Τα βήματα έπεφταν στα σκαλιά ανάλαφρα, εντελώς αναντίστοιχα με τα βήματα που προηγούνταν, αυτά του ανθρώπου που τους άνοιξε με το κεφάλι χωμένο στις σκιές. Τα βήματα όμως, τροφοδοτούμενα από την ελπίδα, νοιάστηκαν μόνο για τους νέους χώρους που ανοίχτηκαν μπροστά τους να πατήσουν, να εξερευνήσουν και να καταπιούν λαίμαργα σαν να μην έχουν αφήσει ίχνος ποτέ ξανά στη γη. Τα χέρια τους, σφιχτά δεμένα, μαρτυρούσαν μια αγωνία κορυφωμένη που περιμένει την τελευταία της πνοή, το τελευταίο αχ πριν το καλό μαντάτο. Λίγες στιγμές έμεναν.

Πράγματι, λίγες στιγμές αργότερα τα βήματα σταμάτησαν και το πρόσωπο το ταυτισμένο με τις σκιές αποφάσισε να αποκαλύψει (προς μεγάλη έκπληξη του ζευγαριού) την ταυτότητα του, η οποία δεν ήταν αυτή του οικοδεσπότη.

«Ξαφνιαστήκατε;» ρώτησε με ένα ύφος βλοσυρό και κάπως οργισμένο, στα όρια της απελπισίας.

«Ποιος…» είπαν με μια φωνή για να τους διακόψει σχεδόν αμέσως.

«Θα φύγετε αυτή τη στιγμή από το σπίτι μου. Αυτή τη στιγμή!» φώναξε και με μια κίνηση του χεριού έδειξε προς την πόρτα, ενώ άτακτα και συγχρόνως αμήχανα ψαχούλευε με το άλλο χέρι κάτι στην τσέπη του πανωφοριού του. «Ακόμα στέκεστε; Να, πάρτε κι αυτά» τους έτεινε νευρικά ένα πάκο χαρτονομίσματα. «Είναι αρκετά για να την περάσετε ένα διάστημα, μετά κανονίστε την πορεία σας, δεν έχουμε την πολυτέλεια άλλο να νοιαζόμαστε για εσάς»

«Μα…» είπαν πάλι με μια φωνή που προκάλεσε μία νέα αύξηση του θυμού του άγνωστου προσώπου.

«Δεν υπάρχει χρόνος! Φύγετε! Φύγετε…» έκανε αποκαλύπτοντας την πραγματική του απόγνωση, φέρνοντας το χέρι στο πρόσωπο για να καλύψει τη θλίψη που ανάγλυφα απλωνόταν στην πανώρια νιότη του. «Τον πήρε η αστυνομία. Καταλαβαίνετε; Τον τραβολογούν εδώ και 2 βδομάδες. Δεν πρέπει να σας βρουν εδώ, δεν πρέπει, φύγετε, να σωθείτε εσείς, να σωθεί κι εκείνος»

Κοίταξαν το πάκο με τα χρήματα. Έπειτα κοίταξαν το σκαμμένο από τη θλίψη πρόσωπο του, τα χέρια του που έτρεμαν, τα μάτια του που δάκρυζαν. Κι όπως ποτέ πριν δεν χρειάστηκε να συμβουλευτεί ο ένας τον άλλον ή να συζητήσουν κάτι, έτσι και τώρα η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα δίχως άχνα, δίχως καμιά ανταλλαγή βλέμματος, δίχως ανάγκη για κάποιου είδους ευθυγράμμιση.

«Θέλουμε λίγο χρόνο να μαζέψουμε ό,τι έχουμε και θα φύγουμε» είπαν με μια φωνή, πικραμένη μα ταυτόχρονα γλυκιά και παρηγορητική.

«Γρήγορα, γρήγορα»

Όλα έγιναν μέσα σε πέντε το πολύ λεπτά. Στο κάτω κάτω δεν είχαν και πολλά μαζί τους. Κάποια λίγα ρούχα, τα κινητά τους, κάποια ξεχασμένα, άκυρα έγγραφα. Ο άγνωστος οικοδεσπότης τους περίμενε στην είσοδο αγωνιώντας – σίγουρα τα πέντε λεπτά του φάνηκαν κάτι παραπάνω από αιώνας. Πέρασαν από μπροστά του χωρίς να του μιλήσουν, μόνο του χαμογέλασαν μια στιγμή και βάδισαν με βιάση να διαβούν το κατώφλι του σπιτιού που τόσο καιρό αποτελούσε το μόνο τους καταφύγιο και συνάμα φυλακή.

Λίγο πριν ακούσουν την πόρτα πίσω τους να κλείνει, τους φάνηκε ότι ένας ξέπνοος ψίθυρος που έμοιαζε «συγνώμη» τους αποχαιρέτισε. Κι αυτοί με τη σειρά τους ψιθύρισαν ένα ξέπνοο «ευχαριστώ» ενώ αντίκριζαν με δέος την αστική φρενίτιδα στην οποία καλούνταν άξαφνα να προσαρμοστούν.

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Άγγελος Τερζάκης
Επόμενο άρθροΠροσοχή, Ivrin D. Yalom
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.