18 Φεβρουαρίου 1883 – 26 Οκτωβρίου 1957



 [Αποσπάσματα]

Η ζωή’ ναι πόλεμος, η γης είναι στρατόπεδο, η νίκη είναι το μόνο σου χρέος. Μην κοιμάσαι, μη στολίζεσαι, μη γελάς, μη μιλάς, ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος’ πολέμα! 

***

Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ’ σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο΄ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: «Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές…». Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη ψυχή σου. Θα μπορούσες΄, παίρνοντας μια φορά απο τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου.

…Κορφή δεν υπάρχει’ υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει’ υπάρχει μόνο αγώνας.

***

Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό’ καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα’ βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος’ είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια’ αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα’ ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτο του ξεριζώνει τη δύναμη του‘ γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα.

***

Αλήθεια το θάνατο δεν μπορούμε να τον νικήσουμε’ το φόβο του θανάτου μπορούμε…

***

Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να’ ναι η προσευκή’ τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας…

Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να’ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος.

***

Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξεια την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν’ανηφορίζει.

***

Μυστήριο σκοτεινό κι ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου..μια στάμνα τρυπημένη, με το στόμα πάντα ανοιχτό, κι όλοι οι ποταμοί της Γης να χυθούν μέσα της απομένει αδειανή και διψασμένη. Η πιο μεγάλη έλπίδα δεν τη γέμισε, θα τη γεμίσει τώρα η πιο μεγάλη απελπισία;

***

Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίντυνο΄ μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε’.

***

Τα ζώα, τα πουλιά, οι άνθρωποι, σε κάθε στροβίλισμα του χορού πετούν τις εφήμερες μάσκες τους, και ξεσκεπάζεται, πίσω απ’ όλες τις μάσκες, το ίδιο πάντα, το αιώνιο πρόσωπο του έρωτα…

***

Ποιος είναι ο Λυτρωμένος;; Αυτός που εννοεί, αγαπάει και ζει την ολότητα…

***

Κάποτε, στις φοβερές στιγμές του έρωτα, του μίσους ή του θανάτου, η πλανερή γοητεία αφανίζεται και βλέπουμε τη τρομαχτική όψη της αλήθειας…

***

Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου!

***

Ν’απαρνηθείς τις χαρές της ζωής, να θυσιάσεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν’ αποχτήσεις το Μέγα Μαργαριτάρι.. να παρατήσεις το στρωτό δρόμο που οδηγάει στην εύκολη ευτυχία και να πάρεις τον άγριο ανηφορικό δρόμο,που ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, ανεβαίνει στη θεϊκιλα παραφορσύνη. Να διαλέξεις, με τη θέλησή σου, το αδύνατο.

***

Μονάχα με την ελπίδα φτάνουμε στο ανέλπιδο.

***

Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ.. ήταν ακόμα τυλιμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα: «Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις, έλεγε στην καρδιά μου, είναι μάταιο..ο κόσμος όπως τον λαχταρίζεις, να μην πεινάει, να μην κρυώνει, να μην αδικιέται κανένας, δεν υπάρχει, δε θα υπάρξει ποτέ» Μα η καρδιά, την άκουγα βαθιά μου να του αποκρίνεται: “Δεν υπάρχει, μα θα υπάρξει, γιατί το θέλω.. σε κάθε χτυποκάρδι μου το πεθυμώ και το θέλω. Πιστεύω σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει..μα πιστεύοντας τον, τον δημιουργώ.. ΑΝΥΠΑΡΧΤΟ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΠΕΘΥΜΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ”

Η απόκριση ετούτη της καρδιάς με ανατάραξε.. αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τι φοβερή ευθύνη έχει ο άνθρωπος για όλες τις αδικίες και τις ντροπές του κόσμου.

***

Αν η πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέμε, εμείς φταίμε.. ό, τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο.. πεθύμησέ το, πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί. Η πραγματικότητα τίποτ’ άλλο δεν είναι πάρα ή υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα.

***

Ποιος μπορεί να ‘χει εμπιστοσύνη στη Μοίρα. Δεν είναι τυφλή, τυφλώνει.

***

«Ποιος ο σκοπός; μη ρωτάς, κανένας δεν το ξέρει, μήτε ο Θεός..γιατί κι αυτός προχωράει μαζί μας, ψάχνοντας, κιντυνεύοντας, αγωνιζόμενος. Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι, πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτα που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα και κόκαλα, άγγιξε τα’ υπάρχουν.. δεν ακούς μια κραυγή στον αγέρα; Φωνάζουν. Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω..το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε παρά να πιαστούμε όλοι χέρι με χέρι και ν’ανηφορίζουμε»

***

Πολεμώ ν’αγκαλιάσω όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο που σπρώχνει όλα ετούτα τα κύματα των ανθρώπων προς τ’απάνω..σκύβω στο μικρό αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχή όπου ζω και μάχουμαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος.. έτσι μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήεμερη στιγμή της ζωής του να εκτελέσει κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται μ’ έναν αθάνατο ρυθμό.

***

Μεγάλη σημασία δεν έχει τι πρόβλημα σε τυραννάει-μικρό ή μεγάλο-σημασία έχει μονάχα να τυραννιέσαι.. να βρεις αφορμή να τυραννιέσαι! Δηλαδή να γυμνάζεις το νου σου, να μη σε αποβλακώνει η βεβαιότητα, να βρίσκεις μπροστά σου μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις. «Δεν μπορώ να ζω χωρίς βεβαιότητα», λέει ο άνθρωπος που βιάζεται να βολευετεί, να βρεί σίγουρο χώμα να πατήσει, να τρώει και να μη βλέπει πίσω από το ψωμί που τρώει αρίφνητα στόματα ανοιχτά που πεινούνε». Δε θέλω, δε μπορώ να ζω χωρίς αβεβαιότητα» φωνάζουν άλλοι, δεν τρων με αναπαμένη τη συνείδηση, δεν κοιμούνται χωρίς βραχνά, δεν λεν: “Ο κόσμος ετούτος δεν έχει ψεγάδι, ας μην αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα!” Αυτοί, ας είναι καλά, είναι το αλάτι του Θεού και δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει.

***

“Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν”…

Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού!

Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται..ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει..και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο.

***

Γιατί πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε..ανύπαρχτο είναι ο,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δε ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάκαρα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας.

***

Έρωτας ελευτερίας, να μην καταδέχεσαι, μήτε για τον παράδεισο ακόμα, να σκλαβώνεις τη ψυχή σου..παιχνίδι παλικαρίσιο απάνω από την αγάπη και τον πόνο, απάνω από το θάνατο.. να συντρίβεις τα παλιά καλούπια, και τα πιο ιερά, όταν πια δε σε χωρούν..

***

Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του; μπορεί!! ντροπή να δέχουμαι παθητικά ο,τι μου’ δωκε η φύση.. θα σηκώσω κεφάλι!

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΠρόσεχε, Κική Δημουλά
Επόμενο άρθρο«Διάφανο Καταφύγιο»: Ποίηση της Ελένης Παπαλαμπροπούλου σε Braille |εκδόσεις Θράκα
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.