Λογοτεχνία και κριτική: μια σύντομη αλλά απαραίτητη επιστροφή
Μιχάλης Κατσιγιάννης
Η κριτική, όπως και η δημιουργία, είναι δυνάμεις που εξηγούν και κινούν τον κόσμο, κινήσεις που προοδεύουν τη μορφή και το περιεχόμενό του. Χωρίς την κριτική, καθετί – άμεσα και έμμεσα – γύρω μας, θα ήταν ένας απολιθωμένος τύραννός των ζωών μας. Ερχόμενος στο ειδικό ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής και της σχέσης της κριτικής με τη λογοτεχνία, γράφω τούτο: οφείλει κανείς να ασκεί συνεχή, πλήρη και βαθιά κριτική αν θέλει τόσο να κατανοήσει ένα λογοτεχνικό κείμενο και ό,τι αυτό προβάλλει κι εκπροσωπεί όσο και να καταφέρει να αλληλεπιδράσει ουσιαστικά και εμβριθώς μαζί του και με τον συγγραφέα του. Σε άλλη περίπτωση, η λογοτεχνία καταντά ένα μουσειακό περιβάλλον κι ένα εξουσιαστικό και κακοποιητικό αφήγημα. Ωστόσο, κριτική με κριτική διαφέρει σε ποιοτικό βαθμό, σε πρόθεση αλλά και σε – κυρίως μη εφήμερη – στόχευση.
Με το ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής ασχολήθηκα κυρίως στο παλιότερo κείμενό μου ‘Η λογοτεχνική κριτική ως μέσο και ως πεδίο’[1] (αλλά και αλλού[2]) υπογραμμίζοντας τον εγγενή ιδεολογικο-πολιτικό χαρακτήρα της κριτικής, δηλαδή την αναντίρρητη κατάσταση της μη ουδετερότητάς της, και σημειώνοντας τις μεθόδους με τις οποίες θεωρώ ότι ασκείται διαχρονικά – η παρέμβαση που είναι – η κριτική, δηλαδή με όρους διαφήμισης και εμπορικής διάστασης/εκμετάλλευσης και με όρους – ανεξήγητου – ναρκισσισμού και – άλογης – εμπάθειας. Και στις δύο αυτές μεθόδους, ελλοχεύει ο κρίσιμος κίνδυνος της ουσιοκρατικής, θεοποιητικής και δογματικής προσέγγισης.
Ασκώντας κανείς την κριτική ορμώμενος από προθέσεις – εμπορικής και προσωπικής – προώθησης, στοχοποίησης και ανάγκης για ανακάλυψη και διάδοση της δήθεν αλήθειας ενός ατόμου, ενός βιβλίου και μιας ιδέας, δεν ωφελείται κανείς και τίποτα. Αυτού του είδους η άσκηση της κριτικής, άλλο δεν κάνει από το απενεργοποιεί τον ίδιο της τον εαυτό, φέρνοντας τη λογοτεχνία στο σημείο που προανέφερα: ένα μουσειακό περιβάλλον κι ένα εξουσιαστικό και κακοποιητικό αφήγημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ζημιώνεται σε σημαντικό βαθμό η λογοτεχνία ως τέχνη και πολιτικο-αισθητική εμπειρία και η ίδια η κριτική ως τέτοια, δηλαδή ως εργαλείο αναγνώρισης, συνειδητοποίησης, κατάθεσης και διαλεκτικής.
Η κριτική που ενδιαφέρεται – τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο – για όσα ειπώθηκαν στην πρώτη παράγραφο θεωρώ ότι πρέπει να εγκαταλείψει με έντονο κρότο τις κατεστημένες μεθόδους στις οποίες βρίσκεται εγκλωβισμένη και ν’ απελευθερώσει τη δυναμική της, επιτελώντας απερίσπαστη από μικρο-πολιτικές σκοπιμότητες αλλά και ‘μεγάλες αφηγήσεις’ το έργο της. Με βάση αυτό, η πρακτική της κριτικής δεν πρέπει να επιτελείται στη βάση του δόλου και του φθόνου, της άκριτης αποδοχής και του ενθουσιώδους συναισθήματος και φυσικά σε απόψεις περί αντικειμενικότητας και αλήθειας.
Επομένως, πρέπει ν’ αποβάλλουμε από την κριτική την έννοια του – κάθε είδους – συμφέροντος και να δούμε σ’ αυτή τη διάσταση της σχεσιακής διαμόρφωσης, συλλογικής ανάπτυξης και της υποκειμενικής ερμηνευτικής συνομιλίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κριτικός οφείλει ούτε να ασχολείται με την επανεγγραφή του κρινόμενου κειμένου ούτε με την ανακάλυψη και μετάδοση κάποιας αντικειμενικής – έστω και ουσίας/βάσης – αλήθειας που υπάρχει εντός του κρινόμενου κειμένου. Σημαίνει μόνο ότι ασχολούμενος με ένα λογοτεχνικό κείμενο ενδιαφέρεται για την ηδονική συνομιλία μαζί του μόνο όμως υπό όρους αντιπαράθεσης, σύγκρουσης και διαφωνίας. Κι εδώ ίσως να κρύβεται και όλη η ουσία. Εξηγώ τι εννοώ.
Η πρόθεση γι’ αποφυγή και απόρριψη τόσο της παράλληλης όσο και της ενοποιημένης πορείας με ένα λογοτεχνικό κείμενο από μέρους του κριτικού, δεν σημαίνει ρήξη με την καθημερινή έννοια, αλλά μετατόπιση του ενδιαφέροντος, αλλαγή των σχέσεων εξουσίας, αποκέντρωση του – πάντοτε πολλαπλού, δηλαδή μη απόλυτου, οικουμενικού και μοναδικού – νοήματος, διασπορά της αμφιβολίας, έκρηξη της θέσης και της στάσης κι εν τέλει, αναζωογόνηση της λογοτεχνικής σχέσης και της ερμηνευτικής διαδικασίας.
Υπό αυτό το διαφορετικό πρίσμα λοιπόν, να κρίνεις σημαίνει να συνομιλείς, να διαλέγεσαι και τοποθετείσαι άφοβα και ηθικά. Σημαίνει επίσης να εμπλέκεσαι σε μια διαδικασία που δεν δέχεται την πολιτική της επιβολής από κανένα μέρος (δηλαδή ούτε από το κείμενο, ούτε από τον συγγραφέα ούτε από την κριτική), που αποσταθεροποιεί τα (έσω κι έξω) κειμενικά δρώμενα θέλοντας και απαιτώντας ποικιλοτρόπως να βρεθεί σ’ έναν χώρο υβριδικό όπου το κείμενο δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια άποψη για τον κόσμο. Μόνο τότε μπορεί να προφέρει κάτι θετικό και παραγωγικό το εργαλείο της κριτικής. Πότε; Όταν καταλάβει ότι τόσο η ίδια όσο και ο συγγραφέας και το κείμενό του αποτελούν λογοθετικές πρακτικές και δεν προέρχονται από και δεν συστήνουν τίποτα πέρα από «καθεστώτα αλήθειας» (βλ. Foucault, 1970, 1987̇ Φουκό, 1987, 1991̇ Μπαλαμπανίδου, 2019).
Τέλος, οφείλω να επισημάνω και μία ακόμη παθογένεια που επικρατεί τυραννικά στον λογοτεχνικό χώρο και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω. Ο κριτικός πρέπει – και το γράφω με όλη την ένταση της λέξης – να μπορεί να σκεφτεί και να γράψει κυριολεκτικά για οποιοδήποτε κείμενο, ανεξάρτητα από το τι το συνοδεύει και από το τι φοβάται ή ελπίζει/ποθεί ο συγγραφέας του. Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, ο περιορισμός και ο αυτοπεριορισμός στην επεξεργασία μιας δημιουργίας που βρήκε το δρόμο έξω από το εργαστήρι του συγγραφέα και στην κατάθεση γνώμης πάνω σ’ αυτό και τον δημιουργό του, αποτελούν βαρίδια που εγκλωβίζουν την λογοτεχνία και την κριτική σε χώρους τυραννικούς, αλαζονικούς, ελιτίστικους και, εν πολλοίς, βαθιά προβληματικούς. Ο κάθε άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να μιλήσει και να εκφραστεί για τη δουλειά του οποιουδήποτε. Και από αυτό, κανείς να μη φοβάται, κανείς και τίποτα δεν έχει να χάσει κάτι, αν επιτελεστεί υπό το πρόγραμμα που αναφέρθηκε εδώ για την κριτική.
Βιβλιογραφία
Foucault, M. (1970). Η τάξη του λόγου (μτφρ. Μ. Χρηστίδης). Αθήνα: Ηριδανός
Foucault, M. (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης). Αθήνα: Εξάντας.
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Η λογοτεχνική κριτική ως μέσο και ως πεδίο. Θράκα. Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://thraca.gr/2025/03/%ce%b7-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%89%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%83%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%89%cf%82-%cf%80%ce%b5.html
Κατσιγιάννης, M. (2025β). Η ποιητική του ακατάπαυστου ή ο Michel Foucault στα ‘Εχέγγυα της Φύρας’ του Γιάννη Λειβαδά. τοβιβλίο.net. Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://tovivlio.net/%ce%b7-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%cf%80%ce%b1%cf%85%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ae-%ce%bf-michel-foucault-%cf%83%cf%84%ce%b1/,
Κατσιγιάννης, M. (2025γ). Γιάννης Λειβαδάς: Ο επιπλέων λόγος. Εξιτήριον. Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://www.openbook.gr/giannis-leivadas-o-epipleon-logos/
Μπαλαμπανίδου (Zafira Balabanidou) Ζ. (2019). Έμφυλοι λόγοι, σχολικά μαθηματικά και υποκειμενικότητα: Η περίπτωση της Φωτεινής. Έρευνα στη Διδακτική των Μαθηματικών, (13), 6–24. https://doi.org/10.12681/enedim.21964
Φουκό, Μ. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική (μτφρ. Ζ. Σαρίκας). Αθήνα: Ύψιλον.
Φουκώ, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (μτφρ. Λ. Τρουλινού), Ύψιλον.
[1] Κατσιγιάννης, M. (2025α). Η λογοτεχνική κριτική ως μέσο και ως πεδίο. Θράκα. Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://thraca.gr/2025/03/%ce%b7-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%89%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%83%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%89%cf%82-%cf%80%ce%b5.html
[2] Κατσιγιάννης, M. (2025β). Η ποιητική του ακατάπαυστου ή ο Michel Foucault στα ‘Εχέγγυα της Φύρας’ του Γιάννη Λειβαδά. τοβιβλίο.net. Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://tovivlio.net/%ce%b7-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%cf%80%ce%b1%cf%85%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ae-%ce%bf-michel-foucault-%cf%83%cf%84%ce%b1/, Κατσιγιάννης, M. (2025γ). Γιάννης Λειβαδάς: Ο επιπλέων λόγος. Εξιτήριον. Σς. 6-7 Ανακτήθηκε 23 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://www.openbook.gr/giannis-leivadas-o-epipleon-logos/

Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.











