Ως απότοκο μιας πολυτάραχης περιόδου κοινωνικής και πολιτικής αναδιαμόρφωσης, που με τους λαϊκούς ξεσηκωμούς, τις εξεγέρσεις των τάξεων και τις επαναστάσεις της διήρκεσε περίπου από το 1790 ως το 1830 και άφησε έντονο το στίγμα της στην Ευρώπη, τέθηκαν τα θεμέλια ενός πολυετούς ιδεολογικού και καλλιτεχνικού μετασχηματισμού που εκ νέου διέπλασσε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή εικαστική σκηνή. Αντιδρώντας στην βία και προτάσσοντας ένα πνεύμα φιλανθρωπικό και αντιπολεμικό οι σταθερές του κόσμου των τεχνών μεταβλήθηκαν, και σταδιακά παραμερίστηκαν η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση του κόσμου, που ήταν ως τότε η πυξίδα της δημιουργίας, από νεαρούς καλλιτέχνες που το αίμα τούς είχε πια αγανακτήσει.

Άρχισε έτσι να διαμορφώνεται ένα καινούριο καλλιτεχνικό ρεύμα, αφορμώμενο  ως επί το πλείστον από μια τάση φυγής στον χώρο και στο χρόνο που θα εξασφάλιζε στους εμπνευστές του μια σωτήρια διέξοδο από το παρόν που τους πιέζει, και που στρεφόταν στο ανεξερεύνητο παρελθόν, κυρίως στους Σκοτεινούς Χρόνους, όπου οι ευρωπαϊκοί λαοί αναζητούσαν τις ρίζες τους. Η μεσαιωνική σύλληψη του θανάτου και η λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων χρόνων της περιόδου απασχόλησαν αρκετούς από τους ρομαντικούς καλλιτέχνες, που αντλούσαν υλικό ανεξάντλητα, μεταξύ άλλων, από την Θεία Κωμωδία του Δάντη.

Δεν ήτανε λίγοι, ωστόσο, κι εκείνοι που αισθάνονταν την ανάγκη να καυτηριάσουν την καθημερινότητα για να επιφέρουν την αλλαγή. Η αποφυγή της απεικόνισης των σύγχρονων θεμάτων ήταν αρχή της ακαδημαϊκής –ή νεοκλασικής– ζωγραφικής, την οποία ορισμένοι καλλιτέχνες άρχισαν να ανατρέπουν. Με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Théodore Géricault και του Antoine-Jean Gros, που έθιξαν με μεγάλα έργα την προβληματική καθημερινότητα και το ανεξέλεγκτο της εξουσίας, ο Ρομαντισμός συνδέθηκε και με την καυτηρίαση σύγχρονων θεμάτων που απαιτούσαν πιεστικά αποφασιστική διευθέτηση.

Ο Eugène Delacroix, πιο γνωστός σ’ εμάς ως Ευγένιος Ντελακρουά, θεωρείται σήμερα ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεύματος του ρομαντισμού. Τόσο με θέματα από την μεσαιωνική λογοτεχνία όσο και με σκηνές της καθημερινότητας αποτέλεσε σημείο αναφοράς της γαλλικής τέχνης, και θα μας απασχολήσει εδώ με το πολύ φημισμένο του έργο «Η Βάρκα του Δάντη» ή, όπως είναι επίσης γνωστό, «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση».

 

Ο καλλιτέχνης:

Ο Ferdinand Victor Eugène Delacroix, απλούστερα Ευγένιος Ντελακρουά, εισήγαγε με το έργο του μια νέα εποχή στην ευρωπαϊκή τέχνη. Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1798 στο Παρίσι και μεγάλωσε με όλες τις ανέσεις, μιας και η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη, ωστόσο κάπως στο περιθώριο: τα αδέλφια του ήταν αρκετά μεγαλύτερα από τον ίδιο και, όπως λέγεται, όταν οι γονείς του

Ευγένιος Ντελακρουά, Αυτοπροσωπογραφία (1837).

τον απέκτησαν ο πατέρας του υπέφερε από μία πάθηση που τον καθιστούσε άγονο· με την υποψία ότι δεν ήταν βιολογικό παιδί του Charles-François Delacroix η παιδική του ηλικία ήτανε κάπως ταραχώδης, ενώ αργότερα, ενήλικος πλέον, υποστήριζε πως έμοιαζε στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα με τον οικογενειακό φίλο και διάδοχο του πατέρα του ως Υπουργός Εξωτερικών Charles-Maurice de Talleyrand-Périgord. Η οικογενειακή περιθωριοποίηση, ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ. Το 1805 ο νόμιμος πατέρας του Ντελακρουά έχασε την ζωή του από οξεία δυσπεψία, και το 1814 η μητέρα του πέθανε κι εκείνη. Ο Ευγένιος ήταν ορφανός στα δεκαέξι του χρόνια.

Την επόμενη χρονιά, και ενώ ασχολούνταν ερασιτεχνικά με την ζωγραφική από πολύ μικρή ηλικία, ξεκίνησε να μαθητεύει δίπλα στον ακαδημαϊκό ζωγράφο  Pierre-Narcisse Guérin. Τα πρώτα του έργα, που τα ολοκλήρωσε στο πλάι του δασκάλου του, φέρουν σαφείς επιρροές από το έργο πρώτα του Ραφαήλ κι έπειτα του Ρούμπενς. Στην διαμόρφωση του μετέπειτα στιλ του έπαιξε ρόλο και η ζωγραφική του συγχρόνου του Τιοντόρ Ζερικώ, γνωστού για το εμβληματικό του έργο Η Σχεδία της Φρεγάτας Μέδουσας, πίνακα για τον οποίο πόζαρε και ο ίδιος ο Ντελακρουά. Η δική του μάλιστα καριέρα ξεκίνησε ανεξάρτητα το 1822, όταν το Σαλόν του Παρισιού δέχτηκε να συμπεριλάβει στην έκθεσή του την Βάρκα του Δάντη, για την ολοκλήρωση της οποίας είχε μελετήσει καλά την Σχεδία της Φρεγάτας Μέδουσας του Ζερικώ.

Από το 1823 και μετά, και αφότου η καριέρα του είχε ήδη απογειωθεί, επηρεασμένος από το ρεύμα του οριενταλισμού –που ενέπνεε τόσο νεοκλασικούς όσο και ρομαντικούς καλλιτέχνες– πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στην ανατολική Μεσόγειο (Βαλκάνια, Μικρά Ασία και βόρειο Αφρική), όπου σχεδίασε πίνακες που θα του εξασφάλιζαν διεθνή αναγνώριση. Με τα αριστουργήματά του Η Σφαγή της Χίου (1824) και Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου (1826) κατέστησε σαφή την θέση του σχετικά με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα, ενώ με άλλα μεγάλα έργα του, εξίσου σπουδαία, όπως Ο Θάνατος του Σαρδανάπαλου (1827) και αργότερα Οι Γυναίκες του Αλγερίου (1832-1834), αποτύπωσε εύγλωττα αυτή την ραθυμία, αυτόν τον ερωτισμό και την ροπή προς την ασυδοσία που η Δύση έβλεπε από απόσταση στην άγνωστή της Ανατολή.

Κατά το 1830, κυρίως με το εμβληματικό του έργο Η Ελευθερία οδηγεί τον Λαό, τελειοποίησε την τεχνική του και το καλλιτεχνικό του ύφος. Καθόλη την διάρκεια της μαθητείας του αλλά και της πορείας του ως επαγγελματίας ασχολήθηκε εμμονικά με το χρώμα και τις ιδιότητές του, δοκιμάζοντας να αποδώσει με αποχρώσεις αντίθετες εκείνων που χρησιμοποιούσε ακόμη και την σκιά. Μελέτησε όλες τις θεωρίες που ανέπτυξαν οι ειδικοί της εποχής του (όπως ο Michel Eugène Chevreul) και έδωσε μεγάλη έμφαση στο κόκκινο χρώμα, το χαρακτηριστικό για την τέχνη του Ρούμπενς –για το οποίο και κατηγορήθηκε· πολλοί κριτικοί υποστήριξαν πως δεν υπάρχουν τέτοια έντονα χρώματα κι ότι δεν θα έπρεπε να στέκουν ούτε στην τέχνη, στους οποίους ο Ντελακρουά απάντησε χαρακτηριστικά: «Μόνο την νύχτα όλες οι γάτες είναι γκρι»–, και κατέληξε στο τέλος να διαμορφώσει την δική του χρωματική θεωρία, στην οποία βασίστηκαν πολύ και οι έπειτα Ιμπρεσιονιστές.

Γενικώς, μέχρι το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε με θρησκευτικά και οριενταλιστικά θέματα, καθώς και πολιτικούς και μυθολογικούς κύκλους. Επηρεασμένος από το ισπανικό Μπαρόκ ήθελε την πινελιά του κοφτή και χαλαρή, με το βάθος του να δένει τονικά με τις μορφές και τα χρώματά του έντονα, ελεύθερα. Ταύτιζε συχνά τον εαυτό του με τον Μικελάντζελο και του άρεσε να εμφανίζεται ως παραθεωρημένη ιδιοφυΐα παρά της αναγνώρισης που έχαιρε. Προς το τέλος της ζωής του αντλούσε έμπνευση από την μουσική και υποστήριζε ότι δεν μπορούσε να αποδώσει το συναίσθημα στα έργα του αν δεν ζωγράφιζε ακούγοντας τα αγαπημένα του κομμάτια. Του άρεσαν πολύ ο Σοπέν και ο Μπετόβεν, και πολλές φορές εικονοποιούσε τα συναισθήματα που του προξενούσαν οι συνθέσεις τους.

Πέθανε στις 13 Αυγούστου το 1863, αφότου τον ταλαιπώρησε ένα κρύωμα για περίπου οκτώ μήνες. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Père Lachaise του Παρισιού έχοντας τιμήσει όλους του τους φίλους στην διαθήκη του, και απαγορεύοντας οποιανδήποτε αναπαράσταση των χαρακτηριστικών του μετά τον θάνατό του. Όλα του τα έργα πωλήθηκαν μερικές ημέρες μετά την ταφή του, όπως είχε θελήσει ο ίδιος, κι έπειτα το στούντιό του. Η κατοικία του σήμερα διατηρείται και είναι επισκέψιμη, στον παραπόταμο του Μάρνη που συνδέει το Παρίσι με την κεντρική Γερμανία.

Η Βάρκα του Δάντη / Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση:

Η Βάρκα του Δάντη, ο πίνακας που απογείωσε την καριέρα του Ευγένιου Ντελακρουά και του εξασφάλισε την πρόσβαση στην αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής κοινότητας του Παρισιού, φιλοτεχνήθηκε το 1822. Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά μεγέθους 189×246 εκατοστών, και στεγάζεται σήμερα από το μουσείο του Λούβρου.

Όπως πολλά από τα ρομαντικά έργα της εποχής, έτσι και το συγκεκριμένο εμπνέεται από την διαχρονικά πολύ δημοφιλή Θεία Κωμωδία. Με την Βάρκα του Δάντη ο νεαρός Ευγένιος Ντελακρουά συστήθηκε στο παρισινό κοινό, και η ανταπόκριση ήτανε άμεση: αποσπώντας σχόλια τόσο θετικά όσο και αρνητικά, το αποτέλεσμα ήταν πως όλοι, κριτικοί και θαυμαστές της τέχνης, παρακολουθούσαν έκτοτε αφοσιωμένα την πορεία του τόσο πολλά υποσχόμενου νέου καλλιτέχνη.

Ο Ντελακρουά επέλεξε να απεικονίσει μια σκηνή από την όγδοη ραψωδία της Κόλασης, όπου ο Δάντης, επιτρέποντας στον Βιργίλιο να του εξηγήσει πώς λειτουργεί το Επέκεινα μετά τον δικό του θάνατο, διασχίζει την πηγή του ποταμού της Στυγός, την λίμνη των ψυχών της επικράτειας των νεκρών, με οδηγό τον καταδικασμένο Φλεγύα. Ο πέμπτος κύκλος της Κόλασης, τον οποίο διανύουν με την βάρκα, είναι εκείνος που τιμωρεί τις ψυχές όσων καταβάλλονταν από θυμό και βλοσυρότητα όσο βρίσκονταν εν ζωή και που, κατά την διάρκεια του αιώνιου μαρτυρίου τους, είναι αναγκασμένες είτε να ξεσκίζουν τις δικές του σάρκες είτε η μία της άλλης. Το στιγμιότυπο στο οποίο εστιάζει ο καλλιτέχνης είναι εκείνο κατά το οποίο ο Δάντης αναγνωρίζει ανάμεσα στους καταδικασμένους τον περήφανο και αλαζόνα Filippo Argenti, παλιό οικογενειακό εχθρό, που πιάνεται από την βάρκα και προσπαθεί να την διαλύσει με τα χέρια και τα δόντια του σε μια έκρηξη οργής.

Οι μορφές αποδίδονται σε μέγεθος σχεδόν μνημειακό. Είναι βαριές και στιβαρές, σύμφωνα με τα νεοκλασικά πρότυπα που ο καλλιτέχνης διδάχτηκε κατά την περίοδο της μαθητείας του, με σώματα γλυπτικά, έντονη μυολογία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από δύσκολες γωνίες και συστροφές. Ο ξαφνιασμένος Δάντης στα αριστερά, που χάνει την ισορροπία του από την κατάπληξη μόλις αντικρίζει τον Filippo Argenti, στηρίζεται από τον Βιργίλιο, ξακουστό ποιητή της κλασικής αρχαιότητας, που διατηρεί την στωική του ψυχραιμία. Ο Φλεγύας, που κρατάει το πηδάλιο της βάρκας με το ένα χέρι, στρέφεται και σκύβει για να απομακρύνει μια οργισμένη ψυχή με το άλλο. Από τρεις πλευρές η λέμβος κινδυνεύει να ανατραπεί από τα καταδικασμένα σώματα και τα ταραγμένα νερά του ποταμού της Στυγός, και ο Βιργίλιος, που ξεχωρίζει από την αγωνιώδη ζωτικότητα του υπόλοιπου πίνακα, είναι η μόνη μορφή που επιδεικνύει ηρεμία. Πίσω από την βάρκα, αναδυόμενη από τα σύννεφα και την ομίχλη, φαίνεται υπαινικτικά, με τα ψηλά της κτήρια και το κοκκινωπό της φως, η Πόλη των Νεκρών, που σηματοδοτεί τον έκτο κύκλο της Κόλασης.

Η σύνθεση, παρά την σαφή της αφηγηματικότητα, αντιμετωπίζεται από τους ερευνητές και τους ιστορικούς της τέχνης ως περισσότερο ψυχογραφική.

Στοιχεία όπως ο άνεμος που σκορπίζει την ομίχλη από τα αριστερά προς τα δεξιά, χτυπώντας στο πρόσωπο τις δυο κεντρικές μορφές και αποκαλύπτοντας την Πόλη των Νεκρών, το σκουρόχρωμο νέφος που καλύπτει τον ουρανό και το σκοτεινό νερό που ανταριάζει και δίνει την αίσθηση πως η βάρκα είναι πολύ μικρή για μια τέτοια ορμή, συντελούν στην πρόκληση μιας ιδέας κλειστοφοβίας. Οι ψυχές στο νερό, που είτε επιτίθενται στην λέμβο ή αφοσιώνονται σε πράξεις παράνοιας και παραίτησης, εντείνουν την αίσθηση του κινδύνου και προσθέτουν την σύγχυση της οργής, της απόγνωσης και της ψύχωσης. Ο Δάντης, τρομαγμένος και μπερδεμένος απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του κι απ’ αυτό το καινούριο περιβάλλον στο οποίο φοβάται ότι θα πρέπει πια να ζει, στηρίζεται από το μοναδικό ψήγμα συγκρότησης και λογικής ολόκληρου του πίνακα: τον Βιργίλιο, που με την ηρεμία, την σταθερότητα και την σιγουριά του εικάζεται πως αντιπροσωπεύει την ελπίδα. Παρατηρώντας ωστόσο την σύνθεση στο σύνολό της, που με τον απόκοσμο φωτισμό, τα ανταριασμένα νερά και τον κατασκότεινο ουρανό υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει φιλόξενο μέρος σ’ εκείνον τον στοιχειωμένο τόπο, ο υπαινιγμός της ασφάλειας χάνεται κι εκείνος. Η σύγχυση και η κλειστοφοβία επιστρέφουν, και πνίγουν την υπόνοια της ελπίδας στις σκούρες τονικότητες και στις έντονες αντιθέσεις μεταξύ του φωτός και της σκιάς.

Πέραν της συναισθηματικής έντασης και της δραματικότητας της σύνθεσης, αυτό που εντυπωσιάζει τους κριτικούς και τους ερευνητές διαχρονικά είναι η τεχνική του Ευγένιου Ντελακρουά. Εστιάζοντας στις σταγόνες επάνω στα σώματα των κολασμένων παρατηρούν πώς προμηνύεται, ακόμη κι από όταν ήταν τόσο νεαρός, το μέλλον του ως μέγας κολορίστας, από το πώς δομεί τις στάλες από πολύ μικρές πινελιές άμικτου χρώματος –λευκού, πράσινου, κίτρινου και κόκκινου–, τις οποίες εικάζει ότι ο παρατηρητής θα συνδυάσει αντικρίζοντας ολόκληρο το σύνολο, και θα αναπαραστήσει εγκεφαλικά την λεπτομέρεια πραγματοποιώντας την μίξη στον αμφιβληστροειδή του. Θεωρούσε πως η διαίρεση των σταγόνων σε πινελιές καθαρού χρώματος, και κατ’ επέκταση άλλων αντικειμένων στην ζωγραφική του που στο κοινό μάτι θα φάνταζαν άχρωμα, συμβάδιζε περισσότερο με τους κανόνες της φύσης και θα καθιστούσε την εμπειρία της παρατήρησης του έργου περισσότερο έντονη, πιο βιωματική, πιο εσωτερική. Ήλπιζε πως μέσα από έναν πίνακα έντονο, οπτικά και συναισθηματικά, θα κέρδιζε τουλάχιστον μια μικρή αναγνώριση που θα του επέτρεπε να ζει εξασκώντας αποκλειστικά το επάγγελμα που επέλεξε συνειδητά.

Αν και ευελπιστούσε σε κάτι ταπεινό, εν τέλει η Βάρκα του Δάντη τού εξασφάλισε την προσοχή ολόκληρου του παρισινού καλλιτεχνικού κόσμου. Με τον εκρηκτικό συναισθηματισμό του έργου του και την παρακμή σε πρώτο πλάνο προκάλεσε δυσάρεστα τους ακαδημαϊκούς ζωγράφους, που καταδίκασαν τον πίνακά του, ωστόσο κέρδισε τον ενθουσιασμό ενός ικανού αριθμού κριτικών και του κοινού, που ήταν έτοιμο από τις συνθήκες και τους καιρούς να εναγκαλισθεί με την αλλαγή. Ο Antoine-Jean Gros, που ιδεολογικά υποστήριζε και τον Τιοντόρ Ζερικώ αλλά και τον Ντελακρουά, αποθέωσε το έργο στην κριτική του, αποκαλώντας τον καλλιτέχνη «εκκολαπτόμενο Ρούμπενς». Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου το Γαλλικό Κράτος αγόρασε τον πίνακα για το αντίτιμο των 2.000 φράγκων, κάτι που ήταν μεγάλη τιμή για τον καλλιτέχνη, και τον εξέθεσε στο Musée du Luxembourg. Το 1874 μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου, όπου εκτίθεται μέχρι σήμερα.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Black McCoy, C. 2020. Eugène Delacroix; an Introduction. Khan Academy: https://smarthistory.org/eugene-delacroix (12.08.2020).

Jobert, B. 1997. Delacroix. Princeton: Princeton University Press.

  1. R. R. 1934. «A Study For “The Barque of Dante” by Eugène Delacroix, 1790-1863» στο Bulletin of the City Art Museum of St. Louis, 19(3):32-34. Missuri: Bulletin of the City Art Museum of St. Louis press.

 

*Γράφει η Έρση Λάβαρη.


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.