Λογοτεχνία- Ασκήσεις μνήμης
«H Μαρία της Ερήμου, η αγράμματη»
Της Μαρίας Πανούτσου
9/8/2019
Αφήγημα
Η γέννηση της μελαγχολίας
H Μαρία της Ερήμου
Η αγράμματη
Αφιερώνεται στην Λαμπαδαρίδου – Πόθου Μαρία
“The road of excess leads to the palace of wisdom.”
William Blake,
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Κεφάλαιο πρώτο
Η συνείδηση
Η Μαρία της ερήμου, η Μαρία η Αιγύπτια, η Οσία Μαρία, η Μαρία των άμμων, είναι το (σύμβολο) της θηλυκής πλευράς του ανθρώπου. Γεννημένη σε μια εποχή ανακατατάξεων (*1 ) και σε μια περιοχή που ο άνθρωπος έβραζε μέσα στο ίδιο του το αίμα (*2 ) η Μαρία προσωποποιεί την ύπαρξη της συνείδησης, που καραδοκεί για να γεννήσει την διαφορά και να ξεχωρίσει τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Ο άνθρωπος, δημιουργεί o ίδιος τα σημάδια, που τα ονομάζει, θεϊκά, της μοίρας, της φύσης. Τα σημάδια αυτά που παρουσιάζονται σε μορφή μηνυμάτων, γεγονότων, συμπτωμάτων, ονείρων, δεν είναι κάτι άλλο, από την ύπαρξη της συνείδησης, δηλαδή της σχέσης του ανθρώπου, με την ελευθερία της σκέψης, της δράσης, του λόγου και με την ίδια του την φύση γιατί ο άνθρωπος είναι και ζώο εκτός από πνευματικός φορέας και ας θυμηθούμε λίγο τον Ευριπίδη και τις Βάκχες στο σημείο αυτό. Ο άνθρωπος γεννημένος για το καλό και το κακό, μαθαίνει την ισορροπία ανάμεσα στα δυο. Μαθαίνει την υπέρβαση και την λύτρωση, που τον αναγκάζει η βεβαιότητα του θανάτου και έτσι, προχωρά με σύνθετο τρόπο και οδυνηρό, προς την βεβαιότητα αυτή.
Η απλότητα (φυσικότητα) που παρουσιάζουν τα ζώα την στιγμή του θανάτου πριν και μετά, αλλά και σε άλλες στιγμές της ζωής τους, δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντιμετώπιση που έχει ο άνθρωπος σε οριακά για την ζωή του γεγονότα. Όμως, μία μορφή (το αμφισβητώ την ίδια στιγμή που το γράφω) απλότητας, ξαναβρίσκει ίσως ο άνθρωπος, αφού πρώτα διάγει ένα βίο γεμάτο με βιώματα που τα χρειάζεται για να δικαίωση την ύπαρξη της ζωής του και αν έχει είναι τυχερός, να ζήσει λίγο παραπάνω, για να αποκτήσει μια βαθύτερη σχέση με το εφήμερο που τόσο τον πληγώνει.
Στο έγκλημα και Τιμωρία ο Ντοστογιέφσκι με εργαλείο τον ήρωα του, τον Ρασκόλνικωφ, μιλάει καθαρά για την ύπαρξη της συνείδησής και τη θεωρεί δύναμη αυτοπροσδιορισμού της συνολικής ‘ύπαρξης του ανθρώπου. Πότε αρχίζει η διαδικασία της ενεργοποίησης της συνείδησης, δεν ξέρουμε ακριβώς, σιγά σιγά χτίζεται- μορφοποιείται από την παιδική ηλικία και τροποποιείται μαθαίνοντας τους κοινωνικούς κανόνες. Προσωπικά πιστεύω ότι γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο. Υπάρχει στο υλικό του ανθρώπου, ως ιδιότητα κρίσης, σύγκρισης, ως μαθηματική ιδιότητα. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της συνείδησης κτίζεται πάνω σε εντολές όπως της Παλαιάς Διαθήκης ή των διδακτικών βιβλίων, των θρησκειών, των εκάστοτε θεωριών, που επηρεάζουν την ιδιότητα αυτή και επιδιώκουν την διάπλαση του ατόμου, μέσα στην κοινωνία, σε μια κοινωνία πολυπληθή. Παρόμοια μέτρα- κανόνες, ο άνθρωπος έβαλε με το που δημιούργησε τις μικρές του κοινωνίες και τον θεσμό της οικογένειας.
Κεφάλαιο Δεύτερο
Η Μαρίας της Αιγύπτου και η πορεία της προς την γνώση.
Το σώμα
Η ζωή της Μαρίας της Αιγύπτιας είναι η πορεία της προς μια αποδοχή, μια προσέγγιση της βεβαιότητας του θανάτου, καταργώντας την παντοδυναμία του σώματος, της μόνη βεβαιότητας που ανταγωνίζεται τον θάνατο. Έτσι η Μαρία έχοντας γεμίσει με τα σώματα των άλλων, στην πιο σκοτεινή και πολυσήμαντη λειτουργία τους, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής, σε μια αγνότητα που όμως απουσιάζει η απλότης. Έτσι η απλότης γίνεται το σημείο που δεν μπορεί να το πλησιάσει παρά μόνο ένα παιδί και ότι άλλο προκύψει μετά, είναι μια σκηνοθεσία, ένα κτίσιμο της απλότητας, μια κατασκευή ψυχονοητική μια ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Στην διήγηση της στον Αββά Ζωσιμά *(3) παραδέχεται λίγο πριν το τέλος της ζωής της, ότι όλες οι μνήμες από τις αισθήσεις, της γεύσης, φαγητού, πιοτού και την επαφή της με τα σώματα των ανδρών, είναι ακόμη ζωντανές στην μνήμη της και τις φοβάται ακόμη. Κατορθώνει όμως να πετύχει τον στόχο της.
*( 4) «Πού είσαι, Μαρία, τώρα; Πού είναι εκείνο που μένει από σένα, αυτή η συνάθροιση από δέρμα, κόκαλα και αίμα – πού μένει αίμα; Συνάθροιση σιωπής που προχωρεί μέσα στην γυμνότητα, αρμενίζει ανάμεσα σε δύο ερήμους, σε δύο πνοές. Αποσαρκωμένη. Έχεις πάρει το χρώμα, τη σύσταση μιας άμμου λεπτής, διάστικτης από νύχτα ή μιας χλαμύδας δεόμενης, που θα ήθελε να μοιάζει με ακάνθινο άγγελο. Και πηγαίνεις, προχωρείς, γλιστράς και αρμενίζεις πάνω στην άμμο, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τους αμμόλοφους, χωρίς προσπάθεια, σκελετός μουσικός. Η έρημος είναι το ένδυμά σου. Προσεύχεσαι μέρα νύχτα. Χωρίς λέξεις. Σχισμή στοματική, πεισματικά κλεισμένη. Προσεύχεσαι με ψαλμωδίες, με δεήσεις, μια μουσική εσώτερη που σε διατρέχει και σε κατοικεί. Ο άνεμος παίζει κι αυτός, διαπερνώντας την αέρινη σάρκα σου, και όλο σου το κορμί γίνεται καντάτα».
*( 4) Ο Jacques Lacarrière με το βιβλίο του Μαρία Η Αιγύπτια, έκανε γνωστή την Μαρία στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, στο κοινό που δεν είχε σχέση με τα αναγνωσμάτων των αγίων. Στο βιβλίο του αυτό ο Jacques Lacarrière δεν ασχολείται μόνο με την αγαπημένη του γεωγραφική περιοχή, την Μεσόγειο, ή με την μεταφυσική και θρησκευτική υπέρβαση, βρίσκουμε τον ίδιο να γίνεται ένας άφιλος πάσχων άνθρωπος, που διαχειρίζεται μια εποχή αλλαγών, ένα τόπο με πληθυσμό ανομοιογενή και μέσα σ’ αυτήν την χοάνη την ανθρώπινη, ψαρεύει το άτομο, το ένα και μοναδικό.
Εποχές ηρωικές για τον άνθρωπο και την επιβίωση του ανάμεσα σε πολέμους, και αρρώστιες όπως η Πανώλη σε εποχές βαρβαρότητας, σε εποχές ηρωικές. Ο ήρωας του- δεν είναι άνδρας αλλά μια γυναίκα. Υιοθετεί την εικόνα της γυναίκας και πλάθει ένα σώμα θηλυκό και λιγότερο αδηφάγο και επικίνδυνο για τον άνδρα και για την κοινωνία. Την Μαρία. Και συγχρόνως αναδεικνύει την άλλη πλευρά του ανθρώπου, την πνευματική. Η Μαρία πράττει ‘το έργο της ζωής της’ στην έρημο. Το γεννάει το αναπτύσσει, το καλλιεργεί το δυναμώνει, το ολοκληρώνει. Ένα έργο τέχνης.
Με την παρουσία της στην έρημο, που πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ζωής της, ανακαλύπτει αισθήσεις, έννοιες, αξίες και ενώνει το παρελθόν με το παρόν και πλάθει το μέλλον της. Για να φτάσει το πνευματικό, τιθασεύει την libido( έρως- επιθυμία) αποφασίζει να διέλθει στην ανώτερη πνευματική – φυσική στάθμη, να συναντήσει το απρόβλεπτο. Δεν είναι εύκολο αυτό που πάει να κάνει. Αν βέβαια αληθεύει η συνάντηση της με τον Ζωσιμά Αββά και την αφήγηση του. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την πρακτική πλευρά της Μαρίας. Η εποχή της πολύ επικίνδυνη για την διατήρηση της ζωής. Αυτό το αντιλαμβάνεται και αποφασίζει ότι πρέπει να αλλάξει ζωή. Ένας ακόμη λόγος αλλά όχι ο μόνος.
Κεφάλαιο Τρίτο
Τον έβδομο αιώνα ο Άγιος Σωφρόνιος *(5) ‘Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, έγραψε την ιστορία της Μαρίας της Οσίας από προφορικό υλικό που συνέλεξε από το Μοναστήρι του Αββά Ζωσιμά. Η Μαρία ενσωματώνεται με την περίοδο της μεγάλης σαρακοστής και προετοιμάζει την Ανάσταση και το Πάσχα. Και αυτό είναι σημαντικό, ο συμβολισμός της Μαρίας. Είναι η νίκη του προσώπου, η αυτοπειθαρχία του σώματος.
Η Μαρία κατά τις αφηγήσεις
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αβά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αυτήν είναι η ζωή της μέχρι που έφτασε στα Ιεροσόλυμα. Ήταν τότε περίπου 30 χρονών.
Κεφάλαιο Τέταρτο
«ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Η Μαρία με την εφηβεία ανακαλύπτει το σώμα της και με την εξυπνάδα της καταλαβαίνει πως με την χρήση του σώματος, θα περάσει στη γνώση της ζωής. Εγκαταλείπει το σπίτι της πριν προλάβουν και την δεσμεύσουν, με γάμο και παιδιά-τότε οι κοπέλες παντρεύονταν μικρές. Γοητευμένη από την απουσία ανθρώπων, την λιτότητα του περιβάλλοντος και την ησυχία της μοναξιάς της ερήμου, μοιάζει σαν να τραβάει ψηλά ένα κουβά με νερό από βαθύ πηγάδι. Ανακαλύπτει τις τεράστιες δυνάμεις που κρύβει ο άνθρωπος, που κρύβει η ίδια, στο παγιδευμένο από την ηδονή κορμί της. Επιθυμία της απομόνωσης.
Τα τραύματα από την ζωή της σαν ιερόδουλη από τα 12 χρόνια της μέχρι τα 29 που βρέθηκε τυχαία στην Ιερουσαλήμ αφήνοντας την Αλεξάνδρεια πίσω της για πάντα και έτσι ελευθερώνει τους αδύνατους ώμους της. Είναι η ώρα της αλλαγής. Πώς να αλλάξει το πεπρωμένος της χωρίς την στήριξη άλλων ανθρώπων και κυρίως την στήριξη ανδρών; Η νέα θρησκεία της εποχής της, ο Χριστιανισμός, της έδωσε την αφορμή- καμία μας απόφαση, δεν είναι απλά επίδραση εξωτερική- είναι συνδυασμός εσωτερικής ανάγκης και αφορμής που δίνεται απ’ έξω για την πραγμάτωση μιας αλλαγής. Η Μεσόγειος, η Αίγυπτος, η Αλεξάνδρεια, ο Χριστιανισμός και η γυναίκα, όχι οπουδήποτε γυναίκα, άλλα η γυναίκα πόρνη. Η συνονόματη της Μαρία της Μαγδαληνής και της Παρθένου Μαρίας. Ο Jacques Lacarrière δεν γράφει ένα φεμινιστικό βιβλίο γράφει ένα φιλοσοφικό βιβλίο, αφηγείται σαν παραμυθάς, μια ιστορία απίστευτη με ηρωίδα όχι μια γυναίκα απλά, αλλά το σώμα της γυναίκας, τελικά, το σώμα του ανθρώπου.
Painting by Emil Nolde
Κεφάλαιο Πέμπτο
H γέννηση μιας μελαγχολίας
Το σώμα της γυναίκας κρύβει στο κόλπο της την γέννηση του ανθρώπου.
Ο κόλπος της είναι κομμάτι του άνδρα και οι δυο φτιαχτήκαν για να αποζητούν ο ένας τον άλλον. Στο κείμενο για την Μαρία την Αιγύπτια είτε είναι παρμένο από τις ιστορίες Αγίων, είτε από σύγχρονες λογοτεχνικές μυθιστορίες, βλέπω ξανά να δίνεται στον έρωτα η κρυφή του γοητεία.
Την υπέρβαση της γενετήσιας ορμής και την ορμή του έρωτα για τον έρωτα ως συναίσθημα και μόνο. Ως αυτοσκοπός, ως άσκηση. Θέλει τον πόθο να είναι πιο δυνατός από την ίδια την γενετήσια πράξη και βάζει εμπόδια στον πόθο αυτόν, στον χρόνο και στον τόπο, τις δυο μεγάλες συνιστώσες της ύπαρξης.
Και έτσι ο πόθος που συγκρατείται, αλλάζει μορφές, μέχρι να γίνει σκόνη να σβήσει κάθε μορφή υλική, να ενωθεί με το σύμπαν που τον γέννησε, γιατί αυτόν βλέπει ως τελικό προορισμό. Εδώ έχουμε την γέννηση μιας μελαγχολίας σε διάρκεια γιατί έγινε ακύρωση μιας ορμής και άφησε τα σημάδια της ανεξίτηλα στα κύτταρα του εγκέφαλου.
Παράλληλα με την διαδρομή προς τον θάνατο και τις μνήμες ενός έρωτα που μόνο στην φαντασία της πραγματώθηκε, αφού σε όλα τα σώματα δεν βρήκε την τελείωση που ονειρευόταν, αποφασίζει την διαστολή της επιθυμίας μετατρέποντας την σε μια πράξη αντοχής, ένας αντικατοπτρισμός που την παγιδεύει. Από παγίδα σε παγίδα ο άνθρωπος! Την κυνηγά και την οδηγεί τελικά στον σκοπό της. Η ανθρώπινη φύση είναι αδύναμη. Η παραδοχή αυτή ίσως να είναι μια επιλογή για κάποιο είδος επιστροφής στην απλότητα. Πως όμως χωρίς να οδηγηθεί στον θάνατο; Μήπως και η ποίηση είναι μια παγίδα για τον άνθρωπο, μια ακόμη ψευδαίσθηση μια αφορμή, να απομακρύνει τις ευθύνες από πάνω του; Και ν’ αναμετρηθεί με την αιωνιότητα και τον θάνατο;
Τι παιχνίδι παίζει η φύση; Η Μαρία από την στιγμή που πάει στην έρημο δεν σκέπτεται τον θάνατο αλλά συμπορεύεται μαζί του γίνεται η φίλη του. Η διαδρομή της μέσα στο πολύχρωμο πλήθος με τις έντονες μυρωδιές, με την παροδικότητα να χτυπά την πόρτα κάθε λεπτό στις ζωές των ανθρώπων. Η Μαρία αναζήτησε την συνέχεια την ένωση με ότι δεν μπορούσε να το αντιληφθούν τα μάτια της και έτσι άρχισε να βλέπει με την καρδιά της, με το δέρμα της, αλλά κυρίως με την φαντασία της για να συλλάβει άλλες δυνάμεις της φύσης. Αλλά και πριν με καρδιά περιέφερε το σώμα της στα χέρια των ανδρών, για να τους χαρίσει την γλυκιά παροδικότητα. Εκείνη από τότε αναζητούσε μια επαφή αλλιώτικη. Τον έναν και μοναδικό άνδρα ή μάλλον την τελείωση του δικού της ανδρικού πρότυπου.
Η Μαρία δεν λυπήθηκε το σώμα της, το σπατάλησε μέσα στον κόσμο αλλά και μακριά από αυτόν Αυτό είναι που κάνει την Μαρία ξεχωριστή, η γενναιοδωρία της, η άρνηση του φύλου της, και η δύναμη της θέλησης, να φτάσει μέχρι τέλους την επιθυμία για τελείωση. Δεν έπαιρνε χρήματα. Δούλευε την ρόκα, την τέχνη που της έμαθε η μάνα της για να ζήσει. Ήταν ξεκάθαρη, αποζητούσε την ηδονή. Ενδόμυχα την χάριν, την αγάπη, την φιλία, την λυτρώσει από την παντοδυναμία του ένστικτου και του θανάτου. Μα οι άνδρες που γνώρισε δεν μπορούσαν να την καταλάβουν, πιο αδύναμοι από την ίδια, την δεχόντουσαν χωρίς παραπάνω συλλογισμό. Δεν βρέθηκε ο ένας, να της αρνηθεί, να την περιορίσει και μέσε στο περιορισμό, να βρει το πνευματικό μέρος της ζωής της.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Κεφάλαιο έκτο
Ζούμε σε ένα κόσμο ανδρών;
Από τα 12 της χρόνια, γεννήθηκε γύρω στο 344, μέχρι τα 30 περίπου που φεύγει για Ιερουσαλήμ, ζει με ένα τρόπο που της εξασφαλίζει την απόλυτη παρακμή και τον γρήγορο θάνατο, ψυχικό και σωματικό. Ότι αρνητικό και θανατερό στην εποχή της, η Μαρία το έζησε και στην πιο ακραία του μορφή.
Περιμένει ένα θαύμα αλλά αντί για το θαύμα συσσωρεύει τραύματα από την έλλειψη κάθε ισορροπίας που για εκείνη ήταν άγνωστη μέχρι τότε. Οι λεπτομέρειες που αφηγείται στον Αββά Ζωσιμά, είναι πορνογραφικές. Σμίγει στον δρόμο με όποιον βρει μπροστά της, σαν τα σκυλιά, όταν εμφανίζεται αυτή η ζάλη μια έκσταση που ξεκινούσε από εκείνη και σταματούσε σε εκείνη. Δεν συναντάμε και σήμερα, αυτήν την αδηφάγα προσμονή πιο ‘πολιτισμένη’ σε κάθε σεξουαλική επαφή, χωρίς την ύπαρξη του θεού έρωτα; Η γυναίκα διαλύεται δίχως την μοναδική ύπαρξη ενός άνδρα, που μπορεί να της εμπνεύσει αφοσίωση, να δαμάσει το τρομαχτικό της ένστικτο. Η γυναίκα όπως και ο άνδρας, αλλά με διαφορετικό τρόπο (και αν δεν κάνει το λάθος να μιμηθεί τον άνδρα) είναι ανύπαρκτη χωρίς τον έρωτα και ή τρελαίνεται ή πορνεύεται ή μεταμορφώνεται στο τρίτο φίλο, ένα πλάσμα τεμαχισμένο, σχιζοφρενικό, δυστυχισμένο. Η Μαρία τα ένοιωσε όλα αυτά τις φορές που μόνη της, με συντροφιά την ρόκα της, άφηνε τον μυαλό της ελεύθερο να αλωνίσει τον σύμπαν και να πάρει αποφάσεις ριζοσπαστικές όχι μόνο για την εποχή της, αλλά και για την τωρινή μας εποχή. Μαθήτευσε στα σώματα των ανδρών. Εκεί μαζί τους, έμαθε τα όρια της.
Οσμές, υγρασίες και θερμότητα. Όλα αυτά τα γέννησε το σώμα της, σπονδή στον έναν άνδρα. Όλα αυτά όμως τέλος. Τώρα ο πόθος για το πάθος.
Ποιος ξέρει τι θυμόταν τα πρώτα χρόνια της ασκητείας. Τι κομμάτιαζε την μνήμη της και τα σωθικά της. Η ιστορία που η ίδια διηγήθηκε στο ιερομόναχο Ζωσιμά, λέει πως μέχρι τα 45 της χρόνια, βασανίστηκε με τον πόθο και τις μνήμες. Πόσο πήγαινε πίσω κι όλο πιο πίσω, για να καταγράψει όσους αγάπησε, όλους που λυπήθηκε, όλους που έκλαψε στο πλευρό τους, καθώς της θύμιζαν πόσο αδύναμη ήταν να τους κρατήσει, στο πίσω μέρος των ματιών της, ή άλλους που θαύμασε, άλλους που μίσησε, ακόμη και αυτούς που την έσπρωξαν στην ιερή τελική αποστολή.
Θα μπορούσε να είναι το τέλος της διαφορετικό, όπως σε τόσες άλλες πόρνες της εποχής της. Εκείνη όμως είχε καρδιά και δεν την άφησε αυτήν την καρδιά να την αγγίξει κάτι άλλο εκτός από την αγάπη. Αγαπούσε την ζωή που έκανε για αυτό και την έκανε καλά. Ήθελε όμως την ίδια την ζωή να την γνωρίσει καλύτερα και να μάθει τα κρυφά μυστικά της. Δεν μπόρεσε να μορφωθεί. Πόθησε τα γράμματα και πόσο το ήθελε να μάθει ‘να μάθει από τους σπουδαγμένους’ και ο καιρός περνούσε ώσπου ήρθε το σημάδι. Ένα σημάδι που η ίδια το έστησε μπροστά της για να προχωρήσει, για να ξεφύγει από το μαρτύριο της ηδονής. Έγινε μάντισσα και δασκάλισσα του εαυτού της. Και πήρε τους δρόμους, κάτι που γνώριζε καλά.
Ο δρόμος αυτός ήταν στην αρχή κακοτράχαλος μα αργότερα αντίκρισε την ανοιχτωσιά του και την ελευθερία που μέσα της αναζητούσε. Η Μαρία έμεινε στον μύθο και στην χριστιανική παράδοση. Ο Jacques Lacarrière αναπτύσσει μια σχέση με την Ελλάδα για να έρθει πιο κοντά στο κομμάτι εκείνο της μεσογείου το πιο θρησκευτικό, το μεταφυσικό, θα το ονόμαζα ερωτικό, το κομμάτι που ενώνει Ανατολή και Δύση. Αυτό το κομμάτι περικλείεται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο και τους γύρω τόπους. Είναι σημαντικό να βρει κανείς πριν φύγει από την ζωή, το λόγο που τον κάνει να ζει. Κι αυτό είναι η επαφή με τους άλλους ανθρώπους και η πρόσφορα του σε αυτούς, η γνωριμία με όσους περισσότερους γίνεται, διαφορικούς και θα τολμούσα να προσθέσω – και επικίνδυνους.
Έβδομο Κεφάλαιο
Το θαύμα
Όποιος επιθυμεί αλλά δεν πράττει, γεννάει την πανούκλα* (6)
Η Μαρία δεν ήταν μια απλοϊκή γυναίκα. Ήταν αγράμματη αλλά διάβαζε τον κόσμο και την εποχή της, με το δυνατό της ένστικτο, τα μάτια της τα αδηφάγα και την τρυφερή της καρδιά. Έφτιαξε τον μύθο της, ξεχώρισε και έγινε αθάνατη. Ξεκόλλησε από το πλήθος και έπλασε την Μαρία από την αρχή. Η Μαρία έβγαζε το ψωμί της με την ρόκα της. Δεν ζούσε από τα χρήματα των ανδρών, δεν τα σκεφτόταν καν. Δεν φοβήθηκε σε κανένα στάδιο της ζωής της να δώσει σπονδή στην ζωή, με το σώμα της. Ήταν ότι γνώριζε καλύτερα. Να δίνει το σώμα της.
Δεν ήταν όμως νάρκισση, δεν της άρεσε ο εαυτός της, της άρεσε αυτό που ένοιωθε όταν βρισκόταν με τον άνδρα και το υποστήριξε μέχρι που ήρθε ο κορεσμός. Μέχρι που δεν την γέμιζε άλλο. Μέχρι που κατάλαβε πως κανείς άνδρας δεν μπορούσε να της προσφέρει ότι ποθούσε. Έσβηνε σιγά σιγά, θανατερά. Τότε της φάνηκε λίγο ότι είχε ζήσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Το σώμα πολλές φορές ένοιωθε ότι το θυσίαζε στην ζωή και στους ανθρώπους αλλά ένοιωθε και την υπερβολή και έβλεπε τον εαυτόν της, κρατώντας απόσταση από την ίδια και τότε την έζωνε η ντροπή και μια λύσσα γιατί δεν μπορούσε να βάλει φρένο σε ότι έκανε.
Γιατί όμως θυσίασε κάτι της άρεσε πολύ, που της έδινε χαρά; Γιατί η Μαρία αγαπούσε και εκτιμούσε πραγματικά το σώμα. Δεν σιχάθηκε τίποτα από όσα προερχόντουσαν από αυτό. Πίστευε ενδόμυχα ότι κάτι θα συνέβαινε αποκαλυπτικό κάποια στιγμή και περίμενε το θαύμα. Περίμενα ότι θα το συναντούσε αρχικά σε έναν άνδρα. Ήταν είκοσι εννιά με τριάντα χρονών όταν έφυγε για την Ιερουσαλήμ και την έρημο.
Η Μαρία ήταν ξεκάθαρη και απόλυτη στην ζωή της. Δεν έκρυψε τίποτα και ποτέ. Επιδίωξης την ευτυχία την ελευθερία και την γνώση και τα βρήκε και τα τρία. Έχει ενδιαφέρον πως λίγο πριν πεθάνει βρίσκεται μπροστά σε έναν άνδρα, έναν μονάχο τον Αββά Ζωσιμά και του εξομολογείται – αφηγείται την ζωή της. Ένας άνδρας που την λάτρεψε για ότι ήταν στο παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο Αββάς Ζωσιμάς την γνώρισε στα 76 της χρόνια πραγματικά ή ήταν πλάσμα της φαντασίας του; Μήπως εδώ ο Ζωσιμάς κάνει αντικατοπτρισμό της γυναίκας που και ο ίδιος δεν γνώρισε σε όλα τα χρόνιας ζωής του;
Αλλά όχι οι δυο τους συναντήθηκαν και ολοκλήρωσαν ο καθένας την αποστολή του με την βοήθεια του άλλου.
Η συνάντηση
Το δίπολο άνδρας γυναίκα ιεροποιείται καθώς παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας. Η Μαρία αφηγείται και εξομολογείται και ο Αββάς εξομολογεί και εξομολογείται. Μια καταπληκτική σκηνή από τις πιο ερωτικές που έχουν υμνηθεί. Το παράξενο για μένα είναι η πρώτη στιγμή της παρουσίασης της Μαρίας στον Ιερομόναχο. Είναι γυμνή. Μετά από τόσα χρόνια στην έρημο, η ντροπή δεν έχει εξαλειφθεί και του ζητά να της δώσει κάποιο πανί, να σκεπάσει την γύμνια της και να παρουσιαστεί μπροστά του. Αλλά και μετά όταν της ζητάει να συνεχίσει την διήγηση, εκείνη φοβάται μήπως και επιστρέψουν οι επιθυμίες της παλιάς της ζωής. Δεν έχω πιστέψει ολοκληρωτικά την αφήγηση αυτή, αλλά δεν την αρνούμαι ολοκληρωτικά επίσης.
Ο δε Ζωσιμάς είπε προς αυτή: «Πόσα χρόνια έχεις, Μητέρα Οσία, που κατοικείς εδώ στην έρημο;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Σαράντα επτά, όπως μου φαίνεται, από τότε που έφυγα από την Αγία Πόλη». Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Και από πού βρίσκεις τροφή, ώ κυρία μου;» Είπε η γυναίκα: «Πέρασα τον Ιορδάνη ποταμό με δυόμισυ ψωμιά, που αφού ξηράνθηκαν έγιναν σαν πέτρες και μ’ αυτά τράφηκα ορισμένα χρόνια». Της είπε δε αυτός: «Και έτσι πέρασες τόσα πολλά χρόνια χωρίς να σε ταράξει κανένας πειρασμός;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Με ρώτησες Αββά Ζωσιμά, πράγμα για το οποίο φρίττω και να αναφέρω γιατί αν θυμηθώ τα όσα υπόφερα και τους πειρασμούς που με πρόσβαλλαν, φοβούμαι μήπως και πάλιν προσβληθώ απ’ εκείνους «Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Μην, αφήσεις, κυρία μου, τίποτα, που να μην το αναφέρεις, γιατί αφού σε ρώτησα γι’ αυτά πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα με κάθε λεπτομέρεια».
Γυμνή, 76 χρονών ασκήτισσα, στην έρημο, που θα ήταν το σώμα της, σαν ένα δέντρο ξερό, καψαλισμένο από τις κακουχίες, βρίσκει να εκφράσει ένα καθαρά κοινωνικό λόγο. Τόσο είναι χαραγμένοι οι κανόνες της κοινωνίας μέσα μας, που η Μαρία δεν μπορεί να τους αποτινάξει ακόμη και αυτήν την ύστατη στιγμή. Έρχεται σε επαφή πάλι με ένα άνδρα μετά από όλη την δοκιμασία της ασκητική της ζωής και εκεί θα έρθει αντιμέτωπη πάλι με την ντροπή – προπατορικό αμάρτημα- αξία του πολιτισμού και όχι του μοναχισμού, όχι της φυσικής ζωής.
Δεν μπορούμε όμως να εμβαθύνουμε τις σκέψεις μας, στην ιστορία της Μαρίας αν δεν σκύψουμε και στην ιστορία του Αββά Ζωσιμά. Σύμβολο μιας άλλης ενάρετης ζωής. Μια διαφορετική περίπτωση ανθρώπου από την Μαρία. Από παιδί μόλις απογαλακτίστηκε όπως αναφέρουν τα βιβλία, τάχθηκε- αφοσιώθηκε, στην μοναστική ζωή και μέχρι τα 53 ήταν στο ίδιο μοναστήρι. Τι είδε στην Μαρία ο Αββάς; Tι προβολές του εαυτού έκανε στην Μαρία; Τι συνέβη πραγματικά μεταξύ τους; Πολλά ερωτήματα γεννιούνται από την στάση που Αββά στις δύο μοναδικές συναντήσεις που είχε με την Μαρία.
Η Μαρία η Ρομαντική
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε το πρόσωπο της Μαρίας. Η γυναίκα αυτή, ποτέ δεν αγάπησε την σταθερότητα και την άνετη ζωή. Άλλα, είχε ποθήσει η καρδιά της. Αυτό που την βοήθησε να προχωρήσει στην εσώτερη κλίση της, είναι η πολύ καλή σχέση με το ένστικτο της-δεν το φοβήθηκε ποτέ -και δεν επέτρεψε σε κανένα σύστημα, να την ευνουχίσει. Τα αισθήματα της σε δράση, δεν την ακινητοποιούσαν. Το κοινωνικό σύστημα δεν την φόβισε. Το ταξίδι στην έρημο δεν ήταν ταξίδι θανάτου. Λαχτάρα για να γνωρίσει, να πλουτίσει να μορφοποιήσει την ύπαρξη της. Ταξιδευτής και ονειροπόλος η φύση της, αρνήθηκε την σταθερότητα και την ασφάλεια.
Σε μια άλλη γωνιά της γης ο θεσμός που υποχρεώνει την γυναίκα που δεν έχει παιδιά να μεγάλωσεi να καεί μαζί με τον άνδρα της στην πυρά, με τον θάνατο του, θεσμός που αν και έχει καταργηθεί δια νόμου, ισχύει στην συνείδηση του λαού ακόμη σε πολλές περιοχές και τώρα στην Ινδία, μιλάει ξεκάθαρα για την θέση της γυναίκας. Ακόμη και στα πιο ελευθέρα καθεστώτα ήταν και είναι και θα είναι, όσο ο άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο που τον συναντάμε σήμερα, η θέση της πάντα δύσκολη. Κάποιες γυναίκες όμως κάνανε την διαφορά και έτσι προχωρούσε η εικόνα της γυναίκας μέσα στον χρόνο.
Μαρία η Αιγύπτια και κάθε Μαρία γίνεται αποδεχτή αφού πρώτα θυσιαστεί. Η θυσία ως στοιχείο πολιτισμικό. Ίσως η γυναίκα να είναι πλασμένη για την θυσία, ίσως λέω. Μόνο που οι σύγχρονες γυναίκες το έχουμε ξεχάσει αυτό. Γιατί έχουμε ξεχάσει να αφηνόμαστε στην μαγεία του άλλου μέχρι το τέλος. Είναι φανερό ότι υπάρχει ένα αδιέξοδο ή μάλλον θα το ονομάσω περιορισμό ή καλύτερα το πεπερασμένο που είναι μια πραγματικότητα στην ζωή του ανθρώπου. Δεν έχει και πολλές επιλογές. Μόνο αν ζήσει απλά και ταπεινά με την έννοια την ζωική, την απόλυτα φυσική, μπορούμε να πούμε ότι ήρθε και έφυγε με τους νόμους της φύσης. Ένα ερώτημα με βασανίζει καθώς γράφω αυτές τις γραμμές. Αν δεν υπήρχαν απαγορεύσεις πως θα ήταν ο κόσμος και πως θα διαμορφωνόταν ο άνθρωπος νους. Διαφορετικά θα εμφανίζεται ο περιορισμός ως κατάσταση, από την στιγμή θα αφεθεί στην δύναμη των συναισθημάτων του, της φαντασίας, της ελεύθερης βούλησης και πράξης, της σκέψης και της οργάνωσης, την εκπαίδευσης και με γνώμονα την ευτυχία όλων, όχι την χρηστικότητα και την αποτελεσματικότητα και την πονηρή καλλιέργεια της διαφορετικότητας.
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ακολουθώντας τα βήματα της Μαρίας των άμμων παρακολουθούμε μια πορεία που την χαρακτηρίζουν τρία βασικά σημεία. Η απομάκρυνσης από την απλότητα, η προσέγγιση της αυτοσυνειδησίας και η παράδοση που έχουμε στη ιστορία του ανθρώπου, της γυναικείας θυσίας. Αν ρωτούσε κανείς την Μαρία γιατί πήρε αυτόν τον δρόμο και στο πρώτο μέρος της ζωή της και στο δεύτερο μέρος, θα ακούγαμε λογικές και ηθικές απαντήσεις. Δεν θα ακούγαμε τους πραγματικούς λόγους. Αυτοί θα μείνουν πάντα μυστικοί καλά κρυμμένοι στην καρδιά των ανθρώπων. Η Μαρία πέθανε σε ηλικία 78* (7) χρονών τον Απρίλιο του έτους 522.
Fugue της Ερήμου
Άδειασε αργά από κάθε αίσθηση πιθυμιάς. Ο ρυθμός σταθερός. Οι μνήμες της απαριθμημένες. Ο λόγος ξεχασμένος. Οι λέξεις χαμένες χαμηλά σε πτυχές του κορμού, μπερδεμένες με σπλάχνα και φλέβες. Αργά σταθερά επαναληπτικά ο ήλιος, ο αέρας και η βροχή, την ζούσαν με στοργή και εκείνη ένα ακόμη πλάσμα της ερήμου, ευγνωμονούσε τον ουρανό και τα αστέρια. Η νύχτα ήταν η καλύτερη ώρα. Κρύωνε αλλά με ανατριχίλα το σώμα της καμένο από τον ήλιο της μέρας, δροσιζόταν και πάγωνε και υπνώτιζε τις αισθήσεις. Οι σκέψεις και εικόνες sfumato*(8) γλιστρούσαν σαν νερό από όλα τα ανοίγματα του κορμιού της. Έμαθε σιγά βασανιστικά αλλά με ίδιο σταθερό ρυθμό, να τιμά με εξωτερική γαλήνη ότι καλό έβρισκε στην πλάση που την περιτριγύριζε. Πάντα στον ίδιο ρυθμό. Το σκληρό χώμα της ερήμου το γεύτηκε και το μαλακό χρυσό σπόρο, κόκκοι άμμου, στον ίδιο ρυθμό πάντα, την τύφλωναν, την χάιδευαν, την ρούφαγαν, την άφηναν νεκρή και την ανάσταιναν. Κάποιες νύχτες που κοιτούσε τα αστέρια με μάτια σαν οπές, κομμάτια ολόκληρα από την ζωή της, φέτες από το σώμα της, προβάλλονταν στο στερέωμα και εκείνη άρχιζε να χορεύει όπως κανείς δεν τη είχε δει ποτέ.
Οι έννοιες άλλαξαν και βρήκε νέες λέξεις για όλα τα πράγματα. Έφτιαξε την δική της γλώσσα. Ξεκίνησε από μια προσπάθεια να βγάλει πρώτο ήχο. αα,,, οοο,,, ιιι, εεε και γελούσε. Έτσι σχημάτισε τις λέξεις που είχε μάθει από την μάνα της. Έγραφε στην άμμο με τα δάχτυλο του μαραγκιασμένου χεριού της. Με νύχια σπασμένα ή ανύπαρκτα από κάποια δάχτυλα τελείως. Το αίμα είχε στεγνώνει πια, είχε ξεχάσει αν έχει αίμα στο σώμα της. Εκείνη δεν ένιωθε ότι δυνάμωνε. Το αντίθετο όλο και γινόταν πιο ευάλωτη στην σκέψη των ανθρώπων. Κοιμόταν λίγο και χωρίς όνειρα. Και την ημέρα αφηνόταν στην δύναμη των ποδιών της. Τα πόδια της έμοιαζαν με δυο ξερά λιγνά καλάμια που ακουμπούσαν- δεν ακουμπούσαν στην άμμο. Έμαθε να τρώει κάποια ερπετά άμα τα έβρισκε σκοτωμένα, δεν πείραζε κανένα πλάσμα της φύσης.
Ακόμη και τα βότανα κοντά να ξεραθούν και τα χορτάρια το ίδιο. Ήξερε που να κρύβεται από τον θυμό της φύσης και να προστατεύεται. Έκλαιγε και γελούσε λυπόταν και χαιρόταν για τα παλιά χωρίς να τα θυμάται και για τωρινά το ίδιο. Είχε μείνει μια λύπη για μια αγάπη αλλά δεν θυμόταν πρόσωπο τίποτα ούτε όνομα μόνο η λύπη είχε μείνει και ερχόταν καμιά φορά και την ταράξει, όμως πάνα στο ίδιο ρυθμό σταθερό.
Το σώμα της χανόταν σιγά σιγά, και το έβλεπε κάποιες φορές όπως ήταν όταν πρωτοπήγε. Είχε μείνει στον αέρα η εικόνα της και ταξίδευε. Ερχόταν και έφευγε και της γινόταν ο τελευταίος πειρασμός. Εκείνη μια χούφτα κόκαλα και η εικόνα της αστραφτερή τροφαντή, αγαλματένια, άσπρη και ροδαλή, ταξίδευε και έφτανε τα καραβάνια με του άνδρες,να τους ξεγελά, να τους τρελαίνει. Μαρία. Η άμμος σε καταπίνει δυο βήματα αν αφήσεις το σκληρό χώμα. Αν πάλι θέλεις τράβηξε δυτικά στην έρημο. Εκεί η άμμος κόκκος ξεχωριστός, χρυσός, πολύτιμος, σκεπάζει τους πόθους μιας νύχτας.
©ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ
Σημειώσεις
*1 Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ. Χ.)
*2 Αίγυπτος -Αλεξάνδρεια Η πανούκλα του Ιουστινιανού (541-542)
*3 Αβάς Ζωσιμάς Ιερομόναχος. Έζησε στους χρόνους του αυτοκράτορες Ιουστινιανού. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Άγιο Σωφρόνιο, Αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων
*4 Lacarrière, Marie d’ Égypte
Μετάφραση: Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου Χατζηνικολή 1999
*5 «Οι φυλακές χτίζονται με τα λιθάρια του Νόμου, τα μπουρδέλα με τα τούβλα της Θρησκείας», θα γράψει Blake στον Γάμο του Παράδεισου και της Κόλασης.
*6 Ο Άγιος Σωφρόνιος ήταν Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ (560-638)
*7 Η Μαρία είναι εβδομήντα έξι χρόνων όταν συναντά το Ζωσιμά, καθώς ήταν είκοσι εννιά όταν εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια για να πάει στην Ιερουσαλήμ.
*8 H τεχνική του σφουμάτο (ιταλικά: sfumato) είναι η ικανότητα του καλλιτέχνη – ζωγράφου να περνάει αργά από τον ένα τόνο στον άλλο χωρίς αισθητή οπτική…
Το διήγημα ανήκει στην αδημοσίευτη συλλογή διηγημάτων, ‘ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ’.
Έχει παρουσιαστεί επίσης στην επιστημονική διαδικτυακή κοινότητα https://www.academia.edu
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.