DUETS: «Κάτι λίγο πιο σοβαρό και από το Tea time 5pm to 7 pm ή τον πρωινό καφέ»

 

 

Γράφει η Μαρία Πανούτσου

  20/6/2019

The Naming of Cats is a difficult matter,
It isn’t just one of your holiday games;
You may think at first I’m as mad as a hatter
When I tell you, a cat must have THREE DIFFERENT NAMES.
First of all, there’s the name that the family use daily,
Such as Peter, Augustus, Alonzo or James,
Such as Victor or Jonathan, George or Bill Bailey–
All of them sensible everyday names.
There are fancier names if you think they sound sweeter,
Some for the gentlemen, some for the dames:
Such as Plato, Admetus, Electra, Demeter–
But all of them sensible everyday names.
But I tell you, a cat needs a name that’s particular,
A name that’s peculiar, and more dignified,
Else how can he keep up his tail perpendicular,
Or spread out his whiskers, or cherish his pride?
Of names of this kind, I can give you a quorum,
Such as Munkustrap, Quaxo, or Coricopat,
Such as Bombalurina, or else Jellylorum-
Names that never belong to more than one cat.
But above and beyond there’s still one name left over,
And that is the name that you never will guess;
The name that no human research can discover–
But THE CAT HIMSELF KNOWS, and will never confess.
When you notice a cat in profound meditation,
The reason, I tell you, is always the same:
His mind is engaged in a rapt contemplation
Of the thought, of the thought, of the thought of his name:
His ineffable effable
Effanineffable
Deep and inscrutable singular Name.
Cats by T. S. Eliot

Κάτι λίγο πιο σοβαρό και από

το Tea time 5pm to 7 pm

ή τον πρωινό καφέ

 

Σήμερα Duets   

Art by Edward GOREY

και κείμενα

Μαρία Πανούτσου

Μαρία Πανούτσου

Ιστορίες με γάτες ‘σύντροφοι’

 «Κρυμμένη η αγάπη, έκδηλη αγάπη, αγάπες και οι δύο»

 

 

 

ΤΡΙΛΟΓΙΑ

 

α—Η μελαγχολία του αρσενικού γάτου

 

Στο βλέμμα τους το έβλεπα. Το έβλεπα στο βλέμμα τους. Πως θεωρούσαν μάταιη την ηδονή, μάταιη την νίκη, μάταιη και την ήττα. Μάταιες και όλες οι ουλές στο κορμί τους και μόνο μια μικρή παραχώρηση τόσο επιπόλαιη, στην ματαιότητα της ύπαρξης τους, το χάδι στην ραχοκοκαλιά τους, με την συνοδεία μιας ηχητικής απόδειξης.

Το είδα, όταν για μέρες χωρίς τροφή, χωρίς νερό, με τα πλευρά να συρρικνώνονται στο κυνήγι μιας μάταιης ανακάλυψης, μια νίκης, επί της ήττας. Σαν το σκόρο που τρυπάει το ύφασμα από το φόρεμα της γιαγιάς, που κάποτε το φορούσες και εσύ ακέραιο και τώρα το κρατάς μνημείο ενός τέλους, έτσι έμοιαζε το σώμα του.

Με κουνιστή νεανική, όλο νεύρο ουρά, έφευγε και ξαναγύριζε αποζητώντας την θαλπωρή, τόσο άγνωστη για ένα γάτο της φύσης, το χάδι και την αγκαλιά, το βαθούλωμα της μουσούδας του στο στέρνο. Εκεί στο σημείο της καρδιάς, ν’ ακούει τους χτύπους. Οι μυρωδιές του σπιτιού και των κορμιών, το απαλό των σεντονιών, ο ρυθμός των γευμάτων, όλα τον συγκινούν και δεν συγκρίνονται με την καθημερινή του ζωή, την ελεύθερη, την ζωώδη έξω στην φύση. Αποζητά την νύχτα, αλλά με συντροφιά το σώμα του ανθρώπου αυτής της παράξενης γάτας, που δεν γρατζουνά, δεν δαγκώνει, δεν του επιτίθεται.

Φαντασιώνεται πως η γάτα αυτή, είναι γάτα σαν και αυτόν και την κοιτά με εκείνο το σκοτεινό χωρίς έκφραση βλέμμα του γάτου-μια παγερή αστραπή- μ’ ένα μόνιμο ερωτηματικό, μια πικρή αμφιβολία.

Την θέλει την παράξενη μεγαλόσωμη χωρίς τρίχες σαν τις δικές του, αυτήν την γάτα, την θέλει δική του, κατά δική του, να μοιράζεται τις δυο ζωές της, μαζί του, την ανθρώπινη και την γατίσια και να επαναλαμβάνεται εσαεί αυτή η αυταπάτη.

 

Πρώτη παρουσίαση στις Στάχτες

 

β– Ντύσου τὰ ροῦχα τῆς γάτας σου

 

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΕΥΘΥΝΕΣ. Δν ν­τε­χα τν και­ρ ­κε­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­κς ν­τά­σεις. φί­λη μου Ρου­μά­να μ τν μι­κρή της γά­τα ­π τ Σιάμ, παν­τρευ­ό­ταν κα θ ­φευ­γε γι τν ­με­ρι­κή. κα­λός της, ε­χε ­να σκύ­λο κα κα­μί­α συ­ζή­τη­ση στν πι­θα­νό­τη­τα γι ­πο­χώ­ρη­ση τς ­πό­φα­σης, σχε­τι­κ μ τν μι­κρ γα­τού­λα. «Μι χα­ψι θ τν κά­νει σκύ­λος το ­γα­πη­μέ­νου μου» ­ταν ­πάν­τη­ση στ λό­για μου, ­τι δη­λα­δ θ τν συ­νή­θι­ζε σκύ­λος μ τν και­ρ κα ­κεί­νη α­τόν. Μ κλά­μα­τα ­πο­χαι­ρέ­τι­σε τν ϊσ­σ τριν μη­νν τό­τε, πρώ­τη της Μα­μά, Ρου­μά­να. Τ γα­τά­κι, ­να ­σπρο μπζ πραγ­μα­τά­κι, μ κα­φ ­δη α­τά­κια, μ γα­λά­ζια μά­τια μ μι σα­γη­νευ­τι­κ ε­θύ­τη­τα, ­ταν πο­λ ­δύ­να­το κα πλή­ρως α­σθα­νό­με­νο τν μοί­ρα του. 

­να με­ση­μέ­ρι, χω­ρς κν ν τ ­χω προ­σχε­διά­σει κα χω­ρς προ­ε­τοι­μα­σί­α, ξέ­ρον­τας ­τι Ρου­μά­να ­ψα­χνε γι νέ­α μα­μ γι τν γά­τα της, ­φτα­σα στν πόρ­τα της κα χτύ­πη­σα τ κου­δού­νι. ­φυ­γα ­π τ σπί­τι της μ τν ϊσ­σ γαν­τζω­μέ­νη στν μπλού­ζα μου , στ στ­θος μου ­πά­νω, ν νοι­ώ­θω τ νυ­χά­κια της, ν πλη­γώ­νουν τ ε­αί­σθη­το δέρ­μα. Τν κρα­το­σα μ τ δύ­ο μου χέ­ρια κα τν πί­ε­ζα στν καρ­διά μου ν ­κού­ει τος χτύ­πους της, κα ­τσι περ­πα­τή­σα­με μα­ζί, μέ­χρι τν ο­κί­α μου, πο θ ­ταν κα ο­κί­α τς ϊσ­σς. Στν δι­α­δρο­μ γί­να­με ­να. Μ κα­τά­λα­βε κα τν κα­τά­λα­βα.Δν ­πρ­χε μ­φι­βο­λί­α ε­χα βά­λει στν ζω­ή μου ­να πλά­σμα πο θ ­μει­νε μα­ζί μου δε­κα­ο­χτ ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Τό­σο ­ζη­σε ϊσ­σά. Κά­πο­τε χρει­ά­στη­κε ν φύ­γω γι μι μέ­ρα, ­ν ­ταν ρ­ρω­στη κα ­λι­κι­ω­μέ­νη πι κα μ ε­χε πι πο­λ ­νάγ­κη ­π πο­τέ.Τν κρα­το­σε στν ζω­ ­γά­πη μας τν τε­λευ­τα­ο και­ρό. ­μως ­πρε­πε ν φύ­γω. Κα ­ταν γύ­ρι­σα ϊσ­σ δν ζο­σε πιά.Τν ϊσ­σά δν τν ­βα­λα πο­τ σ κλου­βά­κι στ λε­ω­φο­ρε­α, στ α­το­κί­νη­τα, στ τα­ξί, παν­το, ­που κα ν με­τα­κι­νι­ό­μουν ϊσ­σά, ­ταν μέ­σα στν φαρ­δι ψά­θι­νη τσάν­τα πο πάν­τα μ συ­νό­δευ­ε Κά­πο­τε σ μι γι­ορ­τή, στν Πλα­τεί­α τς ­ου­λί­δας στν ν­σο Κέ­α, στ νη­σ πο βρί­σκω τν ­πο­μό­νω­ση, ­χον­τας τν ϊσ­σ στν ψά­θι­νη τσάν­τα κα ­κεί­νη μ τ κε­φα­λά­κι ­ξω κα ­πό­λυ­τη μ­πι­στο­σύ­νη στς με­τα­κι­νή­σεις μας, ν ε­φραί­νε­ται, μ ­σα ­βλε­πε, περ­πα­τού­σα­με λοι­πν κα­μα­ρω­τς κα ο δύ­ο κα γε­μά­τες πε­ρι­έρ­γεια γι ­σα συ­ναν­τού­σα­με γύ­ρω μας. Μ πλη­σιά­ζει τό­τε κύ­ριος Μον­τος ­νας πο­λ-πο­λ γέ­ρος φί­λος ­π τν Κέ­α πο ε­χα τν χα­ρ ν γνω­ρί­σω, κοι­τά­ζει τν γά­τα πο ­ρε­μη τν κοί­τα­ζε κα ­κεί­νη κα λέ­ει: «Α­τ μό­νο βα­σι­λιά­δες μπο­ρον ν τ κά­νουν» κα ­φυ­γε.

κρ Δη­μή­τρης μ τ πα­ρα­τσού­κλι Μον­τος, δν ­λε­γε πολ­λά. Δν χρει­α­ζό­ταν. Ε­χε τς στα­θε­ρς ­ξί­ες πο ε­χε μά­θει ­π τ χρό­νια τα πα­λι κα ς φαί­νον­ταν λι­γό­τε­ρο δη­μο­κρα­τι­κές, ­κε­νος ­ταν ­νας ν­τι­μος, ν­θρω­πος.Ε­χε δί­κιο κρ Δη­μή­τρης. «Μό­νο ­μες μπο­ρού­σα­με ϊσ­σ ν τα­ξι­δεύ­ου­με ­λεύ­θε­ρα χω­ρς κν ν τολ­μον ν μ­φι­σβη­τον τν ρ­μο­νί­α κα τ ­σφά­λεια πο ­κρυ­βε ­γά­πη μας.» ϊσ­σ μ συν­τρό­φευ­ε γι με­γά­λο δι­ά­στη­μα ­ταν μό­νη στς θε­α­τρι­κς δο­κι­μς μις ­χι κα τό­σο ε­χά­ρι­στης μαρ­τυ­ρί­ας, τό­τε πο δν ­θε­λα ν ε­ναι σ’ α­τς τς δο­κι­μές, ο­τε βο­η­θς ο­τε κα­νες συ­νερ­γά­της. ­βα­ζα τν ϊσ­σ σ ­να κα­ρε­κλά­κι ­πέ­ναν­τί μου κα ξε­κι­νο­σα. ­κεί­νη μ προ­σο­χ κα χω­ρς ν σα­λεύ­ει γι τρες μ τέσσερις ­ρες μ κοι­το­σε ­δι­ά­λει­πτα κα προ­σο­χή της μ κρα­το­σε σ με­γά­λη πει­θαρ­χί­α κα ν­τα­ση.

Πάν­τα ἡ φω­το­γρα­φί­α σου δί­πλα στὸ κρε­βά­τι μου amica mia καὶ τὸ αἴ­σθη­μα τῆς μα­ται­ό­τη­τας ποὺ πε­ρι­ο­ρί­στη­κε κά­πως μὲ τὸν θά­να­τό σου. Εἶ­πα «ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γε ἡ Ἀϊσ­σὰ μπο­ρῶ νὰ φύ­γω καὶ ἐ­γώ». Ἡ Ἀϊσ­σὰ εἶ­ναι θαμ­μέ­νη κά­τω ἀ­πὸ μιὰ Χα­ρου­πιὰ στὴν ἄ­κρη τοῦ κτή­μα­τος στὴν Κέ­α.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/08/07/maria-panoutsou-ntysou-ta-roucha-tis-gatas-sou/

Ευχαριστώ τον Γιάννη Πατίλη για την επιλογή και την επιμέλεια του κειμένου.

 

γ–Στον Walter  Η ώρα του αποχαιρετισμού

 

 

Περίμενα ότι κάποια στιγμή θα φύγεις μικρέ μου γάτε. «Γέρασε» έλεγα μονολογώντας.

Μάλιστα αναρωτιόμουν καθώς περνούσε ο καιρός και θαύμαζα την αντοχή σου.

Αλλά ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού δεν το εννοούσα, δεν το πίστευα, δεν το ήθελα

και όταν ήρθε η ώρα, τώρα, δεν μπορώ να νοιώσω ότι δεν ζεις πια.

Κάπου πήγες ε.. μας βαρέθηκες έτσι δεν είναι?

Εσένα που σε φώναζα μπουμπούκο και Walter γιατί μου θύμιζες τον Walter Benjamin με την τούφα σου την γκρι.

Τώρα μένουν κάποιες φωτογραφίες, τι να τις κάνω… αυτές δεν χαϊδεύουν, δεν βγάζουν νύχι, δεν σαλιώνουν, δεν δαγκώνουν, δεν περιμένουν τον ερχομό μου, χειμώνα καλοκαίρι.

Ρώτησα τους γείτονες δεν σε έχουν δει από καιρό, βλέπεις ήθελες να είσαι ελεύθερος και έτσι δεν μπορούσα να σε προσέχω πιο πολύ να σε πάρω κοντά μου στο διαμέρισμα, ήθελες τον κήπο σου, τα δένδρα σου, τις φωλιές σου, τα παιχνίδια και τις μάχες με τους άλλους γάτους, το κρυφτούλι με τον καιρό. Πολλοί σε αγάπησαν μέχρι και από την Νέα Υόρκη σε ζήτησαν να πας, θυμάσαι που γοήτευσες τον φίλο μας τον Gregory, όλοι όμως ξέραμε πως η Τζια ήταν η ζωή σου και ο θάνατος σου.

Αγαπημένε μου γάτε τώρα ?

Εγώ έπρεπε να είμαι κοντά σου για όποτε με χρειαστείς. Αυτή η ενοχή με όλα τα ζώα που πέρασαν από την ζωή μου το ίδιο και με τους ανθρώπους που έχασα. Ότι ποτέ δεν έκανα όσα έπρεπε να κάνω, πάντα με βρίσκω λίγη στο δόσιμο. Πάντα οι άλλοι μας έχουν περισσότερη ανάγκη από όσο νομίζουμε, αυτή είναι μια αλήθεια. Τώρα μένουν οι φωτογραφίες, και η μνήμη από τα σάλια σου στα χέρια μου και το τρίψιμο της μουσούδας σου στο ρούχο μου και τα γουργουρητά όταν αργά το βράδυ στον καναπέ, έπλεκα και εσύ έπαιζες με το μαλλί και με νευρίαζες.

Μου έκανε εντύπωση όταν ερχόμασταν πάλι στο σπίτι στην Κέα πως το καταλάβαινες και μας προϋπαντούσες σχεδόν από την είσοδο της χώρας. Δεν αντέχεται το σπίτι χωρίς εσένα. Σε περιμένω, μήπως κάπου πήγες και σου καλάρεσε. Ποτέ δεν ξέρεις….

Κάποια στιγμή θα σε συναντήσω αγαπημένε μου γάτε.

Δεν μπορώ να συνηθίσω τον θάνατο, στα ζώα και στους ανθρώπους που γνώρισα και αγάπησα. Τον δικό μου τον περιμένω αλλά του ζητώ να μην βιαστεί. Όσο για τον θάνατο γενικότερα τον αποδέχομαι σαν μέρος του θαύματος της ζωής, «ας κάνω και αλλιώς».

 

Πρώτη παρουσίαση στο Ολόγραμμα

 


 

Βιογραφικό

https://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG11690
https://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Gorey
https://www.vakxikon.gr/έντουαρντ-γκόρυ-το-τερατώδες-μωρό/
https://mariayiayiannou.wordpress.com/2013/02/22/edward-gorey-ένας-αμφίβολος-επισκέπτης/
https://www.theatlantic.com/entertainment/archive/2018/12/edward-gorey-surrealism-power-of-the-ineffable/579028/
https://dimartblog.com/2014/02/22/edward-gorey-1925-2000-4/
https://dimartblog.com/2014/02/22/edward-gorey-1925-2000-4/

«Κοιτάζω τα σχέδιά μου και λέω μέσα μου καμιά φορά:

Θεέ μου, πώς μπόρεσα να το κάνω αυτό;

Δεν νομίζω πως με τα χρόνια αποκτούμε περισσότερο ταλέντο

ή πως χάνουμε αυτό που έχουμε

νομίζω πως το μόνο που χάνουμε

είναι η θέληση να δημιουργήσουμε πράγματα»

Edward Gorey

 

ΚΑΙ  ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΗ     ……..

 

Peter Sellers & Capucine & Peter O’Toole

What’s New Pussycat? 1965 / “Group Therapy”

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΓράμμα, Κική Δημουλά
Επόμενο άρθρο“Blind Date” Eκδοχές Πολιτισμικής Ιθαγένειας στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.