Μελετώντας συνολικά την τέχνη από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την εποχή μας, παρατηρούμε συχνά πως ανώνυμοι τεχνίτες της αρχαιότητας ευθύνονται για ορισμένα από τα ωραιότερα έργα που επιβιώνουν έως σήμερα. Για λόγους λατρευτικούς ή σχετικούς με την εξουσία η τέχνη ήκμασε για να υποστηρίξει και να εξευμενίσει πλήθη, άρχοντες και θεότητες, εξασφαλίζοντας στους σύγχρονους μελετητές υλικό μεγάλης ερευνητικής και αισθητικής σημασίας που θα τους βοηθήσει, σε πολλές περιπτώσεις, να ανασυνθέσουν το παρελθόν.

Ένας από τους πλουσιότερους πολιτισμούς σε τέχνη που έζησε και ήκμασε κατά τους προϊστορικούς αιώνες είναι της μινωικής Κρήτης, που επηρέασε με τα πολιτισμικά του επιτεύγματα ολόκληρο το Αιγαίο. Με τις πρώτες του ενδείξεις να τοποθετούνται γύρω στο 7000π.Χ., κατά την Νεολιθική Εποχή, και τις υστερότερες να χρονολογούνται περίπου στο 970π.Χ. και μετά την παρακμή του, ο μινωικός πολιτισμός ανέδειξε μεγάλους τεχνίτες στους τομείς της αγγειοπλαστικής, της κεραμικής, της γλυπτικής, της σφραγιδογλυφίας  και της μεγάλης ζωγραφικής.

Πολύ συνοπτικά, θεωρείται από τους μελετητές ότι οι πρώτες σποραδικές ενδείξεις που σήμαναν τον πρώιμο μινωικό πολιτισμό εντοπίζονται κυρίως στην Κνωσό. Ο πληθυσμός εικάζεται ότι συνίστατο από το ιθαγενές στοιχείο και πιθανές προσμίξεις του με πολιτισμικές εισροές από την Εγγύς Ανατολή, που αφομοιώθηκαν και συνέβαλαν στην ανάπτυξη αυτής της νέας ισχυρής τεχνικής και πνευματικής νοοτροπίας. Τα πρώτα ανάκτορα χρονολογούνται περίπου στο 1900π.Χ. και μετά την καταστροφή τους από σεισμό ανακάμπτουν γύρω στο 1700π.Χ., για να καταστραφούν ξανά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (μάλλον κοντά στο 1425π.Χ. ). Μονάχα το ανάκτορο της Κνωσού οικοδομείται ξανά μετά την δεύτερη καταστροφή, και φαίνεται πως ως το τέλος τελούσε υπό ισχυρό μυκηναϊκό έλεγχο. Ο πολιτισμός παρακμάζει εντελώς περίπου το 970π.Χ. για λόγους που δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί, ωστόσο οι ερευνητές τείνουν να συμφωνούν ότι ο Μυκηναίοι, που είχαν τότε αρχίσει να αποκτούν εκρηκτική ισχύ, εξόντωσαν ολοκληρωτικά την ανταγωνιστική τους αιγιακή δύναμη.

Γενικώς, η Νεοανακτορική Εποχή της Κρήτης (περίπου 1700 με 1425 π.Χ.) θεωρείται η περίοδος της μεγάλης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Ήδη από την Παλαιοανακτορική Εποχή (1900-1700 π.Χ.) αλλά κυρίως κατά την Νεοανακτορική τα τέσσερα μεγάλα ανακτορικά κέντρα (της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου) γνώρισαν την μεγαλύτερη τεχνολογική και καλλιτεχνική ανάπτυξη, και άσκησαν την ισχυρότερη επιρροή σε ολόκληρο το Αιγαίο. Σαφείς λατρευτικές και καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις εντοπίζονται μεταξύ της Κρήτης και της Θήρας, της Κέας, της Ρόδου, της Μιλήτου και των Κυθήρων.

Από τα τέσσερα ανακτορικά κέντρα η Κνωσός θα μας απασχολήσει περισσότερο. Ανασκαφές για την αποκάλυψη του ανακτόρου και εργασίες συντήρησης – που σήμαναν και την πολύ γνωστή εκτενή αναστήλωση – διενεργήθηκαν για πρώτη φορά από τον Άρθουρ Έβανς. Τα έργα ξεκίνησαν το 1900, και μέχρι το 1903 το μεγαλύτερο μέρος του ανακτόρου είχε έρθει για πρώτη φορά στο φως. Το 1905 ολοκληρώθηκαν οι ανασκαφικές εργασίες και  ξεκίνησε η μεγάλη αναστήλωση, που ενώ βασίστηκε σε σαφή αρχαιολογικά δεδομένα κατακρίνεται αυστηρά από τους αρχαιολόγους διεθνώς ακόμη και σήμερα. Τα πρώτα αγαλματίδια στον τύπο της Θεάς των Όφεων ανακαλύφθηκαν υπό την επίβλεψη του Έβανς το 1903 στον χώρο εναπόθεσης των αναθημάτων του ανακτορικού ιερού.

Τα αγαλματίδια:

Τοποθετημένα χρονολογικά περίπου στο 1600π.Χ., τα αγαλματίδια του τύπου της Θεάς των Όφεων είναι φιλοτεχνημένα από φαγεντιανή με επικάλυψη σμάλτου. Όσα βρέθηκαν στην Κνωσό στεγάζονται σήμερα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, και το πιο γνωστό, που θα μας απασχολήσει περισσότερο, έχει ύψος 29,5 εκ. και αποτελεί μια από τις πιο πολυσυζητημένες φιγούρες της αρχαιότητας.

Η γνωστή Θεά των Όφεων, μαζί με μια ακόμη, μεγαλύτερου μεγέθους και κάπως πιο αφαιρετική, βρέθηκε νότια της αίθουσας του θρόνου του ανακτόρου της Κνωσού σ’ έναν λάκκο που, επειδή περιείχε πολλά ακόμη αντικείμενα αναθηματικού κυρίως χαρακτήρα, θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα πως επρόκειτο για χώρο αποθηκευτικό ή χώρο απόρριψης των προβληματικών αφιερώσεων του ανακτορικού ιερού. Τα αγαλματίδια ήρθανε στο φως αποσπασματικά, και ο Έβανς ξεκίνησε αμέσως τις εργασίες συντήρησης θεωρώντας ότι αποκάλυψε ειδώλια που απεικόνιζαν την μεγάλη μινωική θεά που έψαχνε αφοσιωμένα.

Το μεγαλύτερο αγαλματίδιο ήρθε στο φως ολόκληρο. Αν και δεν είναι τόσο περίτεχνο όσο το μικρότερο, ήτανε και πριν από την συντήρηση σαφές πως η γυναίκα που παριστάνει επέτρεπε σε δύο φίδια να τυλιχτούν γύρω από τα χέρια της κρατώντας σφιχτά τα κεφάλια τους στις παλάμες της. Η δεύτερη γυναίκα βρέθηκε χωρίς κεφάλι και με το αριστερό της χέρι να σώζεται ως τον αγκώνα. Με βάση την πρώτη υποτιθέμενη θεά αλλά και το ίδιο το αγαλματίδιο, που στο δεξί του χέρι έσφιγγε κι εκείνο ένα φίδι, ο Δανός καλλιτέχνης Halvor Bagge συμπλήρωσε τα χαμένα μέλη υπό την επίβλεψη του Έβανς. Το αιλουροειδές στο κεφάλι της γυναίκας τοποθετήθηκε εκεί μετά από διεξοδική σκέψη, επειδή δεν ταίριαζε σε κανένα από τα άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν στον λάκκο και επειδή ήταν φιλοτεχνημένο από υλικό στην ίδια ποιότητα με το αγαλματίδιο.

Η φιγούρα παρίστανε τώρα μια γυναίκα νεαρή, ντυμένη με την παραδοσιακή μινωική φορεσιά: το σφιχτό περικόρμιο που άφηνε το στήθος εκτεθειμένο, την φαρδιά ζώνη στην μέση που δένει περίτεχνα στο πίσω μέρος και την πλατιά φούστα με τους φραμπαλάδες, που αναπτύσσονται σε επτά επάλληλες σειρές πέφτοντας ο ένας επάνω από τον άλλον. Η διαφορά στο χρώμα επάνω στην φαγεντιανή μαρτυρά πως η φούστα ήταν φτιαγμένη από πολλά διαφορετικά κομμάτια υφάσματος, συνδεδεμένα έτσι ώστε να επικαλύπτουν μερικώς το ένα το άλλο όπως τα κεραμίδια. Η συνήθης φορεσιά, που αναγνωρίζεται και από άλλα έργα τέχνης της ίδιας εποχής, έχει στολιστεί με μια ποδιά στο σχήμα γλώσσας που πέφτει στο μπροστινό και στο οπίσθιο μέρος του ενδύματος αλλά όχι στα πλάγια. Το κεφάλι, όπως αποκαταστάθηκε από τον Έβανς, έχει τοποθετηθεί έτσι ώστε τα μάτια να κοιτάζουν ευθεία μπροστά. Τα μαλλιά της είναι μαύρα και φτάνουν ως την ζώνη.

Γενικώς, η ερμηνεία του τύπου της Θεάς των Όφεων έχει προκαλέσει διχογνωμία στην αρχαιολογική κοινότητα. Ο Έβανς πίστευε πως οι γυναίκες απεικόνιζαν θεότητες, ίσως κάποια χθόνια οντότητα και προστάτιδα της οικίας. Τα φίδια συνδέονται με το σπίτι και την ευημερία της οικογένειας εντός του στον μινωικό πολιτισμό, και ο ανασκαφέας, παραλληλίζοντας την εικόνα με αιγυπτιακά παραδείγματα αντίστοιχης θεματολογίας – ιδίως με την θεά Wadjet που αποδίδεται ως κόμπρα στην εικονογραφία –, πίστεψε ότι ήταν πιθανό να υπάρχει κάποια σύνδεση· δεδομένης, δηλαδή, και της επιβεβαιωμένης επικοινωνίας μεταξύ των δυο πολιτισμών. Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ακόμη πως ενδέχεται να εικονίζεται κάποια θεά της γης, επειδή τόσο τα φίδια όσο και το αιλουροειδές που επιστέφει τον πίλο της συνδέονται με την λατρεία της φύσης, όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα δεν σώζονται απεικονίσεις θεοτήτων από την μινωική Κρήτη, ή τουλάχιστον δεν έχουν αναγνωριστεί. Εφόσον δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το πώς έδειχναν οι μινωικές θεότητες, στην περίπτωση δηλαδή ανθρωπομορφισμού τους, πολλοί ερευνητές θεωρούν αυθαίρετο έναν τέτοιον ισχυρισμό.

Λόγω της ανεπάρκειας της πρώτης ερμηνείας, ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει άλλου είδους θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα των μορφών. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι δεν πρόκειται για θεές, αλλά για ιέρειες που επιδίδονται σε κάποιου είδους εξευμενιστικό τελετουργικό. Τα φίδια και το αιλουροειδές υποδεικνύουν προς την κατεύθυνση της θεότητας της γης και πολλοί μένουν ικανοποιημένοι από μια τέτοια ερμηνεία, όμως είναι κι αυτή με την σειρά της προβληματική.  Από άλλου είδους παραστάσεις, κυρίως της μεγάλης ζωγραφικής, συμπεραίνουμε ότι τα ιερατικά ενδύματα διέφεραν από τα καθημερινά. Το ιερατικό ένδυμα στην μινωική Κρήτη ήταν, στην ουσία, ποδήρης χιτώνας χωρίς χρωματικές διαβαθμίσεις, δεν άφηνε το στήθος εκτεθειμένο, ήταν φαρδύ σε όλο του το μήκος και φαίνεται πως ήτανε κοινό και για τα δύο φύλα. Η Θεά των Όφεων, σύμφωνα με την εικονογραφία, είναι ενδεδυμένη έτσι με την καθημερινή μινωική φορεσιά. Πολλοί υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η ερμηνεία της μορφής ως ιέρειας είναι εξίσου προβληματική με της θεάς.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη ερμηνεία. Τόσο από την εικονογραφία όσο και από τα αρχαιολογικά δεδομένα – ιδίως με την αποκάλυψη του θεάτρου της Κνωσού –, γίνεται έκδηλο πως οι Μινωίτες εξασκούσαν διαφόρων ειδών αθλήματα. Περισσότερο δημοφιλή ήταν ο δρόμος, η πάλη, η πυγμαχία και τα άλματα στους ταύρους (ταυροκαθάψια), ωστόσο διεξάγονταν και άλλα αθλήματα, λιγότερο προτιμητέα, που δεν επιλέγονταν για την εικονογραφία. Ορισμένοι θεωρούν πως διεξάγονταν αγώνες για θηριοδαμαστές, και ότι οι Θεές των Όφεων, με τα φίδια στα χέρια και την καθημερινή μινωική τους φορεσιά, εικονίζουν γητευτές ερπετών.

Πάντως, παρά την ασαφή τους ερμηνεία και την μάλλον ατυχή τους αποκατάσταση, οι Θεές των Όφεων έχουν μετατραπεί σε φιγούρες εμβληματικές για την εκπροσώπηση του μινωικού πολιτισμού. Η κατάκριση των μεθόδων του Άρθουρ Έβανς και ο διαρκής προβληματισμός της αρχαιολογικής κοινότητας φαίνεται πως θα εξακολουθήσουν στα επόμενα χρόνια, εξασφαλίζοντας ωστόσο μέσω της συζήτησης την πρωτοκαθεδρία των αγαλματιδίων ως σταθερά σημεία αναφοράς του μινωικού πολιτισμού ανά τον κόσμο.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Bonney, E. M. 2011. “Disarming the Snake Goddess: a Reconsideration of the faience figurines from the temple repositories at Knossos”. Journal of Mediterranean Archaeology 24(2): 171–190.

German, S. 2018. Snake Goddess. Khan Academy: https://smarthistory.org/snake-goddess/ (13.05.2020).

  1. D. C. 1914. “A Statuette of the Minoan Snake Goddess: Gift of Mrs. W. Scott Fitz”. Museum of Fine Arts Bulletin 12(73): 51-55.

Witcombe, C. 2020. “Women in the Aegean: The Minoan Snake Goddess”. Images of Women in Ancient Art. Επιμ. Witcombe, C. New York: Art History Resources.


*Γράφει η Έρση Λάβαρη.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΈτσι κι αλλιώς, Νίκος Δήμου
Επόμενο άρθροΔιαβάζοντας ένα ποίημα, Χρίστος Λάσκαρης
H Έρση Λάβαρη γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και σπουδάζει στον τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αγαπάει τους πολιτισμούς της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και κάθε αρχαιολογική έρευνα που τους αφορά, την κλασική τέχνη, τα ταξίδια, τα αγχέμαχα όπλα και την λογοτεχνία. Αν και ήταν ονειροπαρμένη από μικρή αποφάσισε να ξεκινήσει μια προσπάθεια καταγραφής των φανταστικών της κόσμων μόλις στα τέλη της εφηβείας της, και αποτέλεσμα αυτού του συγγραφικού της εγχειρήματος είναι τα ως τώρα τρία της βιβλία. Ελπίζει να έρθουν περισσότερα στο μέλλον.