Καλέσματα

 

Μαρία Πανούτσου

Ποιητική συλλογή

Καλέσματα

 

 

ρήμαξα τα λίγα σπίτια
που βρέθηκαν στο δρόμο μου
το λέω στο πρώτο πρόσωπο
και λίγο με μέλει
πως ακούγεται στ αυτιά
η αλήθεια αντιστρεπτή
με προστατεύει

 

-κάθισε

πάρε μια καρέκλα

και κάθισε

ο ήλιος είναι μακριά ακόμη όταν έρθει η ώρα θα τον

δούμε θα φέρει φως και ζεστασιά είναι ο ήλιος μακριά

ακόμη και κάνει κρύο

μείνε

όταν έρθει η ώρα θα το νοιώσεις θα το νοιώσουμε μαζί

και θα φύγεις

 

 

 

-τα χέρια σου να τα ’κοβα και να τα ’τρωγα πως θα ήταν

οι σταλαγματιές του ιδρώτα μου μετά;

 

 

 

-ένα μικρό κουτί έχει αλάτι· αλάτι θαλασσινό βάλε λίγο

στη γλώσσα σου

τί; είναι αλμυρό και το αίμα μου είναι

 

 

-μια μέρα σαν τις άλλες ο χρόνος στις τσέπες του

παντελονιού σου

κομπολόι δεν έχεις;

 

 

-έχω στις χούφτες μου κάτι τι σκύψε να σου δείξω

πιο πολύ πιο πολύ είναι τόσο μικρό σκύψε πιο πολύ

σκύβεις και σε φιλώ και το κάτι τι χάνεται

 

 

-μικρέ άσχημε γορίλα έλα να παίξουμε το χέρι είναι ζεστό

το σώμα σου ζεστό μητρικό πάρε με και γλύψε με την

γλώσσα σου τις πληγές μου

 

 

-γέμισε ο αέρας μικρά μυγάκια

κάθομαι ακίνητη και τα βλέπω

κλείνω τα μάτια και τα βλέπω

μείνετε

 

 

-πολύχρωμες μπάλες βρέχει ο ουρανός και εσύ

τις μαζεύεις με τόση υπομονή

θα τις σπάσω  μία μία

 

 

-μπουκάλια στην σειρά και μέσα καρέκλες κάθησε

άνθρωπε να δω τα κίτρινα μάτια σου τρέχουν ακόμη

δάκρυα τα δικά μου στέγνωσαν δώσε την αλμύρα

την δικιά σου και ένα φιλί

 

 

-ρόγχος λεπτός διάτρητος από σφαίρες και μέσα βλέπω

ένα πελεκάνο με κοιτάει

το ένα πόδι προκλητικό θέλω να τον φτάσω

τι γυρεύει εκείνος σε μένα και ’γω σε κείνον;

 

 

-άφηναν πίσω μια τόσο δα λακκούβα και μέσα σ’ αυτήν

βρώμικα νερά φύλλα έπεφταν επάνω και μικρά

ζουζούνια κολυμπούσαν όλος ο κόσμος μια μουσική

ένα γέλιο ένα φουστάνι δαντέλες και μετάξι αγγίζω

δεν έχω να πω πολλά

 

 

 

-άνοιξη και άνοιξα ένα κουτί πρόσωπα χαρωπά

αντίκρισα και ζήτησα την αγάπη τους κι εκείνα

μου ’δωσαν άγρια αίσθηση ονείρου που βάρυνε τη σκέψη

και το στομάχι μου

 

 

-τίποτα δεν φτάνει σε μένα

ότι με ’μαθαν κάνω να μιλώ να γελώ να περπατάω

ν’ αγαπώ και εγώ τα κάνω τίποτα δεν φτάνει σε μένα

 

 

 

-ανησυχώ για μένα

μόνο για μένα μόνο για μένα

πέτρα στο λαιμό μου το παραμύθι του κόσμου

οι έρωτες και η ζάχαρη οργισμένοι οπισθοχωρούν

τώρα η Ν ξεριζώνει ευλαβικά το νύχι προσεκτικά

για να μη το καταστρέψει

και το αίμα κόκκινα πενταπέταλα τριαντάφυλλα

ομορφαίνουν το πάνινο σώμα χτες παρόν σε μια ζωή

μόνο για μένα μόνο για μένα

 

 

-λυπηρό αποτέλεσμα ο κόσμος σου κύριε οι ακτίνες Χ

δε βοηθούν σκιές ανθρώπων σέρνονται ακατάπαυστα

ανάμεσα σε τετράγωνα αψιδωτά μουσειακά

μπιχλιμπιδωτά κέντρα θεραπείας ψυχαγωγίας

μυσταγωγίας ακτινογραφίας τοίχοι χορταριασμένοι

η σκέψη σου και το σώμα ακουμπισμένο στο δένδρο

τυλίγεται ντροπιασμένο υποκρινόμενο το παιχνιδιάρικο

φίδι του παραδείσου σιωπηλή στο κύμα της ευθυμίας

αναζητώ τους στεναγμούς της δικής μου αλήθειας

πως έγινε και η PINK συμφωνία θυμίζει σαλιάρα

ανεπιθύμητου μωρού;

 

 

 

-όταν ο σκοπός της ζωής μας απομακρύνεται λεύτερος

προς το άπειρο κι εμείς μαγεμένοι από τις ομορφιές

της φύσης παραδινόμαστε σ’ αυτές γερασμένοι πια

μαζεύουμε μαραμένα τριαντάφυλλα και δεν μετανιώνουμε

για το χαμένο παράδεισο που για τίμημα

τη ζωή μας ζητούσε

 

 

-άνοιξα μια τρύπα στο βράχο έβαλα το μεγάλο δάκτυλο

του ποδιού μου μέσα σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες

ήρθες και μ’ έριξες οι βόστρυχοι μπερδεύτηκαν

κυλίστηκαν στα βράχια χάθηκαν στη θάλασσα το ρίγος

πέρασε από σένα ένα σημάδι στις ρίζες των μαλλιών μου

ξαναγύρισε το ρίγος σε μένα

 

 

-ροζ κυκλάμινα σε κλωστή θολοί έγχρωμοι βόστρυχοι

στεφάνι στα μαλλιά σου της φωνής σου το πέρασμα

λουρίδες από στάχυα ποτισμένα με μούστο με δένουν

της πνοής σου το ευώδιασμα τρυπά τα κυκλικά μου

πέλματα και λυγίζω για να ’ρθω κοντά σου.

 

 

-τα λόγια σου μικρά νυχάκια με ξύνουν και με πονούν

βαθειά ενόχληση γλυκιά χωρίς νόημα ή μήπως ναι;

περνώ δίπλα σου και αόρατα χέρια με καρφώνουν

αντίκρυ σου τα μάτια σου μ’ αγκαλιάζουν και τα χείλη σου

με κάνουν ν’ αναζητώ τη μορφή μου στο μέτωπο σου

υποταγή στην αγάπη σου η δική μου αγάπη

 

 

-την αίσθηση θ’ αφήσω για τελευταία φορά να με κερδίσει

και στα πόδια σου θα πέσω λέγοντας σου τραγούδια

ερωτικά τα δάκτυλα των χεριών σου στα μαλλιά μου

θα πλέξω και στεφάνι στο κεφάλι σου τα φιλιά

όμως μη ζητήσεις το λόγο

 

 

-αγάπη τι σημαίνει δεν γνωρίζω τον εαυτό μου περιφέρω

και γονυπετώ τρυφερά λουλούδια στο πέρασμα μου

μαραίνονται το θάνατο φέρνω και αισιοδοξώ και αν

κάποια νύχτα ναι νύχτα σκαλίζοντας το χώμα σε βρω

σε μυρίσω μη φύγεις ψιθύρισε τη λέξη συνάντηση

και εγώ θα ακολουθήσω ή ήδη μου την ψιθύρισες και εγώ

προσπέρασα τυφλή μουγκή στυφή γονυπετώντας τ’ άστρα;

 

-Ξεκομμένο σε θέλω από τους άλλους ξεκολλημένο

από τα πράγματα θέλω να γνωρίσω τους κόσμους σου

και μετά να σ’ επιστρέψω λιγοστό αφού θα έχω κλέψει

όλα τα όνειρά σου τις βραδιές που ξενυχτώντας

τα μαλλιά σου φυλλομετρούσα και

τις θέρμες του κορμιού σου.

 

 

-Γυναικείες μορφές τυλιγμένες σε μια κόλα χαρτί

εμποδίζουν τη χαρά να ξανάρθει στη ζωή σου

η θλίψη ζηλωτής ακούραστος σκιάζει τον έρωτα σου

κι εσύ μάταια προσπαθείς την καθαρότητα

στις πράξεις σου να βρεις

 

 

-εγώ που με γλώσσα και μάτι λαθεμένο ζητώ την αγάπη

σου ξέρω την πηγή της έμπνευσης μου (σου) ρυθμός

σταθερός στην ζωή μου το χθες και το αύριο

η κούραση σαν υπέρτατη λύτρωση διατυμπανίζει

τον ερχομό σου εσύ και αυτή πόσο μοιάζετε

 

 

-άνοιξα ένα πηγάδι και έπεσα μέσα τι ομορφιά ήταν αυτή

η όρασή μου άνοιξε και σε είδα … είδα και μένα

και ανεβήκαμε μαζί στο φως και χάθηκαν όλα έμεινε όμως

στο σώμα μας το γλυκό νερό και φύτρωσε χλόη … χλόη παντού στα χείλη στα μαλλιά στα χέρια στο στήθος

το νερό έφυγε και η χλόη κατέβηκε στη γη και εμείς μαζί

 

 

-την ψυχή σου ονειρεύτηκα χθες που το φεγγάρι

σταλαματιά σταλαματιά πότιζε την πόλη φως είδα

πως τάχα σα λεύκα ορθώθηκε και με καλεί σε κόσμους

που ο πόνος γλυκό κρασί μεθυστικό είδα τη νάρκισση ρυτίδα των ματιών σου να σαλεύει καθώς προχώραγες εμπρός όπως το πέρασμα της μέρας γίνεται νύχτα άβυσσος

και εκεί σταμάτησε το όνειρο και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ζήτησα το χάδι των μαλλιών σου

 

 

-με ξέχασες και εγώ σαν ένα κομμάτι άσπρο χαρτί γεμάτο

ησυχία περιμένω τον ερχομό σου

 

 

-πως πέρασες απ την ψυχή μου το ξέρω τώρα ο πόνος

μέλλει να περάσει και ο χωρισμός να γίνει ένα με το φως

 

 

-ριζικά τελειώνω με σένα γιατί με περιμένει πολύ δουλειά

και για σένα χρόνος δεν υπάρχει μικρέ μου φίλε

ούτε υπομονή ούτε δάκρυα ένα τούβλο θα ρίξω

στο μεγάλο σου δάχτυλο και ένα μικρό πόνο

θα σου προκαλέσω ίσο με τον πόνο που νοιώθω

για το χωρισμό μας

 

 

-όταν ανοίξεις την πόρτα θα δεις δύο σκελετούς

εκφραστικούς να κάθονται στον καναπέ σημάδια

της αλλοτινής ζωής τους μερικές τρίχες μπλεγμένες

στα οστά των δακτύλων

απόπειρες χαδιού μες στο δείλι

μη λυπηθείς για την ζωή τους δυο σταγόνες αίμα γεύση

στυφή γεύτηκαν με πολύ αγωνία και όχι χαρές

για περίσσευμα ─ μόνο περισσεύματα από λύπες και ηδονές

 

 

-στο ρυθμό του μάμπο θα χορέψω για να γιορτάσω

την ευφυΐα της πράξης σου και λικνιζόμενη

θα απομακρύνω κάθε προοπτική σύγκρουσης

 

 

-ρήμαξα τα λίγα σπίτια που βρέθηκαν στο δρόμο μου

το λέω στο πρώτο πρόσωπο και λίγο με μέλλει

πως ακούγεται στ αυτιά η αλήθεια

αντιστρεφτή με προστεύει

 

 

-Σέρνομαι λιγοστά τα φώτα γύρω

άγριοι ρυθμοί μ ακινητοποιούν

στριγκλίζω μόνη

και αυτός – αυτή στη γωνιά περιμένει δεν θα πάω – ξέρω

τη μοναξιά σήμερα δεν θα ξεγελάσω

λιγοστό το φως από το παράθυρο

βγαίνω να δω καλύτερα

στη γωνία κανείς

επιτέλους

το φως με τυφλώνει

λιγοστά τα φώτα σε λίγο θα κλείσω 24 ώρες δεν αντέχω

άλλο θα βγω λιγοστά τα φώτα ρούχα και φτιασίδια

απαραίτητα

-λέξεις λέξεις λέξεις

μπηχτές κουτές θολές ξετσίπωτες

έκφραση της μπηχτής θολής ξετσίπωτης μορφής σου

σωριασμένη μπροστά στις αποθήκες βλέπω τον κόσμο

να στοιβάζει τις λέξεις τόσων αιώνων και με μια δυο υπό

μάλης να βγαίνει και να προχωρά σκυφτός

 

-βράδιασε όλοι έφυγαν και οι αποθήκες εκεί τις βλέπω

βουβά μνημεία μιας θεϊκής επιθυμίας χωρίς ανθρώπινη

αντιστοιχία,κλείνω τις πόρτες και ανοίγω το κεφάλι μου

οι μνήμες δεν χρειάζονται πια

μια εμπειρία ακόμη για το αδηφάγο νευρικό μου

σύστημα πριν πω οριστικά στο επανειδείν

 

 

-όταν έφυγε ο Δαρείος (εσύ) είπες

και τώρα η Ελλάδα δική μου

και ήλθε ο Αλέξανδρος και την έδωσε στη Ρώμη

τότε είπες θα φύγει ο Ρωμαίος

τώρα δε λες τίποτα φεύγουν και έρχονται τόσοι

 

 

-η επανάσταση φέρνει την επανάσταση

κι εσύ περιμένεις στη φυλακή το Μεσσία

αν έρθει θα φέρει μαζί του κι άλλους μεσσίες

θα γεμίσουν οι φυλακές

από μεσσίες και φύλακες

η επανάσταση φέρνει την επανάσταση

όμως εσύ περιμένεις το Μεσσία

 

 

-εσύ που τόσο λεύτερα κοιτάς την εξουσία και φυσικά

τη συλλαμβάνεις και με μαγευτικούς τρόπους

την επιστρέφεις σε μας καλέ μου γλυκιέ εξουσιαστή

στο κρεβάτι μου έλα μια βραδιά το νεκρικό τραγούδι

να σου τραγουδήσω και μόλις στα σπλάχνα μου φτάσεις

ένα μαχαίρι να σου καρφώσω στα πλευρά και να προλάβω

να σου πω πόσο λίγο σε χρειάζομαι – σας χρειαζόμαστε

όλους εσάς και σαν εσάς

αύριο στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων θα διαβάσουν

θύτης και θύμα σφιχτά αγκαλιασμένοι σχεδόν

συμφιλιωμένοι

και το συμβολικό νόημα θα πάρουν άλλη μια φορά

σαν μοναδικό στοιχείο από μια ολόκληρη τραγική αλήθεια

-θα μείνω και λυπηρά θα καταγράψω σε χαρτί κλινικής

τους λόγους του θανάτου που κτύπησαν τόσο σιωπηλά

το φίλο και αδελφό που έπαιζε φλογέρα στην αυλή μου

τώρα εκείνος δεν υπάρχει πια αν και φλογέρες

στον κόσμο πολλές

 

 

-λες να χάθηκε για πάντα το πιάτο το καθαρό και η

πετσέτα από σαπούνι πράσινο πλυμένη για να

σκουπίσει τα υγρά περισσεύματα που ταπεινά κυλούν

στις άκρες των χειλιών σου ευωδιαστά περισσεύματα

από χυμούς της φύσης

 

 

-λιγοστά τραπέζια γύρω γύρω ίχνη από ανθρώπους

που πέρασαν τ’ απόγευμα πίνοντας καφέ

καθώς έρχεται το σβήσιμο της μέρας

τα χαλίκια μετατοπίζονται από τα βήματα μερικών μοναχικών περιπατητών που άδοξα ζητούν διέξοδο στην ομορφιά της ώρας

 

 

-εικόνες του κόσμου εικόνες δικές μου γαζωμένες

από τρίχες και σάρκα στο νωτιαίο μυελό στην κρούστα

των καυκάλων είμαι η εικόνα σου γεμάτη λάσπη και

απορρίμματα (ανθρώπων) ίσκιοι πάνω στους ίσκιους

συμφωνία από τρίξιμο δοντιών και κραυγές παιδιών

αφημένων στην αγκαλιά σαρκοβόρου φυτού

μας βαραίνουν στιγμές οδύνης για τα πουλιά τα λουλούδια

χάθηκαν τι μένει εσύ και εγώ

και όλοι οι άλλοι σένα κοινό

πηγάδι από άζωτο

 

 

-κρανίο άδειο ταπεινό όσο ποτέ όσο τίποτα κατρακυλά

στο χώμα

χρόνια κρατούσε ευλαβικά κλεισμένο, το υλικό

που χτύπαγε και χάιδευε

τώρα είναι αργά να το γυρίσει πίσω και να του πει

ευχαριστώ

 

 

 

-πέρασε κάποιος απ’ έξω/ άκουσα

τα βήματα όμως δεν στάθηκε/ πρέπει να βγω έξω

οι άλλοι περιμένουν /ο κόσμος περιμένει/

πρέπει να τους πω/ ότι πέρασε και έφυγε

πρέπει να τους πείσω να φύγουν/ είναι αργά

πια /εκείνος πέρασε αλλά δεν στάθηκε

 

—-

 

Μαρία Πανούτσου copyright © all rights reserved.

Επιμέλεια: Αλεξία Κατσαβού.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροZάκυνθος
Επόμενο άρθρο“LULU” του στο Θέατρο του ΙΜΚ
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.