«Κασσάνδρα. Λίγο πριν τη μεγάλη σιωπή»
Της Μαρίας Πανούτσου
Διήγημα σε μορφή θεατρική –ποιητική
«now my fate comes closer inching,
all alone I’ ll end my days.»
Friedrich Schiller
Στην Μνήμη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου
- Πρόσωπα : Αφηγητής, Κασσάνδρα, Φύλακας,
- Χώρος : Ύπαιθρος
- Χρόνος: Tέλος Καλοκαιριού
Δύο άνθρωποι, μία γυναίκα, η Κασσάνδρα και ένας άνδρας, ο φύλακας, περπατούν σε μια ανοιχτωσιά όπου δεν υπάρχει κανείς. Το τοπίο, ξερό χώμα και ένα δένδρο λίγο πιο πέρα και αυτό απομεινάρι δένδρου, πέτρες παντού. Βουνά περικλείουν το τοπίο. Μακριά φαίνεται ένα ερειπωμένο κτίσμα. Η Κασσάνδρα περπατάει νευρικά, σπαστά, κάνει μια κίνηση να ελευθερωθεί από το ρούχο της, που σαρώνει το χώμα. Σηκώνει τις άκρες του υφάσματος μέχρι τα γόνατα. Ο άνδρας την ακολουθεί από κοντά δυο βήματα πιο πίσω.
Κασσάνδρα Είναι ότι φοβάμαι πιο πολύ. H μυρωδιά της γης λίγο πριν πιάσει η βροχή, ο αέρας που φυσά, η ψύχρα που με σπρώχνει στη ζεστασιά του κρεβατιού, εσύ ένας άνδρας, εσύ πιο πολύ από όλα.
Φύλακας (Παύση) Μην με κάνεις να τρέχω πίσω σου, περπάτα σιγά. Ζαλίζομαι έτσι όπως πας. Τι ζήτησες από την Κλυταιμνήστρα?
Κασσάνδρα Να περπατήσω λίγο.
Φύλακας Δεν φοβήθηκε μήπως το σκάσεις;
Κασσάνδρα Δεν θέλω να το σκάσω(παύση). Που να πάω και γιατί; (παύση) Ξέρεις την γλώσσα που μιλάω, γι’ αυτό ζήτησα εσένα. Ξέρεις τον τόπο μου, ξέρεις πια είμαι. Σε ζήτησα από το καράβι, ήξερα τι με περίμενε. Γι’ αυτό φοβάμαι για την τύχη σου. (παύση) Mετά από εμένα, εσύ.
Φύλακας Πως μου μιλάς έτσι; Δεν έχουμε κοινή μοίρα. Όταν σε είδα στο καράβι κι εγώ ήξερα τι σε περιμένει. Το ψιθύριζαν όλοι. Στον τόπο σου έζησα σχεδόν δέκα χρόνια και για σένα είχα ακούσει πολλά. Δεν ζουν πολύ, γυναίκες σαν εσένα.
Κασσάνδρα Έμαθες την γλώσσα μου, πολλοί λίγοι Έλληνες έμαθαν την γλώσσα μου αν και μείνατε σχεδόν δέκα χρόνια, όπως λες, πολεμώντας.
Ο φύλακας την άκουγε σιωπηλός. Τα σαγόνια του ανήσυχα. Έμεινε σιωπηλός, δεν την κοιτάζει καν.
Κασσάνδρα Είσαι ό, τι έχω πιο πολύτιμο αυτήν την στιγμή.
Φύλακας Είσαι η Κασσάνδρα; Αλήθεια από την αρχή που εμφανίστηκες στο καράβι, λέγανε πως δεν είσαι εσύ. Πως η πραγματική Κασσάνδρα το έσκασε. Την φυγάδευσε ο Αινείας. Γιατί δεν έφυγες, δεν κρύφτηκες και άφησες να σε πιάσουν. Γιατί σε άφησαν να πέσεις στην αγκαλιά του Αγαμέμνονα οι δικοί σου; Ήθελες να έρθεις εδώ σε μας, να αφήσεις το κουφάρι σου; (Παύση) Δεν μιλάς. Μπορούσες να σωθείς. ( Παύση) Δεν θέλεις να μιλήσεις; (παύση) Θέλεις να καθίσουμε κάπου; (παύση) Είσαι τόσο ωραία όπως λένε; Με αυτό το πέπλο κανείς δεν ξέρει. Άσε με να δω το πρόσωπο σου.
Η Κασσάνδρα μένει αμίλητη. Τον κοιτάζει μέσα από το πέπλο και αποφασίζει να του δείξει το πρόσωπο της. Ο φύλακας την κοιτά για λίγη ώρα και αυτός σιωπηλός. Σηκώνεται και προχωρά μπροστά μόνος.
Φύλακας Πάμε να σου δείξω το ποτάμι εδώ κοντά, θέλω να δεις το δένδρο που έχει φυτρώσει μέσα στο ποτάμι. Όταν ξεραίνετε αυτό το ποτάμι, βλέπεις ακόμη και τις ρίζες του δένδρου. Μυρίζεις την βροχή που έρχεται; Θα γεμίσει το ποτάμι θα χαθούν οι ρίζες. Πάμε να το προλάβουμε όσο είναι στεγνό.
Κασσάνδρα Δεν έφυγα με τον Αινεία, γιατί δεν ήθελα να μεταφέρω την κατάρα που κουβαλάω μέσα μου, στον τόπο που πήγαινε. Ξέρεις τι είναι να αγαπάς κάποιον; Αγαπάς κάποιον;
Φύλακας Να σου πω για την αγάπη μου θέλεις; Θέλεις ιστορίες βλέπω.
Η Κασσάνδρα τον ακολουθεί ενώ κατεβάζει το πέπλο πάλι και σκεπάζει το πρόσωπο της. Σε λίγο σταματά. Φαίνεται κουρασμένη, το σώμα της δείχνει ανημποριά. Αποζητά να καθίσει κάπου. Είναι πολύ ζεστός ο καιρός ακόμη, ο ήλιος δυνατός, το τόπος, ξερότοπος. Με το βλέμμα προσπαθεί να κρατηθεί από κάπου και με μιας πέφτει στο στεγνό χώμα. Ο φύλακας την σηκώνει στα χέρια του ανήσυχος και με βήμα γοργό κατευθύνεται σε ένα μονοπάτι που βγάζει σε ένα χαμόσπιτο. Μέσα δροσιά, σκοτάδι, την αφήνει πάνω στο νοτισμένο χώμα. Πλησιάζει ένα ετοιμόρροπο παράθυρο και κοιτά έξω. Γύρω ψυχή. Κάθισε στην απέναντι γωνία και κοίταζε με ένταση τη Κασσάνδρα. Μια λύπη πλημμύρισε την καρδιά του. Μια κούραση που την κουβαλάει έχει ξεχάσει από πότε, τον έχει εξαντλήσει σωματικά και ψυχικά. Γιατί γύρισε πίσω στον τόπο του γιατί ακολούθησε τον Αγαμέμνονα; Αν πέθαινε στην Τροία, τώρα το σώμα του θα είχε λιώσει. Όμως είναι ακόμη ζωντανός. Για πρώτη φορά ο φόβος έχει εγκατασταθεί μέσα του κι’ έχει μουδιάσει τα μέλη. Άλλοτε αυτός ο φόβος ερχόταν και έφευγε και έτσι πέρασαν χρόνια ειρήνης και πολέμου. Τώρα πατάει τα χώματα της πατρίδας του και τώρα φοβάται πιο πολύ.
Πώς να προστατευτεί εδώ από τους δικού του; Η Κασσάνδρα είχε συνέλθει. Του έριξε μια γρήγορη ματιά, διπλώθηκε και αφέθηκε σε έναν ύπνο βαθύ. Ο φύλακας καθισμένος απέναντι της δεν μπόρεσε να αποφύγει χίλιες σκέψεις. Υπερίσχυσε η κούραση στην θαλπωρή του μισοσκόταδου. Τον πήρε και αυτόν ο ύπνος και με χαλαρωμένα μέλη είδε ένα όνειρο. Όταν ξυπνά η Κασσάνδρα από τον λήθαργο, τον βρήκε να κοιμάται. Βγήκε από το χαμόσπιτο και έψαξε με το βλέμμα της το τοπίο. Απέραντος ο κόσμος σκέφτηκε. Ήθελε να πετάξει, είχε περπατήσει στο νερό όταν ήταν μικρή και είχε πετάξει μέσα στον ύπνο της πολλές φορές, είχε μάθει και την τεχνική της ανύψωσης. Δεν ήταν ενάντια στην φύση του ανθρώπου, αρκεί να είχες καταλάβει την προετοιμασία. Πόσο θα ήθελε να μάθει τους ανθρώπους όσα ήξερε. Δεν την άφησαν. Ξαφνικά της ήρθε μια εικόνα. Ο Απόλλωνας. Ήταν μια ιστορία που άκουσε από την παραμάνα της όταν ήταν παιδί. Είχε δίκιο ο Φύλακας μεγάλωσε με ιστορίες. Η παραμάνα της μιλούσε για ένα θεό συνέχεια και πάντα τον ίδιο. Τον θεό της μουσικής. Ο πατέρας της ήταν αυλιστής σκλάβος από την Ασία γι’ αυτό και η γριά παραμάνα είχε μεγάλη ευαισθησία στην μουσική. Της τον είχε περιγράψει τον θεό πολλές φορές. Και τα βράδια πριν κοιμηθεί της έλεγε πόσο τρυφερός θεός ήταν και πόσο μελωδική φωνή είχε. Τον αποζητούσε λοιπόν κι αυτή μέσα στα όνειρά της και τον καλούσε να φανερωθεί καθώς μεγάλωνε. Η παραμάνα την είχε συνοδεύσει πολλές φορές στον Ναό του και μετά κατέβαιναν στην θάλασσα για αγνάντεμα, έτσι είχε συνδέσει τον ήχο των κυμάτων με τον θεό αυτόν. Στην Θάλασσα έγινε η ένωση τους, όταν ήρθε η ώρα, αλλά δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί. Θυμάται την σκηνή αυτή τόσο ζωντανά γιατί την ίδια μέρα οι δικοί της την έκλεισαν μέσα στο παλάτι για καιρό. Την είδαν να περπατά την νύχτα γυμνή σιγοψιθυρίζοντας ένα όνομα σαν αλαφιασμένη, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιόν καλούσε. Όλα ακολούθησαν μετά. Ο Απόλλωνας, ο δικός της Απόλλωνας δεν ήταν θεός αλλά ένας άνδρας που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ μαζί του. Δεν θα προλάβει να γεράσει για να συμφιλιωθεί μαζί του. Της φύτευσε στο σώμα, και στην ψυχή, τον πόνο και την αγωνία για να την καταστρέψει, την βάφτισε στο πιο οδυνηρό χάρισμα για να την δυναστεύει. Ούτε η μουσική του την πλάνευε. Ήταν δυνατή ήξερε να αρνείται. Αντιστάθηκε και δεν δέχτηκε ποτέ την μοίρα της γυναίκας. Πολλές φορές αναρωτήθηκε πως θα ήταν η ζωή της αν δεν είχε έρθει τόσο κοντά με τον Απόλλωνα. Ένας τόσο ανθρώπινος θεός γιατί να είναι αθάνατος; Γιατί να μεταφέρει από γενιά σε γενιά την σκοτεινή και μίζερη ομορφιά του. Ας μην την πλησίαζε. Έτσι μόνο θα ήταν ο θεός της. Ο φύλακας την αναζήτησε πιο πέρα. Περπατούσαν σκεπτικοί ο καθένας με τις δικές του εμμονές.
Κασσάνδρα Που είναι το ποτάμι, πάμε στο ποτάμι.
Ο ήλιος ακόμη καίει. Η Κασσάνδρα τον ακολουθεί. Έχει σκεπάσει με το πέπλο το πρόσωπο αλλά τα πόδια της γυμνά μέχρι το γόνατο. Κρατά με τα χέρια της ανασηκωμένο το ρούχο της. Περπατάνε σιωπηλοί. Από μακριά αντίκρισε το ποτάμι, ένα μικρό ξερό ποτάμι μια κύτη σαν καράβι, που έχει ξεβραστεί σε χέρσα γη. Έμοιαζε με την βάρκα που οδηγεί στον Άδη. Το μυαλό της έτρεχε μέσα στον χρόνο. Κοίταξε με περιέργεια το ποτάμι. Το λίγο νερό διατηρούσε τις μυρουδιές από βρύα αλλά μοιρασμένες με την ευωδιά των βρεγμένων ξερών χόρτων. Εκείνη περπατούσε ξυπόλυτη με τα σαντάλια στον ώμο, περασμένα από το λαιμό της με κάτι ξέφτια, κάτι λεπτά πολύ λεπτά σχοινιά που κρεμόντουσαν στην πλάτη της, σχεδόν την έπνιγαν. Εκείνη γελούσε σε κάθε πόνο από τις πέτρες που πλήγωναν τις πατούσες της. Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί ματώνοντας με μανία την γυμνή σάρκα.
Ο φύλακας την ακολουθεί αργά σιωπηλός. Από ένστικτο καταλαβαίνει τι νοιώθει η Κασσάνδρα. Την παρακολουθεί. Την αφήνει ελεύθερη.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, ο φύλακας στάθηκε κοντά στην όχθη και έβρεξε τα πόδια του στο νερό, πιότερο λασπόνερα παρά νερά ποταμού, και έμεινε εκεί με τα πόδια να πλατσουρίζουν σιωπηλά για λίγο. Κρατούσε την αναπνοή του και τα χέρια του, τα ένοιωθε να τρέμουν, για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Η Κασσάνδρα έστεκε παραπέρα κοιτάζονται με απορία το πελώριο δένδρο που είχε φυτρώσει στην μέση του ποταμού και τα κλαδιά του τρύγαγαν τον ουρανό. Είχε ξεχάσει την πρότερη ζωή της και ξάφνου μια απορία της γεννήθηκε, πως άφησε την ζωή της να κυλήσει μέσα σε τόση άρνηση;
Γιατί λοιπόν να μην την αρνηθούν και οι άλλοι. Ήθελε να σκύψει και να φιλήσει το χώμα που πατούσε το χώμα στο όποιο περπάτησε σαν άνθρωπος, πια αυτή, μια ετοιμοθάνατη προφήτισσα.
Έζησε με την προφητεία παρέα που όμως ήταν η πραγματικότητα, η πραγματικότητα που μόνο εκείνη την έβλεπε. Κι όμως ήταν τόσο εύκολο να την δουν και οι άλλοι. Γελούσε και έκλαιγε μέσα της. Πόσο τυφλοί είναι οι άνθρωποι αλλά και αυτή, ακόμη πιο τυφλή. Η σκέψη αυτή την γαλήνεψε. Επιτέλους αναγνωρίζει στον εαυτόν της το φταίξιμο.
Κασσάνδρα Γιατί μας άφησαν μαζί ?
Φύλακας Γιατί ρωτάς, εσύ με ζήτησες
Κασσάνδρα Δεν μπορούμε να φύγουμε; … όχι δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, δεν το θέλουμε.
Φύλακας Εσύ τι αγωνιάς. Έχεις σίγουρο το μέλλον.
Κασσάνδρα Νομίζεις πως θα σε αφήσουν ελεύθερο να ζήσεις και να μιλάς για μένα, μετά από μένα.
Φύλακας Δεν μιλώ για ανθρώπους σαν και σένα
Κασσάνδρα Γιατί πράγματα μιλάς εσύ;
Φύλακας Για όλα εκτός από σένα.
Κασσάνδρα Σωστά. ( Παύση) Ωραία τώρα γύρισε με πίσω, δεν θέλω άλλο να περπατήσω.
Φύλακας Έχουμε χρόνο μέχρι την δύση του ηλίου.
Κασσάνδρα Δεν θέλω άλλο, δε θέλω τίποτα άλλο, θέλω να γυρίσω.
Φύλακας Δεν μπορώ να σε γυρίσω πίσω τώρα, θα μείνουμε μέχρι να φύγει ο ήλιος.
Κασσάνδρα Κάτι συμβαίνει με μας κάτι καλό, κάτι ζοφερό που περνά και στο αίμα των ανθρώπων αυτού του τόπου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι πια.
Φύλακας Θέλεις να ακούσεις την ιστορία μου; Να σου πω για την γυναίκα που αγάπησα;
Όμως δεν γίνεται δεν μου έτυχε μέχρι τώρα.
Κασσάνδρα ( Παύση )
Η Κασσάνδρα είχε μάθει από παιδί τις παραξενιές αυτού του κόσμου όμως μόνο τώρα, τώρα μόνο, πλάι σ’ αυτόν το απλό άνδρα αναγνώρισε αυτήν την άλλη ζωή, που είχε μείνει μακριά της. Ένοιωθε λυτρωμένη. Κανένας μέχρι τώρα δεν την είχε πιστέψει. Κανένας άνθρωπος, ούτε καν οι δικοί της. Τον φύλακα τον γνώρισε όταν ακόμη μετά την καταστροφή του τόπου της, έμεινε με τον Αγαμέμνονα δυο χρόνια περίπου στην Τροία, μέχρι να ξεκινήσουν για την Ελλάδα. Εκεί γέννησε τα δυο παιδιά της. Ο φύλακας ήταν ο έμπιστος του Αγαμέμνονα. Παρατήρησε μέσα στο πόνο και την απελπισία της και την έλλειψη κάθε επιθυμίας για ζωή, πόσο διαφορικός ήταν πολεμιστής αυτός, διαφορετικός από όλους και της κέρδισε την εμπιστοσύνη.
Και κανένας άνδρας δεν την είχε πλησιάσει χωρίς να της δώσει πίσω την εικόνας. Κανένας εκτός από τον Αινεία και αυτόν τον άτυχο πολεμιστή. Αυτός ο τόπος εδώ της θύμιζε την πατρίδα της. Από μακριά ένιωθε την ύπαρξη της θάλασσας. Έφτανε στα ρουθούνια της η μυρωδιά της. Η θάλασσα που αγαπούσε, την μίσησε με τον πόλεμο όταν η θάλασσα ξερνούσε πτώματα αντί για ψάρια.
Και το ταξίδι μήνες τριάντα τέσσερις, μέχρι να φτάσουν εδώ. Πιάνανε λιμάνια, πουλούσαν λάφυρα και δούλους γνώριζαν τόπους διασκέδαζαν, ξεχνούσαν τον καιρό.
Κάποτε περπατούσε πάνω στην θάλασσα, όπως όταν ήταν παιδί, ναι περπατούσε πάνω στο κύμα με το σώμα της να ταλαντεύεται από τον αέρα με τα μάτια κλειστά και αργότερα όταν έγινε γυναίκα το ίδιο. Τώρα, μόνο να βουλιάξει μπορεί. Είχε φτάσει η ώρα του θανάτου της, την ήξερε αυτήν τα ώρα κι αυτή η αναμονή τη γέρασε. Όμως δεν μπορεί να φανταστεί τον κόσμο χωρίς αυτήν. Όχι αυτή δεν θα πεθάνει, θα πεθάνει το είδωλο του εαυτού τους.
Φως φως παντού φως
πριν το σκοτάδι των ματιών μου φως
φως πριν και μετά φως
Οι άνθρωποι είναι αθάνατοι όπως οι θεοί. Θέλει να το φωνάξει πως ο θάνατος είναι ένα παιχνίδι της φύσης. Θα το πει και σ’ αυτόν τον άνδρα που όταν την κοιτά της λέει βουβά, σε πιστεύω, ησύχασε, μην παίρνεις την ζωή τόσο σοβαρά. Μιλούσε φωναχτά την σκέψη της και ξαφνικά ένοιωσε τον παλμό της φωνής της. Εκείνος τα είχε ακούσει όλα. Τι αστείο ήταν το πρόσωπο του φύλακα, όταν ξεσκέπασε το πέπλο της λίγο πριν και είδε το σπασμένο από τις αγωνίες πρόσωπο της, τα μάτια της κόκκινα και φουσκωμένα από το κλάμα, τα χείλη της μαραμένα. Ο πόλεμος την γέρασε μα πιο πολύ, οι άνθρωποι. Την κούρασαν οι άνθρωποι. Μιλούσε πιότερο σε νεκρούς παρά σε ζωντανούς σε όλη την σύντομη ζωή της. Η φωνή της ποτέ δεν τους ζωντάνεψε, ποτέ δεν τους έθρεψε, δεν τους έμαθε. Της ήρθε να κλάψει ξανά. Ήξερε την πορεία της, την έβλεπε κάθε στιγμή, τώρα γιατί λυπάται, ποτέ δε πίστευε ότι κάτι θα αλλάξει στην μοίρα της, ή στην μοίρα των ανθρώπων. Λυπάται που γνώρισε έναν άνδρα καλό τον Αινεία, τον μόνο άνδρα που αγάπησε και δεν μπόρεσε να ζήσει μαζί του. Λυπάται που έκανε δυο παιδιά που δεν θα θέλησε και που θα ακολουθήσουν την μοίρα της μάνας τους. Όμως τον θάνατο δεν τον είχε σκεφτεί ποτέ σαν άνθρωπος, νόμιζε ότι θα πεθάνει σαν προφήτισσα. Το ευχήθηκε τόσες φορές, να πεθάνει όταν ακόμη είχε την δύναμη να προφητεύει γιατί τότε δεν ήθελε την ζωή της. Τι να το κάνει το χάρισμα που της δόθηκε, δεν βοήθησε ποτέ ούτε την ίδια ούτε τους άλλους. Κανέναν, ούτε τον εαυτόν της, κυρίως τον εαυτόν της. Τι ειρωνεία και λίγο πριν το τέλος, ο άνδρας αυτός, ένας απλός στρατιώτης, ένα πολεμιστής και αυτός σαν τον Αινεία, την πίστεψε. Και δεν την άφησε να καθρεφτιστεί στα μάτια του. Την κοιτούσε με ένα βλέμμα χωρίς ερωτήματα. Την κοιτούσε προσεκτικά. Και εκείνη έβλεπε το πρόσωπο του όχι το δικό της. Είχε το ύψος του πατέρα της, μελαχρινός αδύνατος με πλούσια μαύρα μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της πλάτης του, με σκούρο δέρμα. Έμοιαζε με τους πολεμιστές που είχε γνωρίσει. Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σ’ αυτόν τον άνδρα, από την πρώτη στιγμή, ήταν το πρόσωπο του. Μεγάλα μαύρα λαμπερά με το ασπράδι του ματιού να λάμπει κι ένα δέρμα αυλακωμένο από τον ήλιο και τις κακουχίες, με μια λοξή ουλή στο αριστερό του μάγουλο. Ήθελε να ακουμπήσει τα ακροδάχτυλα της πάνω στην ουλή αυτή. Τα μάτια του έμοιαζαν να είναι από ένα άλλον άνθρωπο, τόση γαλήνη που εκτόξευαν, έναν αγρότης, ένας ψαράς. Η Κασσάνδρα ζήτησε να αναρριχηθούν το δένδρο. Με το πρόσωπο της ελεύθερο ένοιωθε τις αδύνατες ακτίνες του ήλιου να της χαϊδεύουν το πρόσωπο καθώς ο ήλιος απομακρυνόταν. Ο φύλακας την ακολούθησε. Φτάσανε με μεγάλη ευκολία στη κορφή. Από εκεί ψηλά αντίκρισαν τη θάλασσα να φωτίζεται από ένα παράξενο φως. Ξαφνικά τα μάτια τους λάμψανε το πρόσωπο τους στραφτάλιζε και τα κορμιά τους λες και γέμισαν και αυτά, από αλμύρα. Από μακριά θα έμοιαζαν με δυο τεράστιες προϊστορικές ακρίδες που φωσφόριζαν, κολλημένης πάνω στο δένδρο. Ο φύλακας κρεμασμένος στο δένδρο έχοντας μπροστά του το πρόσωπο της Κασσάνδρας θυμήθηκε ένα όνειρο που είδε πριν φύγουν από τη Τροία. Αλλά και πριν λίγο επαναλήφθηκε το ίδιο όνειρο χωρίς καμιά αλλαγή.
Ήταν λέει στην Τροία μετά από την φωτιά που δεν άφησε τίποτα ούτε δένδρα, ούτε σπίτια, ούτε ανθρώπους, που ο καπνός ακόμη μαύριζε τις όψεις μέρες μετά, είδε λοιπόν, πως ήτα ξυλοκόπος κι ότι έκοβε ξύλα σε ένα χωριό στην πατρίδα του στην Ελλάδα.
Το όνειρο αυτό το ξαναείδε και στο κατάστρωμα καθώς γύριζαν. Καλύτερα να μην γνώριζε αυτόν τον γυρισμό. Άκουσε την φωνή του να μιλάει σαν να ήταν κάποιος άλλος. Μιλούσε στην Κασσάνδρα σαν να ήταν ο εαυτός του.
Φύλακας Όπως βλέπεις συνέχισε, είμαι ένας φτωχός στρατιώτης κουρασμένος, από τον πόλεμο. Και εσύ, πώς να σε φωνάζω Κασσάνδρα, Αλεξάνδρα; Φτωχή γυναίκα και εσύ. Όταν βλέπεις μαζικές καταστροφές, μαζικούς θανάτους, μαζικές σφαγές, δεν αισθάνεσαι και πολλά πράγματα πια, μόνο μια κούραση, μια διάθεση να γυρίσεις το βλέμμα αλλού, σε πιο ευχάριστα πράγματα, που να δηλώνουν ζωή και όχι θάνατο. Και εγώ πλάι με τον θάνατο έχω να κάνω με σένα. Δεν θα σε αφήσω να το σκάσεις δεν θέλω να χάσω την ζωή μου για χάρη σου. Εσύ έχεις ευθύνη για ότι θα πάθεις. Δεν εκτίμησες ούτε το χάρισμα που σου δόθηκε ούτε το χάρισμα της ζωής. Τίποτα δεν έκρινες σωστά. Αφού ήσουν αποφασισμένη να πεθάνεις είχες πολλές επιλογές. Δεν έκανες τίποτα ή μάλλον, έκανες, την χειρότερη επιλογή.
Κασσάνδρα Οι άνθρωποι δεν φοβόμαστε ότι φρικτό υπάρχει γύρω μας, αλλά φοβόμαστε ότι λέγεται ότι θα είναι λιγότερο φρικτό. Αυτό κατάλαβα τα χρόνια που έζησα. Δεν θέλουμε την αλήθεια. Την αλήθεια την τοποθετούμε τόσο ψηλά που να μην μπορούμε να την φτάσουμε. Έτσι μόνο καταστροφές έχω γνωρίσει. Και όσα δεν γνωρίζει κανείς για μένα είναι πολλά πάρα πολλά. Ωραία μιλάς στρατιώτη. Όμως δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα. Ας ήμουν και εγώ σαν εσένα. Δεν θέλησα ποτέ τον έρωτα έτσι όπως μου τον πρόσφεραν. Το σώμα μου δεν ένοιωσε την ομορφιά του ανδρικού κορμιού μόνο η ψυχή μου αγάπησε τον άνδρα στο πρόσωπο του Αινεία. Θα ήθελα να τραγουδήσω έναν ύμνο για τον άνδρα αυτόν. Η μήτρα μου μόνο πόνο έχει νοιώσει. Σε έχει βιάσει ποτέ κανείς; Ίσως τότε να καταλάβεις λίγο και μένα. Δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι σοφός για να καταλάβεις κάποια πράγμα. Οι άνθρωποι δεν προσέχουν τα λόγια των παιδιών, τις γυναίκες, τους δούλους, του προφήτες, τους σοφούς, παρά μόνο όταν τους λένε λόγια που τους ηρεμούν που τους δικαιώνουν. Για τους ανθρώπους τα λόγια μου, ήταν κρωγμοί στο μυαλό τους χωρίς νόημα και ειρμό. Και εγώ ποτέ δεν μέθυσα με τα λόγια μου. Η λύπη με οδηγούσε και η αλήθεια, που πάντα εμφανιζόταν μπροστά μου καθαρή. Βοήθεια από τους θεούς δεν πήρα. Δεν νομίζω ότι έχουν καμία δύναμη οι θεοί, τα έχουν αφήσει όλα σε μας. Αυτοί πλάσανε τον κόσμο. Δεν είναι αρκετό; (Παύση)
Όλη της την ζωή αποζητούσε την χαρά αλλά όλο της ξέφευγε. Τώρα ένοιωθε πραγματική χαρά αλλά αν το έλεγε φωναχτά κανείς δεν θα την πίστευε. Την κράτησε λοιπόν για τον εαυτόν της, αυτήν την αποκάλυψη. Ο φύλακας ακούει χωρίς να την κοιτά. Η ώρα πλησιάζει και ο φόβος τον περιτριγυρίζει. Τι κάνει αυτός με την γυναίκα αυτή με τα κόκκινα μαλλιά το άσπρο δέρμα, το σώμα μιας θεάς που μαράθηκε πριν την ώρα του. Ξαφνικά θέλει να την κοιτάξει από κοντά. Πλησιάζει και πιάνει το πρόσωπο της.. Το πρόσωπο είναι λερωμένο από την σκόνη και τα δάκρυα αλλά παρόλα αυτά διακρίνονται οι λεπτές φλέβες που διακλαδίζονται στο δέρμα της σαν δρόμους που έπρεπε να ακολουθήσει.
Κασσάνδρα Δεν έπαιξες αυτό το παιχνίδι ποτέ; Το γνωρίζουν τόσο καλά γυναίκες και οι άνδρες. (Παύση) Να αναποδογυρίζεις την αλήθεια. Να την παίζεις κορώνα γράμματα. (Παύση) Έχεις καταλάβει ότι είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που μιλάω μαζί του; Ότι μαζί σου αποχαιρετώ τον κόσμο αυτό;
Φύλακας Και εγώ τελευταία φορά που μιλάω με μια γυναίκα σαν και εσένα. Πάμε.
Κασσάνδρα Αν σε ρωτήσουν για μένα τι θα πεις.
Φύλακας Θα πω, πως έχασες την ζωή σου από πίστη, ότι ήσουν μια αλαφροΐσκιωτη, μια δυστυχισμένη.
Οι δυο τους γλίστρησαν στην βάση του δένδρου και βγήκαν από την κοίτη. Ο Ήλιος έδυε. Ήταν η ώρα να την επιστρέψει στο λίκνο της Κλυταιμνήστρας. Δεν θέλει να χάσει την ζωή του ο νεαρός φύλακας. Της χάρισε τις πιο ανθρώπινες στιγμές. Είναι φίλος της. Δεν είχε ποτέ ένα φίλο. Είχε δίκιο ο φύλακας για όλα όσα ξεστόμισε. Τον ρώτησε ποιο ήταν το όνομά του. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτηκε να ρωτήσει, πως τον λένε. Όχι σε αυτούς τους δύο άνδρες να φέρει τύχη η ύπαρξη της. Αυτό ήθελε. Ήταν η ώρα της τελικής επιστροφής. Και ήτανε ήρεμη και έτοιμη. Στον αέρα ένα τραγούδι αργοσάλευε πότε πότε.
Περπάτησα στις κοφτερές τις πλάκες/
Φύλακας, κόρη και γονιός/
Εγώ στις παγωνιές / και στα σκοτάδια/
Ξεχάστηκα βραδιές / κι’ ήλπιζα/ με κορμιά θεών
Θεοί ή δαίμονες;/ άνθρωποι και τέρατα;/
Ποιός ξέρει /
Με πήρε ο χρόνος/
Και γελώντας με πέταξε /
Να σκάσω μες‘ το χώμα/
Συλλογισμός του αέρα/ σκέφτηκα/ τότε
Μα τις ορμήνιες τρόμαξα / ευθύς /και πάλι μόνη /
Τις λέξεις να φροντίσω/
Εδώ με μνήμες / θρύμματα φωνών
/ κουράγιο δίνω /
Όσο ακόμη η καρδιά /ριγά και αναζητά/
Η Κασσάνδρα προχώρησε λίγα βήματα μπροστά και ξαναρώτησε τον φύλακα. Πως σε λένε?
Επιμύθιο
Σύμφωνα με τους μύθους που υπάρχουν για την ιέρεια Κασσάνδρα, άλλοι την τοποθετούν ευτυχισμένη γυναίκα, με παιδιά στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Άλλος μύθος ότι δεν έφυγε ποτέ από την Τροία. Η μαρτυρία η πιο γνωστή ότι σφαγιάστηκε στις Πολύχρυσες Μυκήνες από την Κλυταιμνήστρα, μαζί με τα δυο της παιδιά, παιδιά του Αγαμέμνονα. Ο Αινείας μια ξεχωριστή ανδρική μορφή του Τρωικού πολέμου ο μόνος άνδρας ειρηνιστής αν και πολεμιστής, αγάπησε την Κασσάνδρα αλά εκείνη δεν τον ακολούθησε για να μην του φέρει κακοτυχία. Ο φύλακας που την συντρόφευε στον τελευταίο της περίπατο, σφαγιάστηκε και αυτός μια και ήταν ο έμπιστος του Αγαμέμνονα και μόνο γι’ αυτό. Το όνομα του φύλακα δεν το έμαθε αν και εγώ θα τον ονόμαζα, «Αργάτη».
Το διήγημα ανήκει στην αδημοσίευτη συλλογή διηγημάτων, ‘ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ’.
Έχει παρουσιαστεί επίσης στις ‘Στάχτες’ και στο ‘Φρακτάλ ιδεών’.
Artwork by Erika Meriaux
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.