολο μας,  με εξαιρέσεις στον κανόνα, θεωρώ ότι είμαστε ακόμη πολύ φοβικοί, θαυμάζουμε μεν τα ελεύθερα πνεύματα και όσους έχουν έρθει σε επαφή με την αντισυμβατική τους πλευρά, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται «σκοτεινή», αλλά παράλληλα αυτό μας απωθεί γιατί μας βγάζει εκτός ασφαλούς κοινωνικού πλαισίου καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστούμε ως «περίεργοι», να στιγματιστούμε ως μη συμβατοί. Προσέξτε το μέσο όρο, τι μουσική ακούει, τι παραστάσεις προτιμάει, ποια είναι η αισθητική του. Τρέμει μην τυχόν και διασπάσει την ομοιομορφία και τη σύμβαση γιατί θέλει κάπου να ανήκει.  Η αίσθηση της συμφιλίωσης και αποδέσμευσης για την οποία μίλησε ο Jung, είναι κάτι που επιχειρείται και επιζητείται από τους καλλιτέχνες και τελικά αγγίζει όσους έχουν την ίδια δίψα να ζήσουν τις ζωές τους αυθεντικά, όχι όλους. Σκέφτομαι «φωναχτά» περισσότερο τώρα, η ερώτησή σας είναι δύσκολη και χρειάζεται πολλή σκέψη.

Σας ευχαριστούμε θερμά!

Θα ήθελα κι εγώ να σας ευχαριστήσω πολύ που μιλήσαμε και είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον καλλιτέχνη αυτό λίγο περισσότερο σε όσους μέχρι τώρα τον αγνοούσαν.

3023_beksinski

Είμαι νεκρή εδώ και πολύ καιρό

Πίσω στις ρίζες μου

Τραγουδώ χωρίς ελπίδα στα σύνορα

Έρχονται φορές που γυρνώ και τσακώνω την μυρωδιά σου. Και δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν μπορώ γαμώτο να συνεχίσω χωρίς να εκφράσω αυτην την γαμημένη αίσθηση της γαμημένης επιθυμίας που έχω για σένα. Και δεν μπορώ να πιστέψω πως εγώ αισθάνομαι έτσι για σένα ενώ εσύ δεν αισθάνεσαι τίποτα. Δεν αισθάνεσαι τίποτα;

Σάρα Κέιν: 4:48 ψύχωση

Μετάφραση: Μαρία Ροδοπούλου

 

* Η Μαρία Αθανασέκου είναι Ιστορικός Τέχνης, απόφοιτη της Φιλοσοφικής Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, διδάκτωρ της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ. Διδάσκει στο ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Frederick και είναι ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Επίσης, έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και σε άλλα πανεπιστήμια. Δίνει διαλέξεις για θέματα Ιστορίας Τέχνης σε ποικίλους φορείς. Συμμετέχει με ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια, άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, έχει γράψει κεφάλαια σε βιβλία και έχουν εκδοθεί δύο βιβλία της σε ηλεκτρονική μορφή.

Της αρέσει να αφηγείται ιστορίες της τέχνης, να μοιράζεται και να επικοινωνεί μέσω της εικόνας. Πιστεύει ότι η τέχνη έχει μεγάλη δύναμη και ιστορίες να μας πει, πολλές, αν όχι όλες, μας αφορούν ή θα μας αφορούν σε κάποια από τις περιόδους της ζωής μας, όσο διευρύνεται το υπαρξιακό μας πεδίο.

[1] Απ’ το ποίημα του Trakl «Unterwgs», σε μετάφραση Έλενας Νούσια.

[2]    Η. L. Borges, Ο Δημιουργός, Ύψιλον, 1985.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.