Duets >  «Μα εγώ είμαι άνθρωπος, Μαρία, το ξέρεις»

 

Γράφει η Μαρία Πανούτσου.

31/01/2019

 

VIVRE POUR TOUJOUR
Τους ευνούχισαν μια μέρα στα κρυφά
όλους μαζί στο ίδιο ταμπλό
Αυτοί και αυτοί.
Ο χρόνος ο σημερινός έχει γείρει
προς τα πίσω και η πράξη
αυτή καθ’ εαυτή σιγά – σιωπηλά τρώει σαν
ξεδοντιάρικο μωρό, το παξιμάδι
χωρίς όρεξη και με δήθεν σαβουάρ-βίβρ.
                                                                                                                                                                                   Μαρία Πανούτσου

 

Duets

Στον Ζυγό και οι δύο ή ένα παιχνίδι για δύο

 

Η συνύπαρξη δυο ανθρώπων είναι δύσκολη. Ίσως η συνύπαρξη στο παιχνίδι, να γίνεται ευκολότερη. Η ιδέα των Duets “Στον Ζυγό και οι δύο ή ένα παιχνίδι για δύο” μου γεννήθηκε όταν μια μέρα, σε ένα σχέδιο φίλου, θέλησα να “απαντήσω” με ένα ποίημα και έτσι άρχισα να βλέπω σχέδια, φωτογραφίες, και μικρά κείμενα ως αφορμή, ως μια ηχώ, μιας σκέψης, μιας αίσθησης του “άλλου”, ένα παιχνίδι σχέσης με όσο γίνεται περισσότερη αθωότητα. Μια αθωότητα που κουβαλά την πονηριά του παιχνιδιού. Επιθυμητή συνύπαρξη στα Duets με υλικό που δημιουργείται ακριβώς για τη συνεργασία μας αυτή. Τα Duets προκύπτουν με  σύγχρονους ποιητές και καλλιτέχνες αλλά και με ποιητές που δεν ζουν πια αλλά έχουν τις ρίζες τους μέσα μας. Τα κείμενα που θα παρουσιάζονται και το υλικό, επιδιώκουμε το μεγαλύτερο μέρος να είναι πρωτοεμφανιζόμενο στην στήλη αυτή, μια και το παιχνίδι ζητά ακριβώς, μια άμεση και στο παρόν δημιουργία και συνεργασία, δύο ανθρώπων, του πομπού και του δέκτη. Κείμενα αλληλοεπιδράσεων.

 

Σήμερα στα Duets

Βλαντίμιρ  Μαγιακόφσκυ –  Ποίηση

Μαρία Πανούτσου – Κείμενα  Ποίηση

Εικόνα – Βλαντίμιρ  Μαγιακόφσκυ

 

Duets_1

 

.                                           AN OVERDOSE MAN

 

Λίγα Λόγια

Κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλίο, για τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ. Μυθικό πρόσωπο της δικής μου εφηβείας και αργότερα ένας σεβασμός στον εξ’ ιδιοσυγκρασίας έφηβο. Το βιβλίο, σε μετάφραση του Πέτρου Ανταίου, εκδόσεις Οδυσσέας 2001. Με συγκίνηση που προσπαθώ να πειθαρχήσω, ξεκινώ αυτό το μικρό αφιέρωμα σε έναν άνθρωπο που υπήρξε σταθμός  στην ιστορία της λογοτεχνίας. Στόχος μου να παροτρύνω να έρθουμε σε επαφή και πάλι, με το έργο και την ζωή του. Βρίσκω ‘ομοιότητες’ στις εποχές την δική του και την δική μας. Βρίσκω επίκαιρο το έργο του και τους προβληματισμούς του. Είναι από τις λίγες φορές που ζωή και τέχνη, συμβαδίζουν σε έναν άνθρωπο στενά δεμένες  και με τον ‘μοναδικά’ απόλυτο τρόπο, που έζησε, τα 36 του χρόνια, ο ποιητής.

 

{….}Ο ποιητής

μένει πάντοτε χρεώστης

απέναντι στον κόσμο.

Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες

για τον πόνο των ανθρώπων.

Μένω χρεώστης

απέναντι στην φωτοχυσία του Μπρόντγουεϊ

απέναντι σε σας, σύννεφα της Βαγδάτης

απέναντι στον κόκκινο στρατό, στις βυσινιές της Ιαπωνίας

που δεν πρόφτασα ως  τώρα

να τις τραγουδήσω

 

Β.Μ 1926

Μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου από το βιβλίο ‘Διάλεξα’ εκδ. τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ 1984

 

Μία τελευταία του ερωτική περιπέτεια, άκουσε τον πυροβολισμό, καθώς έφευγε βιαστικά να πάει στην πρόβα. Ήταν μια νεαρή ηθοποιός. Ποιος πάτησε την σκανδάλη, ο ίδιος ο ποιητής,  ή ένας πράκτορας της ΚGΒ; Κανένας δε μπορεί να πει τι έγινε ακριβώς. Ένα είναι το σίγουρο, πολύ σύντομα δεν θα άντεχε την επανάσταση την Οκτωβριανή όπως εξελισσόταν, αλλά και δεν ήταν ο άνθρωπος, που θα γινόταν φυγάς και θα άφηνε την γη που τόσο  αγάπησε, για μια ήσυχη και καλύτερη ζωή. Ήταν ζήτημα χρόνου ο θάνατος του. Ένα σύννεφο με παντελόνια ήταν ο άνδρας αυτός. Το τρίπτυχο που πρέσβευε, Έρωτας -Τέχνη –Επανάσταση, μεταφράστηκε σε ποίηση, ζωγραφική και οριακές σχέσεις έρωτα. Έφυγε νωρίς, όπως μάλλον το ήθελε. Η σχέση ζωής και θανάτου, εμφανίζεται επαναληπτικά στο έργο του. Η επανάσταση που ο ίδιος πίστευε δεν είχε καμία σχέση με την επανάσταση στην Ρωσία το 1917, με την οποία βέβαια ήρθε σε επαφή άμεση, την υπηρέτησε, δούλεψε με πίστη γι’ αυτήν, εμπνεύστηκε από αυτήν και τον απογοήτευσε  θανατηφόρα. Έζησε σε αδιέξοδο για κάποιο καιρό. Ένας άνθρωπος σαν τον Μαγιακόφσκυ δεν μπορούσε να μην ενσωματωθεί στην ιστορία του τόπου του, η όποια και τον αφάνισε. Στο ενδιάμεσο  είχε την καθαρότητα και την δύναμη να κάνει αυτό για το όποιο ήταν ταγμένος. Στις 14 Απριλίου του 1930, σε ηλικία 36 ετών, ο ποιητής έθεσε τέρμα στη ζωή του με μια σφαίρα στο κεφάλι γράφοντας στο τελευταίο ποίημά του “….Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα….”

 

{….}Η ποίηση – είν’ ένα ταξίδι

σ’ άγνωστη χώρα.

Η ποίηση- είναι ταυτόσημη

Με την παραγωγή ραδίου

Για μια και μόνο λέξη

λιώνεις χιλιάδες τόννους

γλωσσικό μετάλλευμα.

 

Β.Μ 1926

Μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου από το βιβλίο ‘Διάλεξα’ εκδ. τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ 1984

 

Ο Βλαντιμίρ  αγάπησε τόσο πολύ την ζωή, που κάηκε στην προσπάθεια να αποδώσει τα μέγιστα σε αυτήν. Αυτοκτόνησε ή τον δολοφόνησαν ( δε υπάρχουν στοιχεία) δεν έχει πια  και πολύ σημασία. Σημασία έχει ο τρόπος που έζησε, που επέβαλε τους όρους του στην ζωή του και στην κοινωνία, όσο ζούσε. Το έργο του δεν είναι παρά αυτές οι αρχές αυτές οι αγωνίες του. Πάλεψε για την κοινωνία αλλά και για το δικαίωμα της ελευθερίας του ατόμου.  Μαζί με την ποίησή του, που δεν το φαντάστηκε, αλλά την βίωνε καθημερινά, μας άφησε  και μια ωραία ιστορία. Την ιστορία του. Ένα μυθιστόρημα αγάπης. Από μικρός διωχνόταν  από παντού, ήταν ένας ‘OVERDOSE MAN’  φυσικό ήταν να μην τον αντέξει και η ζωή. Για μένα η ζωή του έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και καθώς ξετυλίγεται μπαίνουν εμβόλιμα και τα ποιήματα του, μια μαρτυρία ένα ημερολόγιο. Έτσι θα διάβαζα και διαβάζω τον Μαγιακόφσκυ.

 

Ά Μέρος

 

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ – Ποιήματα

 

Τίποτα δεν καταλαβαίνουν

 

 

Μπήκα στο κουρείο κι είπα ήρεμος

«Παρακαλώ κουρέψετέ μου τα αυτά»

Ο φαλακρός  κουρέας έγινε ανήμερος

χνούδιασε και τεντώθη ξαφνικά

το πρόσωπό του σαν αχλάδι

«Μαιμούνι!

Χαμίνι!» –

Από στριγκλιά σε  στριγκλιά

γύριζαν οι βρισιές, πάλι και πάλι

και σαν ρεπάνι σπορικό χαχάνιζε

από το πλήθος ξεχωρίζοντας κάποιο κεφάλι

1913

 

Πρωί

 

Βροχή συνοφρυωμένη έκοβε τα μάτια

Και πίσω απ’ το

κάγκελο

με την κρυστάλλινη

σιδερένια σκέψη των γραμμών –

στρώμα φτερών.

 

Και πάνω

σ’ αυτά

των ανατέλλοντων αστεριών

τα πόδια ακουμπούνε απαλά.

 

Αλλά ο θά-

νατος  των φαναριών

των τσάρων

με αερίου κορόνα

πιο  επίπονα ακόμα

 

έφερνε στ μάτια

ένα μπουκέτο από τσακωμένες πόρνες.

 

Και φριχτό

των χωρατών

το γέλιο καυτό-

από κίτρινα τριαντάφυλλα

φαρμακερά

φύτρωσε

σε μορφή ζιγκ ζαγκ

 

Πίσω απ΄ το θόρυβο

και το φόβο

να δεις κάτι

είναι χαρά στο μάτι:

δούλοι

των σταυρών

υποφέροντας- ήρεμα-αδιάφορα,

 

φέρετρα

σπιτιών

κοινών

έριξε η αυγή σ’ ένα φλεγόμενο άμφορα

 

1912

 

Αποχαιρετισμός

 

Το τελευταίο φράγκο

τ’  άλλαξα στο ταξί.

  • Πότε φεύγουμε για τη Μασσαλία;

Τρέχει

το Παρίσι

στο μεταξύ

αποχαιρετώντας με

μ’ όλη του την μαγεία.

Κύμα του αποχαιρετισμού

Έλα

στα μάτια μου υγρό

και με συναισθηματισμό

γέμισέ μου την καρδιά.

 

Να ζήσω θα ‘θελα

και να πεθάνω

εδώ,

αν δεν υπήρχε

η Μόσχα

να με καρτερά.

 

1925

Μετάφραση Γιώργος Μολέσκης (Ρώσοι ποιητές του 20 ου αιώνα εκδ, Μεσόγειος)

.

 

Σύννεφο με παντελόνια*2

1915-1916 τετράπτυχο

Αποσπάσματα Μετάφραση Πέτρος Ανταίος

 

Μαρία! Μαρία! Μαρία!
Άσε με να ‘μπω Μαρία!
Δε βαστώ πια στους δρόμους!
Δε θες;
Περιμένεις
σε λάκκους να βουλιάξουν τα μάγουλά μου

κι έτσι απ’ όλες δοκιμασμένος,

γλυκανάλατος

να ’ρθω
και φαφούτικα να ψευδίσω, πως

σήμερα είμαι

«απίθανα τίμιος».

Μαρία,

βλέπεις,

έχω αρχίσει

να καμπουριάζω.

Στα σοκάκια

οι άνθρωποι
μέσ’ απ’ το λίπος της τετραώροφης σγάρας τους
θα ξετρυπώσουνε τα ματάκια,
τα φαγωμένα απ’ τη σαραντάχρονη χρήση,
κάνοντας χάζι
με πνιχτά χαχανητά,
που στα δόντια κρατάω-
-ξανά-
το μπαγιάτικο κουλούρι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.

Πλημμύρισε η βροχή
με λυγμούς τα πεζοδρόμια·

κυκλωμένη απ’ τους νερόλακκους λωποδύτρα,

μούσκεμα, γλείφει του δρόμου

το στουπωμένο απ’ το λιθόστρωτο πτώμα,

ενώ στα λευκά τσίνορα, άκρη ως άκρη

-μάλιστα-
στων κρουστάλλων τα τσίνορα

-μάλιστα, κοίτα-
στα χαμηλωμένα μάτια απ’ τα λούκια

σταλάζει το δάκρυ.
Μαρία!
Πώς στ αφτί τους, απ’ το λίπος πρησμένο,

να τρυπώσει μια λέξη απαλή;
Το πουλί
με το τραγούδι του διακονεύει,

τραγουδάει πεινασμένο,

ηχερό.
Μα εγώ είμ άνθρωπος, Μαρία, το ξέρεις,

απλός,
που μ’ έφτυσε η νύχτα η χτικιάρα

στης Πρέσνιας το βρόμικο χέρι.

Μαρία, τέτοιον με θέλεις, λοιπόν;
Άσε με να μπω, Μαρία!
Με δάχτυλα σπασμωδικά θα σφίξω

του κουδουνιού το σιδερένιο λαιμό!

Μαρία!

Αγριεύει των δρόμων η βοσκή.
Το λαιμό μου πληγώνουν
τα δάχτυλα του συνωστισμού.

Άνοιξέ μου!
Πονώ!

Βλέπεις – οι καρφίτσες απ’ τα γυναικεία καπέλα

στα μάτια μου έχουν μπηχτεί!

Άνοιξες!

Μωρό μου!
Μη φοβάσαι πως στο σβέρκο μου το βουβαλίσιο

υδροκοίλες γυναίκες, βουνό έχουν καθίσει,
πως απ’ όλη μου τη ζωή που πέρασε

σέρνω εκατομμύρια πελώριους καθάριους έρωτες,
δισεκατομμύρια μικρούς βρόμικους ερωτάκους.
Μη φοβάσαι,

ξανά, πως
στη βαρυχειμωνιά της προδοσίας,
θα πεις «ξανακύλησες
στις χιλιάδες τις ομορφούλες»
-τις «ερωτευμένες το Μαγιακόβσκι»-

ξέρεις, είν’ ολόκληρη δυναστεία

ανεβασμένος στην καρδιά ενός τρελού

βασίλισσες.

Πιο κοντά μου, Μαρία!
Με τσίτσιδη ξετσιπωσιά,
ή με τρέμουλο φοβισμένο,
των χειλιών σου δώσ’ μου την άφθαρτη γοητεία:
Ως ένα Μάη δεν πρόλαβα να ζήσω εγώ
μαζί με την καρδιά,
σ’ όλη μου τη ζωή
ο εκατοστός χειμώνας μόνο υπάρχει για μένα,

 

 

Μαρία!
Φοβάμαι, τ’ όνομά σου μην ξεχάσω,

όπως ο ποιητής φοβάται μην ξεχάσει

μια λέξη
γεννημένη σ’ ολονύχτιο αγκομαχητό,

στη μεγαλοσύνη της παρόμοια με το Θεό.

Το κορμί σου
θα το φυλάω και θα τ’ αγαπώ,
σάμπως φαντάρος,
απ’ τον πόλεμο κουτσουρεμένος,
άχρηστος,
μην ανήκοντας πια σε κανένα,

το πόδι του φυλάει το μοναδικό.
Μαρία-

Δε θέλεις;
Δε θες!

Χα!

Πάει να πει,

πρέπει πάλι,

την καρδιά μου να πάρω

σκυφτή, σκοτιδιασμένη,

απ’ τα δάκρυα σκαμμένη

πόνου ανείπωτου,

να την κουβαλήσω

σαν το σκυλί
που κουβαλάει στην τρύπα του

το πόδι του το κομμένο απ’ το τρένο.

Της καρδιάς μου το αίμα
δίνει στο χώμα
της χαράς το χρώμα.
Λουλούδια σκόνης στ’ αμπέχονο θα κολλήσει.
Χορεύοντας ο ήλιος τη γη,
χίλιες φορές θα τη στροβιλίσει
όπως η Ηρωδιάδα
το κεφάλι του Βαπτιστή.

Κι όταν φέρει τόσες στροφές στο χορό,

όσα τα χρόνια της ζωής μου ως το τέλος,

μιλιούνια στάλες αίμα θα χαράξουν το ντορό,

που οδηγεί, στο κατώφλι του Πατέρα.

 

Θα ‘βγω έτσι βρόμικος
(απ’ τις νύχτες που πέρασα στα χαντάκια),

θα σταθώ κοντά του

και σκύβοντας στ’ αφτί θα του πω:
Ακούστε κύριε Θεέ!
Πώς δεν έχετε σκυλοβαρεθεί

-σ’ αυτό το συννεφένιο ζελέ

να μουσκεύετε κάθε μέρα

τα πανάγαθα μάτια;
Ελάτε να παίξουμε τ’ αλογάκια

γύρω απ’ το δέντρο της γνώσης

του καλού και του κακού!
Συ ο παρών πανταχού,

σε κάθε μια κάβα θα τρυπώσεις,

και τέτοια κρασιά θα βάλουμε στο τραπέζι,

που θα θελήσει να χορέψει κι-κα-που

κι ο κατσούφης ακόμα Απόστολος Πέτρος.
Και στην παράδεισο

θα φέρουμε πάλι Ευάκια

-δώσε μου μόνο διάτα

κι απόψε κιόλας τη νύχτα,

απ’ όλα τα βουλεβάρτα
τα πιο ’μορφα κοριτσάκια

θα κουβαλήσω για σένα.

Θέλεις;
Δε θες;
Κουνάς το μπουκλάτο

κεφάλι σου;
Ζαρώνεις τ’ άσπρα σου φρύδια;
Καημένε μου, δε ρωτάς
-κείνος ο φτερωτός πίσ’ απ’ την πλάτη
σκαμπάζει από έρωτα;

 

Κι εγώ είμαι άγγελος. Ήμουνα μια φορά.

Ζαχαρένιο αρνάκι φάνταζα.
Μα δε θέλω πια να χαρίζω στις φορά-

δες απ’ το μαρτύριο των Σεβρών σκαλιστά βάζα.

Παντοδύναμε εσύ, ένα ζευγάρι χέρια εσοφίστης,

στον καθένα ένα κεφάλι κανόνισες

να του πάει-
μα γιατί δε σοφίστης, δίχως μαρτύριο ν’ αφήσεις

τον καθένα μας να φιλάει, να φιλάει, να φιλάει;!
Σε θαρρούσα παντοδύναμο Θέαρο

κι είσαι ατζαμής, τοσοδούλης Θεούλης, μισή φέτα.

Κοίτα δω, σκύβω κι απ’ της μπότας το λαιμό

βγάζω φαλτσέτα.
Φτερωτά καθάρματα εσείς!
Στην Εδέμ σας τσακιστείτε πίσω,

σε πανικό τρεμουλιάρικο, τινάζοντας τα φτερά σας!

Και σε, που βρομάς λιβάνι, θα σε σκίσω

από δω ως την Αλάσκα!

Αφήστε με!
Παραμερίστε!
Ψέματα αν λέω ή αλήθεια,

μόνο ήσυχος να μείνω δεν μπορώ.
Κοιτάχτε!
Τ’ αστέρια ξανά αποκεφάλισαν,

στάζει αίμα ο ουρανός σαν σφαγείο!

 

‘Ει, σεις!
Ουρανοί!

Το καπέλο σας βγάλτε!

Περνάω εγώ!

Ησυχία μουλωχτή.

 

Το σύμπαν κοιμάται,

ακουμπώντας στο μπράτσο

το πελώριο αφτί

κατάστικτο απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.

 

 

Β’ Μέρος

 

Μαρίας Πανούτσου – Ποιήματα

Δίπτυχο

 

Η πλατεία

α.

 

η πλατεία  δεν ήταν πια η ίδια

ο κύκλος  εχάθη

ούτε ένα πράσινο φύλλο

ένα ποτάμι από τσιμέντο

χύνεται βαθειά μέσα στα σώματα

κανείς πια δεν ακούει

τις καρδιές που χτυπούν

ένας σκύλος περιδιαβάζει την πλατεία

λίγο πριν το χάραμα

μυρίζει ανθρώπους

αλλά δεν τους βλέπει

 

από εκεί ψηλά                                                         ένα τελευταίο αστέρι χαιρετά τον ήλιο

κανένα βλέμμα προς τα  εκεί

 

μια φιγούρα ανέλπιστη σέρνεται

κοντά σε ένα κτίριο ερειπωμένο

που θυμίζει το  έτος 1967

ήμουν λέει  ένα μωρό και μεγάλωνα

 

τα ρούχα μύριζαν απλυσιά ημερών

τα τραπεζάκια ζητούσαν οβολό

περνούσα  με κλειστά μάτια

ονειρευόμουν ένα μέλλον

που έχει ήδη περάσει

 

 

Το τελευταίο Χιόνι

 

β.

Δεν είπε τίποτα/

ξάπλωσε στο κράσπεδο μια νύχτα/ με ανοιχτά τα μάτια/

 

κοιτούσε τον ουρανό/ καθώς έπεφτε το χιόνι αργά/

 

την σκέπαζε  ασίγαστα/

 

πρόλαβε να κρυώσει τόσο/ που βόγκαγε  στον  πόνο/

πρόφτασε να θυμηθεί/

τον έρωτα /

όταν η καρδιά της σπαρτάρησε /

άφησε έναν ήχο/

ίσο μ έναν ήχο βιολιού/

 

είχε ήδη απομακρυνθεί  για το μεγάλο ταξίδι/

το σύμπαν/ το σύμπαν/

 

και κοιτούσε από μακριά  /

 

την άδεια παγωμένη πλατεία /

κι εκεί ένας όγκος μικρός/

φαινόταν/                              σαν ένας τάφος μωρού/

στο κέντρο της πλατείας /

και τότε ένοιωσε/ τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της /

ν’ ανήκει πια  άλλου/

 

η  θύμηση του κορμιού του/

την γλύκανε για λίγο/

πριν ο εγκέφαλος της/ πετάξει και αυτός/ για άλλα μέρη

 

έμεινε παγωμένη κάτω / στο άπατο το  χιόνι

τα χείλη μαβιά/

 

την άλλη μέρα την βρήκαν να λάμπει  η ασπράδα της/

πιο άσπρη /και από ένα ποτήρι  γάλα/

 

στο χέρι της είχε σφίξει ένα  κομμάτι χαρτί /

που δεν μπορούσαν να το τραβήξουν /

θα σχιζόταν  έτσι μικρό που ήταν /

 

το άφησαν  εκεί/

 

την ακολούθησε το χαρτί αυτό /στο τάφο της/

 

κανείς δεν ήξερε /γιατί το κράτησε στην χούφτα της/

εκείνες τις τελευταίες  ώρες/

 

 

Μαρία Πανούτσου για τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ

16-17-18/01/2019

 

Βιογραφικό

Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι (19 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου 1930) Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα.

https://el.wikipedia.org/wiki/Βλαντίμιρ_Μαγιακόφσκι

https://www.net-film.eu/film-48594/

 

Βιβλία

Ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό.  Σερένα Βιτάλε

Μετάφραση:Έφη Καλλιφατίδη, Αλέξης Πάρνης

 

https://www.politeianet.gr/sygrafeas/mayakovsky-vladimir-21215

 

Mayakovsky: A Biography by Bengt Jangfeldt

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ Μετάφραση Πέτρος Ανταίος εκδόσεις Οδυσαίας. 2001

Τοrbjorn Safve, Φλέγομαι, Μτφρ.: Γρηγόρης Κονδύλης, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Σημειώσεις

Τα ζωγραφικά του έργα και τα σχεδία πληθωρικά όπως ο ίδιος ανήκουν στην φουτουριστική σχόλη.

Το Σύννεφο με Παντελόνια είναι το πρώτο επαναστατικό ποίημα του Μαγιακόβσκι.
Μιλώντας στις 25 του Μάρτη 1930 σε συνοικίας της Μόσχας, ανέφερε:

Το Σύννεφο άρχισα να το γράφω το 1913, τελείωσε το 1915 και ο πρώτος τους τίτλος ήταν Δέκατος τρίτος Απόστολος. Όταν πήγα στη λογοκρισία με ρώτησαν. «Επιθυμήσατε λοιπόν τα κάτεργα;»  Τους είπα πως επ’ ουδενί λόγο θα το ‘θελα αυτό. Τότε μου σβήσανε έξι σελίδες, συμπεριλαμβανομένου και του τίτλου. Με ρώτησαν πώς μπορώ να συνδέω το λυρισμό με τόσο μεγάλη χυδαιότητα. Τότε τους είπα: «Εντάξει,

θα ‘μαι αν επιθυμείτε σαν λυσσασμένος, κι αν πάλι θέλετε θα ‘μαι ο πιο τρυφερός„ όχι άντρας, μα σύννεφο με παντελόνια».Σε ξεχωριστή έκδοση βγήκε το Σεπτέμβρη του 1915 στην Πετρούπολη, κομμένο σε πολλά σημεία από τη λογοκρισία. Ολόκληρο, χωρίς κοψίματα, βγήκε για πρώτη  φορά στις αρχές του 1918 στη Μόσχα, με πρόλογο του Μαγιακόφσκι, όπου ανέφερε χαρακτηριστικά:

 

Πηγή- Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ  μετάφραση Πέτρος Ανταίος  εκδόσεις Οδυσαίας. 200

 

 

Στον Ζυγό και  οι δύο ή  ένα  παιχνίδι για δύο: Σύλληψη, έρευνα, οργάνωση και εκτέλεση: Μαρία  Πανούτσου.

 

Επιμέλεια: Αλεξία  Κατσαβού

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροOι Ταινίες της Εβδομάδας στις αίθουσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Επόμενο άρθροΧωρισμός, Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.