Η διαφυγή δεν είναι ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Όσες φορές κι αν έφερνε στο νου τα στάδια που έπρεπε να ακολουθήσει για να βρεθεί επιτέλους σε ένα ασφαλές μέρος, πολύ μακριά από οτιδήποτε οικείο και προσφάτως κατεστραμμένο, αδυνατούσε να πιστέψει στο μέγεθος και την έκταση της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης αγωνίας που έφτανε στα όρια ακραίων σαδιστικών πρακτικών. Όταν έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού των δικών, κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για την πίκρα που θα δοκίμαζε, ούτε για τα δάκρυα που ανώφελα θα έπεφταν προσπαθώντας τάχα να καθυστερήσουν μια εξέλιξη που ήταν προαποφασισμένη και σίγουρη. Η απόφαση ήταν τόσο στέρεη που τα βήματα δοκίμαζαν τις αντοχές της γης με τον αλλεπάλληλο χτύπο τους, σαν να εξέφραζαν έναν εσωτερικό πολεμικό ρυθμό που απευθυνόταν προς όλους τους εχθρούς της ειρήνης και της αρμονίας. Ο ρυθμός συμπληρωνόταν από έναν πολύ απλό, λιτό στίχο: απόψε θα ζήσω. Κι αυτό ήταν που έδινε το κίνητρο να ξεπεράσει τον εξευτελισμό στον οποίο υποχρεώθηκε μαζί με αντίστοιχα ανθρώπινα αντίτυπα σε μια τάχα τυπική εξέταση των απαραίτητων εγγράφων, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν διάφορα αίσχη, ιδίως προς τις γυναίκες – που πολλές έφεραν στην αγκαλιά τους ή στο κορμί τους τα σπλάχνα τους. Τους περισσότερους τους έγδυναν, κοινή θέα, προχωρώντας σε έρευνα στα πιο απόκρυφα μέρη του σώματος, υποδυόμενοι τους ευσυνείδητους και ακέραιους προστάτες μιας αχάραγης πατρίδας, ενώ στην πραγματικότητα απολάμβαναν απλά την εξουσία που τους είχε χαρίσει πάνω στους ανθρώπους μία κατάσταση. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και τους πέταξαν σε κάτι κλούβες, όσους και όσες πληρούσαν τις προϋποθέσεις, για να τους μεταφέρουν μέχρι το λιμάνι. Το λιμάνι;, αναρωτήθηκε αμέσως, δεδομένου ότι είχε πληρώσει ένα σωρό χρήματα για να καταφέρει αεροπορική μεταφορά, κι όταν διαμαρτυρήθηκε, το μόνο που κέρδισε ήταν μία δυνατή σπρωξιά προς το βάθος της κλούβας από κάποιον τυχαίο αρματοφόρο συνοδηγό και μερικές γρουξιές που αναμασούσαν βωμολοχίες κι αναθέματα, ενώ λίγα λεπτά αργότερα, χωρίς να έχει ξεκινήσει ακόμα η κλούβα, τον έσυραν έξω και, χωρίς πολλά λόγια περιττά κι αδιάφορα, του ζήτησαν τα μισά από τα χρήματα που κουβαλούσε πάνω του, αν ήθελε φυσικά να συνεχίσει το ταξίδι. Δεν είχε επιλογή. Κάθισε δίπλα σε δύο μαραμένα πρόσωπα που η θλίψη είχε καταφέρει να χαρακώσει από άκρη σε άκρη, σβήνοντας την όποια νιότη έκρυβαν μέσα τους. Αναρωτήθηκε μόνο για μια στιγμή πώς άραγε να φαινόταν στους υπολοίπους, αλλά αμέσως αυτή η σκέψη αντικαταστάθηκε με την πρώτη ανακούφιση κατά την έναρξη της μηχανής και την αργή κι άτσαλη κύλιση του αυτοκινήτου πάνω στο διάτρητο ασφαλτόδρομο, σε ό,τι δηλαδή απέμεινε απ’ αυτόν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της τραμπαλίζουσας διαδρομής, είχε χαμηλωμένο το πρόσωπο, κλειστά τα μάτια, παρίστανε ότι κοιμόταν, αλλά η αγωνία του δεν χωρούσε τον ύπνο, κάθε μέτρο που διέσχιζαν ήταν και πιο σημαντικό, ένα μέτρο πιο κοντά στην ελευθερία ή στην υποψία ελευθερίας, ένα μέτρο πιο κοντά, η ένταση μέσα του αυξανόταν διαρκώς και τότε, μην μπορώντας άλλο να την αντιπαλέψει, έβγαλε το κιτρινισμένο του ημερολόγιο, το μόνο που είχε πάρει μαζί του σαν ενθύμιο – εκτός από είδη πρώτης ανάγκης – και ξεκίνησε να γράφει στις ελάχιστες αδειανές σελίδες σαν άλλος Swift τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, αναρωτώμενος ημιεύθυμα σε ποιον τόπο θα τον πετούσε αυτή η περιπέτεια.

«Ποτέ στη ζωή μου δεν θα είχα εγκαταλείψει τους δικούς και τα μέρη μου, αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Και τώρα που η ανάγκη για επιβίωση κι η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής έκρουσε, δεν μπορούσα να αφήσω την επίπονη ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε ανεκμετάλλευτη. Η πρώτη υποψία ανακούφισης εμφανίστηκε όταν…»

 

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροAπογευματινές Διαφάνειες, Ηλίας Κεφαλάς
Επόμενο άρθροΑνοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι, Ντίνος Χριστιανόπουλος
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.