έρωτα μου, αίρω- τα μου…
Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Είδα μια ταινία χθες και σε σκέφτηκα. Την λέγανε Sicilian Ghost Story και πρωταγωνιστούσαν δυο εφηβάκια όμορφα. Ο Giuseppe θαρρώ είχε τα μάτια σου κι είπα αμέσως: πώς λάμπουν έτσι –νύχτα- τα λιβάδια της Τοσκάνης! Κι όμως, ήταν στην Σικελία. Η ιστορία της αγάπης τους. Ναι, φίλε, της αγάπης. Μη γελάς.
Σ’ αυτούς –βλέπεις- δεν υπήρχε το σκουλήκι της φθοράς…
Ίσως να μην είχε προλάβει η επιθυμία να διεκδικήσει τα πρωτεία. Πως το’ λεγε ο δάσκαλος Bauman; Η επιθυμία θέλει να καταναλώσει κι η εκπλήρωσή της συμπίπτει με την εξολόθρευση του αντικειμένου της. Καταναλωθήκαμε. Φίλε. Καταναλωθήκαμε. Και ποιος εξολόθρευσε ποιον. Αβέβαια τα πειστήρια του εγκλήματος. Δαγκωμένα χείλη. Ρουφηγμένα κορμιά στων σεντονιών την δίνη. Στάχτη ανεξακρίβωτων αναφλέξεων. Και κύριος οίδε τι άλλων τιμαλφών τραυμάτων που τα σάρωσαν ο χρόνος και το φορτίο μας.
Ιχνηλατώντας τον βρήκε η Luna. Αυτό ήταν το όνομά της. Φεγγάρια τα χνάρια του. Κι εκείνη με λίγο δάκρυ απ’ των χειλιών της τη μνήμη χάραξε προσανατολισμό. Κι αλήθεια λέω. Τα χνάρια ξύπνησαν. Έγιναν βάρκα. Και η λίμνη ο ύστατος αποχαιρετισμός. Θυμάσαι τι σου είχα γράψει στο τελευταίο γράμμα; Μουτζουρώνω τα ίχνη σου, να πω πως έζησα κάτι. Και τότε ζήλεψα. Ζήλεψα σου λέω. Ήθελα κι εγώ ένα φάντασμα για να κρυφτώ. Είπα, τι κόσμος είναι αυτός γαμώτο. Και που είναι τα λιβάδια. Τα ηλιοτρόπια. Τα μάτια σου.
Τα μάτια σου τώρα μιλάνε ξένη γλώσσα. Τα φωνάζω μέσα μου. Τα φωνάζω στο ξερό τοπίο των αναμνήσεων. Τα φωνάζω στην έναρθρη σιωπή των γύρων μου. Αλλά τίποτα δεν επιστρέφει το όνομά σου που αξιωματικά το άρπαξε η αρμονία της πραγματικότητας. Που τόσο σιχάθηκα. Και τώρα τρέχω στους δρόμους να κλέψω γραφή. Αναζητώντας ένα νόημα λειψό να γίνει σημασία. Να χορέψει η γλώσσα μου κοντά στα γκριζοπράσινα νερά σου. Κι ο Giuseppe έγινε χίλια κομμάτια. Και λικνίστηκε η αστερόσκονη στον βυθό της λίμνης.
Και τότε. Φαντάσου. Έφτασα στο Woodstock. Στην στιγμή. Παιδί του ξεπεσμένου μας θεού. Ο κήπος είχε γίνει μαύρη πίσσα. Ο τόπος όλος βρώμαγε. Οι βομβιστές είχαν τελειώσει την δουλειά τους. Κι αυτό το δημιούργημα που λατρέψαμε το συντρίψαμε –τελικά- όπως η τέλεια ομορφιά τον παραλήπτη της. Και η προδοσία είχε καταγραφεί. Ούτε χρυσός υπήρξε. Ούτε τραγούδι. Ούτε γιορτή.
Κι έχτισα μια Βαβέλ. Για να σε μισήσω. Ήθελα να σε λιώσω. Να πατήσω επάνω στα κομμάτια του προσωπείου, που σου φόρεσα για να σε βρίσκω. Χαραγμένα είχε επάνω, σαν επιγραφή ή σαν στίγμα, τα δύο κάπα. Και σε φαντάστηκα να ανάβεις τσιγάρο και σχεδόν αδιάφορα να λες: άλλη μια Τροία που γκρεμίστηκε.
Μα δεν ήταν η Τροία. Ήταν το προσωπείο που (επιτέλους!) αχρηστεύτηκε. Κοίτα που πάλι ξέφυγα από την ταινία. Η Luna –που λες- πόνεσε. Κι ο πόνος. Αυτό το μάθημα δεν το έμαθες ποτέ. Ο πόνος αδυνατεί να αναγνωρίσει το αντίο. Έτσι, άφησε το τρωκτικό να δαγκώσει την μολυσμένη λεία- που λέγεται αξεπέραστο. Αλλά το φάντασμα ήταν πιο επίμονο. Κι εκεί που πίστευα ως δικαιοσύνη αυτό που περιγράφει ο Ponge: Et tout cela refroidit lentement à la nuit, à la mort. Αντί για πάγος υπήρξε κύμα. Κι αντί για θάνατος αναγέννηση. Το προσωπείο αναδομήθηκε. Ο πόνος έγινε ελπίδα κι όνειρο. Και αντί για προδοσία, ο Giuseppe άρχισε ένα ασταμάτητο παιχνίδι επάνω στο κύμα.
Τρελάθηκα φίλε. Όχι για το αναπάντεχο τέλος. Αλλά γιατί κατάλαβα πως καμιά Τροία δεν γκρεμίστηκε. Ούτε το προσωπείο σου είχε θρυμματιστεί. Εκείνο που έγινε ερείπια ήταν η ψευδαίσθησή μου. Η Βαβέλ. Η πουτάνα γλώσσα μ’ είχε προδώσει και σ’ αυτό…
Η λήθη γλείφει ακόμα τις μουτζούρες που σου’ στησα από δόλο. Η Βαβέλ ξεχάστηκε αμέσως. Κι έτσι η ζωή έγινε κομμάτι του ονόματός σου. Επομένως τώρα, όπως γράφει ο Ροζάνης σ’ ένα του ποίημα, ακόμα κι αν με καλέσεις δεν θα ξέρω πια ποιος είμαι. Έχω χάσει το σημείο. Άρα το κύτταρο της σημασίας μου. Ίπταμαι επάνω στο κενό ή είμαι απλώς μιαν άλλη δυνατότητά του;
Ζαλίστηκα απ’ τη χασούρα και ξέμεινα κι από τσιγάρα. Θα με φανταστώ –λοιπόν- Κασσάνδρα και θα φτιάξω για γλώσσα μου εκείνη που θα’ χει σαν σύμβολό της τον Giuseppe. Ώστε η αλήθεια μου ή το ψέμα για σένα –το ίδιο κάνει- να κερδίσει κάτι το ποιητικό από την απροσδιοριστία που σου προσέδωσα. Και μη ξεγελιέσαι –μωρό μου- δεν σ’ έκανα ούτε σημείο μου ούτε αφετηρία. Έθεσα ως κύτταρο της ύπαρξής μου τον θάνατό σου. Γιατί, σου το ξανάπα κάποτε, ο θάνατος υπόσχεται έναν εναλλακτικό τρόπο ύπαρξης.
Κι εγώ πια η φόνισσα Κασσάνδρα. Αναπαύομαι στον καινούριο ρόλο μου. Στο ψέμα που θρέφει την πιο αγνή αλήθεια μου. Κι ας μη με πιστεύεις. Ούτως ή άλλως, η ιστορία έρχεται με την αποδοχή του αδυνάτου κι εσύ έχεις ήδη χάσει.
Ex Hoc momento pendet Aetemitas.
Πονάω φίλε. Αντίο.
*Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα: variety.com
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1989. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση. Η Βαβέλ (εκδόσεις Anima,2017) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.