Με αφορμή το έργο του Γιάννη Κουνέλλη
Γράφει η Μαρία Πανούτσου
Γιατί ART(e) POVERA στην δεκαετία του ’60
Η νύχτα σου βγάζει την ανάσα,
η νύχτα σου βγάζει τα παπούτσια,
η νύχτα σου βγάζει το σακάκι,
σου βγάζει το παντελόνι, σου βγάζει τις κάλτσες,
σου βγάζει το λευκό πουκάμισο,
και το φεγγαρόφωτο φωτίζει τ’ ανάκατα μαλλιά
από τη μανία του ανέμου.
Η νύχτα σε παραδίνει γυμνό να παρατηρείς μπρος στον καθρέφτη
τη σκοτεινή λευκάδα του δέρματος.
Ο θάνατος λικνίζεται πάνω από την καρέκλα
και το στρωμένο τραπέζι.
Όλα είναι έτοιμα για να ζήσεις σήμερα, ή για να πεθάνεις σήμερα.
Ποίημα του Γ. Κουνέλλη
Από τον Γκροτόφσκι, τον Πολωνό Θεατράνθρωπο, μέχρι την ομάδα Ιταλών καλλιτεχνών, ο όρος Poor theatre* – Teatru ubogiego, arte povera, φτωχό θέατρο, φτωχή τέχνη, απλώθηκε πολύ πέρα από την Ιταλία και την Πολωνία. Το κίνημα αυτό γεννήθηκε και ανήκει στην δεκαετία του ’60. Αναρωτιέμαι αν ήταν η δεκαετία αυτή, μια χαριστική επιτυχία για την κοινωνία, πριν το σκοταδισμό του 21ου αιώνα. Μήπως είναι παράδοση στην ανθρώπινη μοίρα, κάθε αιώνας να έχει τα σημάδια της βαρβαρότητας, στην ιστορία του. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος αλλά με διαφορικά αποτελέσματα για την κοινωνία. Δεν υπάρχει ο χρόνος χάριτος που δόθηκε στην δεκαετίας του’60, αντίθετα, σήμερα για το άτομο, δεν θα υπάρχει καθόλου χρόνος.
Ο Γ. Κουνέλης σε χαρακτηριστική πόζα καθώς προετοιμάζει έκθεση του.
Ήθελα από καιρό να γράψω ένα κείμενο για τον Έλληνα εικαστικό, Γιάννη Κουνέλλη. Μεσολάβησε ο θάνατος του – περίεργο να πεθαίνουν οι άνθρωποι – και το άφησα για λίγο το κείμενο αυτό. Σήμερα αποφάσισα να οργανώσω κάποιες σκέψεις μου και να κρατήσω σημειώσεις. Δεν ξέρω αν θα το ολοκληρώσω, μάλλον είμαι οπαδός των σημειώσεων, και των εργασιών σε εξέλιξη.
Σε ένα κείμενο πoυ έχω γράψει με τον τίτλο, ‘THE SIXTIES…
‘From Me to You ” LA..LA..LA (*) στα Αγγλικά το 2003, λέω:
{…}Όταν λέμε «Αυτό συνέβη στη δεκαετία του εξήντα» το μυαλό μας αναφέρεται άμεσα στους Beatles, στη μίνι φούστα της Mary Quant , στην ταινία Easy Rider , στον Μάιο του 68, στους Χίπις και στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Πρόκειται για μια πρώτη γρήγορη αντίδραση του νου μας, σε αυτό το κίνητρο, όπως λέμε, αυτή είναι η «πρώτη σελίδα» της δεκαετίας του εξήντα, το πιο αναγνωρίσιμο τμήμα αυτής της σημαντικής και λαϊκής ιστορικής περιόδου, που είναι ακόμα πολύ κοντά μας μέχρι στιγμής. H δεκαετία του ’60 είναι ένα μέρος του σύγχρονου κόσμου και στα λόγια του Άγγλου καθηγητή της Ιστορίας, Arthur Marwick: ‘’ a period of exceptional culture and social change’’ (μια περίοδος εξαιρετικής κουλτούρας και κοινωνικής αλλαγής ), που εξακολουθεί να επηρεάζει την εποχή μας. Οι νέοι είχαν ξαφνικά μια σημαντική φωνή, ακούγονταν{…..}
Μπορεί ο όρος Arte- Povera να επισημοποιήθηκε στην Ιταλία, όμως η ιδέα, η ουσία της φτωχής τέχνης ήταν το ζητούμενο την εποχή εκείνη, για μια επιστροφή στις ρίζες και σε πιο λαϊκές μορφές τέχνης. Η ιδέα αυτή ήταν διάσπαρτη μεταξύ ’60’ και ’70 και επηρέασε όλες τις μορφές τέχνης και το σύνολο των καλλιτεχνών.
Οι προτάσεις της Arte- Povera στόχευαν να ξαναδεί ο καλλιτέχνης την ζωή και την τέχνη από την αρχή.
Ο Γ. Κουνέλλης (1936 – 2017) μαζί και οι άλλοι του κινήματος, εξιστορεί με αφαιρετικό, ποιητικό τρόπο με υλικά πρωτογενή, μαστορικής αλλά και λέξεις και γράμματα σύμβολα μιας γλώσσας χαμένης και πιο συγκεκριμένα της μητρικής του γλώσσας που έχει στερηθεί, μεταφέροντας τον κόσμο του, σε ένα άλλο τόπο, σε μία άλλη γλώσσα.
Και στην ελληνική γλώσσα και στα ιταλικά του Γιάννη Κουνέλλη, στα κείμενα του εν γένει γραπτά και προφορικά, διαφαίνεται μια ταραχή, μια εμμονή στην φιλοσοφική πλευρά της δουλειάς του για την διαμόρφωση μιας νέας θεωρητικής βάσης, πάνω στην οποία να φαίνεται καθαρά ότι στήριξε το έργο του δημιουργώντας έτσι και την δική του προφορική παράδοση και στην εννοιακή προσέγγιση του κόσμου (Art Conceptual ). Αυτή η θεωρητική πορεία είναι μια παράλληλη και απόλυτα συνδεδεμένη πορεία με την εξέλιξη της δουλειάς του. Στην χρήση της γλώσσας και στην μητρική του και στην δεύτερη του γλώσσα την Ιταλική, αποτυπώνεται η σχάση. Εκφράζει με τον τόνο, την ένταση, το λεξιλόγιο, την σύνδεση και χρήση των εννοιών, τον εκπατρισμό του και την ενσωμάτωση-σύντηξη -του σε μια άλλη χώρα. Η τέχνη του είναι αναντίρρητα γνήσια Ελληνική.
Το έργο του βέβαια ανήκει σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο, χρονικά και ιδεολογικά, στη Arte- Povera της δεκαετίας του ’60 με ’70’ που την υπηρέτησε σε όλη την διάρκεια της ενεργής ζωής του. Οι συνθέσεις, η φιλοσοφία του, οι εικόνες του, τα αντικείμενα, έρχονται από τις μνήμες του και την ζωή του στην Ελλάδα μέχρι την στιγμή της μετανάστευσης. Το έργο του ελληνικό και με μια έννοια συγχρόνως παγκόσμιο, αφού αφορά το ακατέργαστο, το απαραίτητο πρώτο υλικό, για ποικίλες εργασίες χρήσιμες για τον άνθρωπο και όσο γίνεται λιγότερο διακοσμητικές.
Τα υλικά που χρησιμοποίησε ο Γ. Κουνέλλης δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο. Αρχετυπικές πρώτες ύλες: Τσουβάλι( κάμποτο), σίδερο, ξύλο, χαρτί, μαλλί (ύφασμα), θάλασσα, (καράβι) δένδρο, (φυτό) πέτρα, κάρβουνο, γυαλί (μπουκάλια) φωτιά (κερί) γύψος, πανί (τουλουπάνι) και ζώα. Ο Κουνέλλης μιλάει για τον πολιτισμό και τον άνθρωπο αν και δεν φανερώνει το πρόσωπο του ανθρώπου, με εξαίρεση την παρουσία του ίδιου, ως μοντέλο. Μας δείχνει το αντικείμενο/τα αντικείμενα / που πέρασε/σαν, από το χέρι του ανθρώπου. Αντί να ζωγραφίζει τοπία και τον άνθρωπο κάπου εκεί μέσα, αφήνει τον άνθρωπο μακριά από τις συνθέσεις του. Κρατάει την δική του εικόνα ως δείγμα ανθρώπου και αποτυπώνει την ταυτότητα του στο έργο του, που είναι οι μνήμες του. Εδώ ο χρόνος είναι πρωταγωνιστής, αφού γίνεται συλλέκτης – ρακοσυλλέκτης, της ιστορίας του, που συμπίπτει με την ιστορία της πατρίδας του. Η Ελλάδα είναι το τραύμα και η Ιταλία η εξυγίανση (;). Από την Ιταλία πήρε την δύναμη που του έδωσαν οι άνθρωποι που τον δέχτηκαν, τον ενσωμάτωσαν στην ζωή τους, στην δράση τους και τον άφησαν ελεύθερο να προχωρήσει, να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την δική του ιστορία και έτσι να την σώσει, διατηρήσει, μνημονεύσει. Ο Κουνέλλης υπήρξε κρυφό–ηθοποιός, κρυφό- σκηνοθέτης, κρυφό-συγγραφέας, εκτός από γλύπτης και αρχιτέκτονας και μίλησε με μια γλώσσα αντικείμενων όπου οι λέξεις αφήνουν την θέση τους, στο ίδιο το αντικείμενο, χαράζοντας το σίδερο, το ξύλο, το γυαλί. Άλογα, κτίρια, αίθουσες, πλοία, επίπεδα, κατασκευές, σταυροί, όλα θυμίζουν μια εποχή παρελθοντική που ο Κουνέλλης επιστρέφει σ’ αυτήν. Μιλάει για αυτήν. Είναι ένας παραμυθάς μιας εποχής που έφυγε και που την νοσταλγεί. Στην χρήση της γλώσσας και στις συνθέσεις του, αποτυπώνεται διαρκώς η στέρηση του τόπου και ο ίδιος από ζωγράφος μετατρέπεται σε γλύπτη, καλλιτέχνη, ιστορικό, φιλόσοφο, και απολογητή της σύγχρονης ιστορίας και πραγματικότητας. Αυτό κυρίως, απολογητής.
Γνώρισα από κοντά το έργο του την πρώτη φορά στην Ρώμη το 1990, την δεύτερη φορά στον Πειραιά το 1994 στο Πλοίο ‘Ιόνιο’ (M/S ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΆΣ /) και την τρίτη φορά στο Λονδίνο στην Gallery ambika P3 το 2010.
Στο μεσοδιάστημα διάβασα άρθρα του, συνομιλίες και συνεντεύξεις, σε περιοδικά και βιβλία. Έμεινα σε επαφή με τις εικόνες του. Μπορώ να πω ότι με γοήτευσε και με προβλημάτισε το έργο του και ο τρόπος της σκέψης του.
Ο λόγος που με κέντρισε η δουλειά του ήταν πρωτίστως η θεατρικότητα, η εφευρετικότητα, η έμμεση νύξη στην λογοτεχνία, η αποδοχή από τον ίδιον της ζωής, όπως εμφανίζεται μέσα από χρηστικά αντικείμενα, η γοητεία της αφτιασίδοτης, αλλά καλά σκηνοθετημένης πραγματικότητας, ο αυτοσχεδιασμός με τους χώρους. Το παθιασμένο παιχνίδι με το εφήμερο και τις επιλογές του παρόντος χρόνου. Την παρουσία και έκθεση του εαυτού του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο έργο του Κουνέλλη, Όλα γεννιούνται ανάλογα με τον χώρο και το τι έχει στο μυαλό του κάθε φορά και μελετά με μεγάλη σαφήνεια την παραμικρή λεπτομέρεια. Μια βασανιστική και όλο αγωνία ματιά στο παρελθόν, καθώς προσπαθεί να κοιτάξει προς το μέλλον. Αποζητά την ελευθερία που την είχε ανάγκη ο άνθρωπος και τη αίσθηση της απτής πραγματικότητας, μετά από όλα όσα συνέβησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο χώρος πολύ σημαντικός και καθοριστικό στοιχείο για τον Γιάννη Κουνέλλη. Xώρος – Space – Spazio, ‘The Space of Thoughts’.
Μακριά από τον περιορισμένη επιφάνεια του καμβά, του τελάρου, της μοναξιάς του ζωγράφου στο εργαστήρι του, που τόσο τον βάραινε. Αφήνει το σώμα του να περιπλανηθεί σε χώρους που είναι πιο κοντά στην άπλα της γης και το σώμα του γερό, δυνατό, τετράγωνο, να αφήνεται να εργαστεί με τα υλικά του σαν μικρός θεός, να γεννά ένα νέο σύμπαν, όπου o ‘ άλλος ’ ο θεατής, ο αναγνώστης, ο επισκέπτης, μπορεί να αγγίξει, να νοιώσει το βάρος, την διαφορά από υλικό σε υλικό, τον όγκο των αντικειμένων, μια γλυπτική αρχιτεκτονική ουσιαστικά δουλειά. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ένας performer, ένας χορευτής, εκφραστικός, με κινήσεις στιβαρές, πλάθει τον αέρα και τον τιθασεύει με εργαλεία χρήσιμα ή με άχρηστα, πια μνήμες εργαλείων, όπως λέμε, μνήμες ζωής.
Το έργο του Κουνέλλη είναι πολιτικό, φιλοσοφικό όπως το θέλησε και το όρισε και εκφρασμένο με αντικείμενα και χώρους. Η ντουλάπα, το παλτό, το κουτί, το κλειδί, το πλοίο, ο σταυρός, θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν την καταγραφή των αντικειμένων. Όλα αραδιάζουν λέξεις με μια άλλη μνημειακή προφορά, τόσο, που να τις κλειδώνουν μέσα στην ύλη.
Το κυρίαρχο χρώμα του είναι το μαύρο, το μπεζ, το καφέ, το γκρι και άσπρο και λιγότερο το πράσινο σκούρο. Χρώμα του πένθους, της γης, της διακριτικότητας, της συστολής, της δύναμης του πάθους με την έννοια του παθαίνω, της βίας του πολέμου, της μοναξιάς. Το χρώμα του, γράφει παρά ζωγραφίζει ότι φοβερό βίωσε ο κόσμος στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (απόηχος) και στον Ελληνικό εμφύλιο («Ο εμφύλιος είναι το τέλος της ιδέας ενός πολιτισμού» λέει ο ίδιος).
Η ατμόσφαιρα του Πειραιά στον εμφύλιο μόνο ο ίδιος ξέρει πόσο τον πλήγωσε. Ζωγραφίζει με θλιμμένο τρόπο τα δεινά του ανθρώπου αλλά συγχρόνως καθαίρει το κακό και δημιουργεί μια νέα μαγεία, που το υπερβαίνει.
Την ίδια εποχή δυο Πολωνοί σημαντικοί θεατράνθρωποι εκφράστηκαν με την POOR ART.
Ο μεν J. GROTOWSKI με το ‘για ένα φτωχό θέατρο’ (Poor theatre) KU TEATROWI UBOGIEMU και ο TADEUSZ KANTOR* με το ‘Dead class’ (The Zero Theatre -1969). Προφητικοί και οι δυο και με κοινά στοιχεία με τον Γ. Κουνέλλη. Βρήκαν μια δική τους γλώσσα που όμως ταίριαζε με το κίνημα και τις πνευματικές ανάγκες της τότε εποχής. Οι καλλιτέχνες της δεκαετίας αυτής από όπου και να προέρχονται χωρίς να αποκόβονται από την τότε καλλιτεχνική παγκόσμια κοινότητα, εξέφρασαν ο καθένας χωριστά όλη την προσωπική τους αγωνία για γνησιότητα και επιστροφή σε ανθρώπινα μεγέθη. Οι επιρροές είναι φανερές από τον έναν στον άλλον. Ο TADEUSZ KANTOR υπήρξε αρχικά εικαστικός και ο GROTOWSKI υπήρξε πάνω απ’ όλα φιλόσοφος, ερευνητής της ανθρώπινης ψυχής και συγγραφέας, που έγραφε με τα σώματα των ηθοποιών. Και οι τρεις αγάπησαν το θέατρο και κινήθηκαν στα χνάρια του, υιοθέτησαν στοιχεία και αρχές του θεάτρου. Κατάλαβαν όμως, ότι το θέατρο είχε τραυματιστεί από τον άνθρωπο και έτσι δημιούργησαν ένα δικό τους θεατρικό γίγνεσθαι, που ένωνε όλες τις τέχνες. Ξεχώρισε στο έργο τους, δυο βασικά χαρακτηριστικά: Η φύση και οι πνευματικές ρίζες του ανθρώπου.
Ο Κουνέλλης χρειάστηκε να φύγει από την Ελλάδα για να υπάρξει. Ο GROTOWSKI αποδυναμώθηκε όταν χρειάστηκε να φύγει από την πατρίδα του (Πηγαίνοντας ανατολικά μπόρεσε και ολοκλήρωσε την προσωπική του εικόνα και μείωσε έως την εξαφάνιση, την σχέση του με το θέατρο) και ο TADEUSZ KANTOR δεν το επιχείρησε καν να απομακρυνθεί από την πατρίδα του την Πολωνία.
Ο Γ. Κουνέλλης έφυγε νωρίς από την Ελλάδα, αυτό είναι βασικό. Και έτσι μεγαλούργησε. Ο ξενιτεμός δεν είναι καινούργιος ούτε για τους καλλιτέχνες ούτε για τον τόπο μας ούτε για την ανθρωπότητα. Όλοι κάποια στιγμή πρέπει να κάνουν και να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι όταν το χρειάζεται η ίδια τους η ζωή. Η δεκαετία του ’60 παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με το σήμερα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ίσως τα παθήματα του παρελθόντος να βοηθήσουν να μην γίνει ακριβώς η ίδια επανάληψη, κάτι θα είναι και αυτό.
{…} Έτσι, μεταξύ 1954 και 1974 έγινε μια πολύ παράξενη αλλαγή, με τη Βρετανία, την Αμερική και τον δυτικό κόσμο, ως πρωταγωνιστές. Όταν κοιτάμε πίσω στα γεγονότα εκείνης της περιόδου, ένα νοσταλγικό συναίσθημα έρχεται στην καρδιά μας σαν το αγαπημένο τραγούδι των Beatles «Penny Lane». Φυσικά είναι μια περιορισμένη προσέγγιση για να σκεφτεί κανείς ότι το ’60 δεν ήταν μόνο τραγούδια, λουλούδια και σεξουαλική ελευθερία.
Στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκύπτουν νέες κλίσεις, στάσεις, αξίες, πρακτικές και ιδέες.
Στο πλαίσιο της δεκαετίας του ’60 υπήρξε και ο Ψυχρός Πόλεμος, η αύξηση του ρατσισμού, η ανάπτυξη του ‘σεβασμού’ στην εξουσίας, η υποταγή των γυναικών στους άνδρες και ούτω καθεξής. Ο πόλεμος του Βιετνάμ ξεκίνησε το 1961 και διήρκεσε μέχρι το 1973, όπου η συμφωνία ειρήνης στο Παρίσι έδωσε τέλος σε αυτόν{….}
Το 2010 παρακολούθησα την έκθεση του Κουνέλλη στην ambika P3 στο Λονδίνο. Έβγαλα πολλές φωτογραφίες και έμεινα πολύ ώρα στην Γκαλερί, γράφοντας τις εντυπώσεις μου. Δεν ήθελα να αποχωριστώ την ύπαρξη των αντικειμένων καθώς συνομιλούσαν με μένα… και εγώ με αυτά. Με συγκινούσε πιο πολύ από πολλούς άλλους έλληνες εικαστικούς το έργο του Γ. Κουνέλλη ίσως γιατί είναι πολύ κοντά στην θέαση με την έννοια του θεάτρου, αφού στα έργα του έβλεπες την ανθρώπινη παρουσία μέσω της απουσίας της. Ο άνθρωπος απουσιάζει και βλέπουμε μόνο τις κατασκευές του. Κατασκευές που μπορούσες να αγγίξεις να συγκριθείς μαζί τους, να μετρηθείς με τον χώρο. Η απούσα φιγούρα του ανθρώπου στο έργο του Γ. Κουνέλλη γίνεται ένα με το σύνολο του έργου του. Το σώμα του θεατή ενσωματώνεται στο σύνολο και συμπληρώνει την απουσία.
Ο Κουνέλλης υπήρξε γοητευτικός ομιλητής και θεωρητικός της τέχνης του κυρίως, βαθυστόχαστος και συμβολικός, όχι πάντα ξεκάθαρος, αλλά σίγουρα προκλητικός και ερεθιστικός. Για μένα κυρίως υπήρξε ένας μελαγχολικός ποιητής, χωρίς λέξεις γραμμένες, αλλά με μια διαφορετική προσέγγιση της ποίησης, με αυτήν της εκάστοτε διαμόρφωσης του χώρου.
Τα ζητούμενα του Μαΐου του ’68
Τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, η κουλτούρα της νεολαίας, η εκστρατεία κατά του ιμπεριαλισμού, η αρχή του σύγχρονου περιβαλλοντισμού, η μουσική ως παγκόσμια γλώσσα, ο νέος φεμινισμός, η απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων και οι ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις. Μια διαφορετική ένταξη στη δεκαετία του ’60 έρχεται με την πεποίθηση του καθηγητή Allan Bloom, Αμερικανού ακαδημαϊκού. Ήταν εναντίον των φοιτητικών δραστηριοτήτων και ολόκληρης της περιόδου: «Η δεκαετία του ’60 ήταν η περίοδος των δογματικών απαντήσεων και των ασήμαντων οδών. Δεν δημιουργήθηκε ούτε ένα βιβλίο διαρκούς σημασίας στο ή γύρω από το κίνημα. Ήταν όλο κι όλο ο Norman O Brown και ο Charles Reich. Αυτό συνέβη όταν οι πραγματικοί συμβιβασμοί έπληξαν τα πανεπιστήμια, όταν οι απόψεις για τα πάντα από τον Θεό έως τις ταινίες έγιναν απολύτως προβλέψιμες».
Ο άνθρωπος πρέπει να νιώθει υπερήφανος που επινόησε
το σφυρί και την πρόκα παρά που δημιούργησε
αριστουργήματα μίμησης.\
Georg Wilhelm Friedrich Hegel
Η Φτωχή Τέχνη είναι η τέχνη που αποζητά την ουσία της έκφρασης με όσο γίνεται πιο λιτά μέσα. Είτε στο θέατρο, είτε στην ζωγραφική, όπου υπάρχει θέαση και συμμετοχή σωματική, η τέχνη αυτή αναζητά να δώσει τα μηνύματα χωρίς πολλά στοιχεία. Στο θέατρο, χωρίς σκηνικά και κοστούμια σε όσο γίνεται πιο άδειους χώρους, στην ζωγραφική με υλικά που βρίσκει ο ζωγράφος στην φύση, στα σκουπίδια, στις αποθήκες, μεταχειρισμένα, αλλάζοντας την χρήση τους, την οπτική με την οποία τα αντικρίζαμε μέχρι τότε. Εδώ μπορώ να πω ότι: «η ίδια η ζωή υπερβαίνει την τέχνη, η τέχνη ασθμαίνουσα προχωρεί μπροστά στην ζωή». Στην περίπτωση του Κουνέλλη, η τέχνη του, αντιπροσωπεύει έναν άνδρα με τα χαρακτηριστικά εσωτερικά και εξωτερικά του Γ. Κουνέλλη.
Η εξωτερική εμφάνιση, η μορφή με την οποία επικοινωνούμε με τους άλλους είναι αποκαλυπτική. Όχι αν είμαστε όμορφοι ή άσχημοι, αυτό δεν έχει σημασία. Η μορφή είναι κάτι πολύ σύνθετο και χρήζει μεγάλου ενδιαφέροντος είναι εξ ίσου σημαντική όσο το έργο ενός ανθρώπου. Μόνο που όλοι πιστεύουμε ότι η εξωτερική εμφάνιση έχει να κάνει με την ομορφιά και στο σημείο αυτό, γίνεται μια αμέλεια και χάνουμε όλη την πληροφορία και την γοητεία της ζώσας τέχνης, που είναι ο άνθρωπος. Θα έπρεπε βλέποντας έναν άνθρωπο να μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειά του, ή της ύπαρξης του. Όταν επισκέπτομαι μια χώρα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ακούσω τον ήχο της πόλης, να δω τους ανθρώπους, τις πόλεις, την αρχιτεκτονική, να δω πως διατηρούν το παρελθόν τους και μετά θα εγκατασταθώ στα βιβλιοπωλεία της και θα επισκεφτώ τα μουσεία της.
Η τέχνη του Γ. Κουνέλλη, εξετάζει την σχέση παρελθόντος και παρόντος, και ήταν μια αντίδραση στην τέχνη της δεκαετίας του 50’ με την ανεικονική της προσέγγιση.
Ο αυτοσχεδιαστικός της χαρακτήρας, εξ αρχής χρήση αντικειμένων προ – βιομηχανικής ή αρχές βιομηχανικής περιόδου, μεγαλύτερη σχέση με την φυσική παρουσία του ζωγράφου, άμεση σχέση με την γλυπτική και την επιρροή της performance που είχε ενώσει όλες τις τέχνες (θέατρο, ποίηση, μουσική φωτισμό, γλυπτική, ζωγραφική) την ζωντανή παρουσία σε δράση, ανθρώπων και ζωών, είναι μερικά ακόμη χαρακτηριστικά της ARTΕ POVERA.
Η σύνδεση της ζωής του καλλιτέχνη και του έργου ήταν βασικό στοιχείο επίσης για τους καλλιτέχνες της ομάδας αυτής που προσπάθησαν να προκαλέσουν με την φυσική τους παρουσία, και να έχουν προσωπική ανταπόκριση σε κάθε έργου τους, τονίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ θεατή και αντικειμένου, που στόχευε στην παραγωγή συναισθηματικής μνήμης.
Ο όρος Arte Povera χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον κριτικό της τέχνης Germano Celant (γεννημένος στην Γένοβα το 1940) το 1967 για να περιγράψει το έργο μιας μικρής ομάδας Ιταλών καλλιτεχνών. Την ίδια χρονιά διοργάνωσε την πρώτη έρευνα της τάσης “Arte Povera e IM Spazio”, στη Galleria La Bertesca στη Γένοβα και η οποία περιελάμβανε έργα του Alighiero Boetti, του Luciano Fabro, του Jannis Kounellis, του Giulio Paolini, του Pino Pascali και Emilio Prini. Αυτή η παρέα των Ιταλών καλλιτεχνών μαζί και πρωτοπόρος, Ογ. Κουνέλλης, σε ατέρμονες μεταμεσονύκτιες συζητήσεις όπου διαμορφωνόταν η θεωρητική στήριξη του κινήματος, στην κουζίνα της Marisa Merz και του συζύγου της Mario Merz.
Σε γκαλερί, σε εργαστήρια, σε εκθέσεις, – την εποχή εκείνη ο Κουνελλης έκανε την έκθεση με τα άλογα -(Untitled [12 horses το 1969 στη γκαλερί Galleria L’Attico) οι συζητήσεις συνεχίζονταν και ήταν αναπόσπαστο μέρος του έργου τους.
Σημειώνω ότι η Μαρίζα, (Marisa Merz Ιταλίδα γλύπτρια γεννημένη το 1926) ήταν η μόνη γυναίκα που έγινε δεχτή στο κίνημα Arte Povera.
Όμως πάνω από όλα, η Arte Povera όπου και να εμφανίστηκε, γιατί ουσιαστικά είχε εξαπλώσει τα πλοκάμια της στην Ευρώπη και στην Αμερική, το κυρίαρχο στοιχείο της ήταν η ελευθερία της έκφρασης.
Τι ήταν πιο ισχυρό, ένα ζωγραφισμένο άλογο ή ένα άλογο ζωντανό σε έναν άδειο χώρο;
Ο Jonathan Jones της εφημερίδας The Guardian σημείωσε ότι η «τοιχοποιία του Γιάννη Κουνέλλλη, οι σάκοι των σιτηρών και του ρυζιού και ένας πίνακας που περιλαμβάνει μέρος της βαθμολογίας του Αγίου Ιωάννη του Πάθους από τον J.S. Bach, φέρνουν μια αίσθηση πραγματικής ζωής, οργανικής και αρχαίας, μέσα στο μουσείο». http://www.tate.org.uk/art/artworks/kounellis-untitled-ar00497
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές ουσιαστικά σημειώσεις, για τον Γ. Κουνέλλη, γεννιούνται ερωτήματα για την τέχνη, την ζωή, την άποψη των απλών ανθρώπων για την τέχνη, για την προσωπικότητα των καλλιτεχνών και για τα καλλιτεχνικά κινήματα, για το παιχνίδι που σκαρφίζεται ο άνθρωπος για να περάσει την διαδρομή της ζωής.
Εν κατακλείδι μετράει η συγκίνηση, αν μπορούμε να την παράγουμε και αν μπορούμε να την αισθανθούμε όταν την παράγουν άλλοι. Αυτός είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη, του απλού ανθρώπου, του επιστήμονα. Η συγκίνηση που μπορεί να κάνει θαύματα.
{….}Η κουλτούρα μεταξύ 1956 και 1974 εκφράζει διαμαρτυρία και ελευθερία έκφρασης, εναλλακτικές λύσεις, μετριοπαθή προγράμματα για την καταπολέμηση της φτώχειας, απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, διαλεκτική αντίθεση στην «κυρίαρχη κουλτούρα . Εν συντομία. Μια περίοδο που περιέχει όλα τα είδη καινοτομιών, σε όλους τους τομείς ανθρώπινου ενδιαφέροντος.
Η τέχνη διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο εκείνη την εποχή και οι καλλιτέχνες, έγιναν εύκολα, αστέρια. Ασκούν, μεγάλη επιρροή στη μάζα των ανθρώπων{….}
Με το σύντομο αυτό κείμενο για τον Κουνέλλη και την ΦΤΩΧΗ ΤΕΧΝΗ θέλω να αναφερθώ στην αγωνία και την μοναξιά του καλλιτέχνη -ζωγράφου και πόσο αυτό το άλλαξε ο Κουνέλλης με την μεταστροφή του από τον καμβά, στον χώρο και την κατασκευή- INSTALLATION – PERFORMANCE- αφού για να γένει αυτό χρειάστηκε να επικοινωνήσει με του συνεργάτες του, τους μαστόρους.
Μια στροφή στην λαϊκή πλευρά της τέχνης. Γράφοντας για τον Γ. Κουνέλλη φτάνω κάποια στιγμή στην Ζυρίχη του 1986 σε μια συζήτηση μεταξύ Joseph Beuys και Γ. Κουνέλλη και σ’ έναν προφητικό αφορισμό, του Joseph Beuys για την πορεία της τέχνης. Πιστεύω ότι η σχέση Γ. Κουνέλλη και Joseph Beuys, θα πρέπει να εξεταστεί πιο διεξοδικά.
Έχουν γραφτεί πολλά άρθρα για το έργο του Γ. Κουνέλλη και για τον ίδιο. Θα ήθελα με το παρόν κείμενο να προσθέσω την δική μου πινελιά στην ανάγνωση του έργου του, μαζί με την παραδοχή ότι με έχει συγκινήσει βαθειά. Ο Γ. Κουνέλλης βρέθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ τέχνης και μη τέχνης και όχι πάντα με ξεκάθαρη στάση και λόγο. Ο ίδιος συχνά πότε στην μια πλευρά, ποτέ στην άλλη, παλινδρόμησε χωρίς όμως να χάσει τον δρόμο του και αυτό γιατί κρατήθηκε γερά από τις ρίζες του.
Αυτές οι ρίζες τον κράτησαν στιβαρό στα πόδια του και στην ευθύνη απέναντι στο τι ήθελε από την τέχνη. Πιστεύω ότι αν είχε χάσει την ελληνική του ταυτότητα θα είχε χάσει και τον δρόμο του, και το συμπεραίνω από τις συζητήσεις του. Ο ίδιος το κατάλαβε καθώς περνούσαν τα χρόνια και στάθηκε στην μια πλευρά του δρόμου, στην πλευρά μιας τέχνης λαϊκής και φυσικής και έθεσε τις βάσεις για την επεξεργασία αυτής της ιδέας, στο μέλλον από άλλους. Δηλαδή, η τέχνη και η χρησιμότητας της στα σοβαρά προβλήματα που η ιστορική στιγμή απαιτεί την λύση τους, για το καλύτερο αύριο του ανθρώπου, του ανωνύμου ανθρώπου.
Κάνω μια μικρή παρέκκλιση για να πω κάτι που τώρα πια μου μοιάζει φανερό. Πιστεύω ότι αν είσαι γνήσιος σε ό,τι κάνεις, δεν μπορείς να παραμείνεις μέχρι το τέλος σε κάτι που προγραμμάτισες στην νεότητα σου ή βρέθηκες ταγμένος σ’ αυτό από παιδί. Η γνησιότητα του ανθρώπου καλλιτέχνη, θα τον οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές, που λίγοι καλλιτέχνες αντέχουν να πραγματοποιήσουν.
Θέλω να θυμάμαι τον Γιάννη Κουνέλλη σε αυτήν του την παρουσίαση και παραθέτω την φωτογραφία, (εικόνα 1) την πιο αντιπροσωπευτική κατά την γνώμη μου, η δράση αυτή – ένας άνδρας με ένα μαύρο παλτό, μεταφέρει έναν τεράστιο μπόγο στην πλάτη του μαύρος και αυτός – σκυμμένος ο άνδρας, στην γωνία του τοίχου, καθώς οδηγείται σε αδιέξοδο, αντιπροσωπεύει όλο το έργο του και ολοκληρώνει τη εικόνα ενός σημαντικού ανθρώπου που πρέπει να ‘γνωρίσουμε’ ξανά από την αρχή.
Κείμενο του Γ. Κουνέλλη γραμμένο το 1987 .
{….}Δεν σκότωσα ποτέ, αλλά είμαι έτοιμος να το κάνω, αν μου ποδοπατήσουν το δικαίωμα στην ελευθερία. Δεν δανείστηκα γλωσσικά αποσπάσματα, παρά μόνο από ανάγκη. Δεν αναζήτησα παρά μόνο όμορφα πράγματα. Μέτρησα την απόσταση μέσα από την αντικειμενικότητα. Είδα το ιερό στα αντικείμενα της καθημερινής χρήσης. Πίστεψα στο βάρος ως σωστό μέτρο. Αγάπησα τις φράσεις που δείχνουν την παρθενία ως υπέρτατη κατάσταση. Διέσχισα μονοπάτια δύσκολα, μέσα στο δάσος, ανηφορίζοντας προς το βουνό. Το μολύβι, τα μαλλιά, τα σύννεφα, η Μικρή Άρκτος που δείχνει τον Βορρά, ο Άνεμος. Δεν ξέρω να ζω έξω από τον λαβύρινθο της γλώσσας. Αγαπώ την ελιά, τ’ αμπέλι και το στάρι. Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα: με την άσκηση, την Παρατήρηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση. Ανικανοποίητος μέχρι το διηνεκές.{…}
Ο Γ. Κουνέλλης δεν μπορεί πια να υποστηρίξει το έργο του, ας το κάνουν όσοι εκτίμησαν την προσφορά του και γοητευτήκαν από την ύπαρξη του.
Μαρία Πανούτσου
Πρώτη παρουσίαση στο Fractal
Επίλογος
Τα χρόνια περνούν πολλά αλλάζουν στον κόσμο μας μάλιστα σε πολύ γρήγορους ρυθμούς. Κάνεις δεν ξέρει με ακρίβεια που οδηγούμαστε. Η μνήμη θα είναι μετά από πολλούς αιώνες πολύ πολυτιμότερο υλικό από όσο νομίζουμε. Άνθρωποι της τέχνης κι της επίσημης δεν θα συναγωνίζονται πλέον για το ποιος προσφέρει ποιο πολλά στην ανθρωπότητα. Φαντάζομαι μια μελλοντική διαστημική εποχή, που θα τα έργα του Κουνέλλη, θα είναι σημεία αναφοράς ενός τόπου και της ιστορίας του, ακριβώς όπως είναι και τώρα. Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και συγκεκριμένα στον εικοστό αιώνα.
Αθήνα 2019
Ενδιαφέρουσες σελίδες για τον Γ. Κουνέλλη
- https://el.wikipedia.org/wiki
- http://www.artmag.gr/art-history/art-history/item/2659-arte-povera-part-a
- http://www.lifo.gr/topics/view/96
- http://www.theartstory.org/movement-arte-povera.htm
- http://www.domusweb.it/en/art/2016/08/01/jannis_kounellis_the_drama_of_art.html
- http://www.lifo.gr/articles/arts_articles/133671
- https://www.theguardian.com/profile/jonathanjones
- http://www.domusweb.it/en/art/2016/04/01/jannis_kounellis_at_the_monnaie.html
- http://www.lifo.gr/team/pinakothiki/34645
Σημείωση
* Αποσπάσματα από το κείμενο της Μαρίας Πανούτσου, THE SIXTIES… ‘From Me to You ” LA..LA..LA
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.