«… Η πρώτη υποψία ανακούφισης εμφανίστηκε όταν, εντελώς ανέλπιστα, εν τω μέσω μιας φορτισμένης μέρας γεμάτης βροντών τεχνητών και άοκνων πυρών που απειλούσαν ενεργά τη ζωή μας, μπήκε στο σπίτι η μητέρα φέρνοντας, εκτός από λίγα ζαρζαβατικά κι ό,τι βρώσιμο μπορούσε να βρει, το νέο για τη δίοδο διαφυγής, για την οποία μέχρι τότε πολλά ακούγαμε, αλλά τίποτα βέβαιο και οριστικό. Η μητέρα είχε σχεδόν το εισιτήριο τυπωμένο μπροστά στα μάτια μας: τόσα λεφτά χρειάζονται, μιλάς σ’ αυτόν, τα κανονίζει όλα και με το επόμενο αεροπλάνο έχεις φύγει. Το εισιτήριο μου μίλησε από την πρώτη στιγμή, διώχνοντας πρόσκαιρα την πηχτή αχλή που είχε θολώσει το μυαλό μου από τη μακρά παραμονή στη γειτονιά του τρόμου. Είπα: εγώ θα φύγω. Η μητέρα και οι υπόλοιποι, σίγουροι για το αμετάκλητο της απόφασης μου, μου έδωσαν την ευχή τους

»Ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, τουναντίον, τα χρήματα ήταν πολλά εξ αρχής, ενώ χρειάστηκε να πουλήσουμε και μερικά από τα ελάχιστα που μας είχαν απομείνει στη μαύρη αγορά για να εξασφαλίσω ένα επαρκές κεφάλαιο για τις πρώτες πολλές μέρες. Έπειτα, το μεταφορικό μέσο άλλαξε, μετατράπηκε σε πλοίο, καθιστώντας ακόμα πιο αβέβαιη την πορεία της εξόδου, ακόμα πιο τρομερή στα μάτια πολλών συνοδοιπόρων, αλλά δεν είχαμε επιλογή. Όπως μας πέταξαν μέσα σε μια κλούβα, φωνάζοντας και έχοντας σαν εύκολο τρόπο συνέτισης την απειλή της ακύρωσης του εισιτηρίου μας, έτσι μας πέταξαν και στο κούφιο σιδερένιο κορμί ενός μεγάλου δεξαμενόπλοιου που είχε προσαράξει κάπου αρκετά μακριά από κάθε επίσημο λιμάνι της χώρας και το οποίο προσεγγίσαμε με βάρκες ένα ασέληνο βράδυ. Η μυρωδιά του σάπιου και της σκουριάς γρατζουνούσε τα ρουθούνια μας, ενώ ο κόσμος που συσσώρευσαν ήταν τόσος που καθιστούσε την ατμόσφαιρα αυτής της παράδοξης κιβωτού – βασισμένης σε μια επικερδή επιχειρηματική ιδέα με βασικό ρίσκο την ανθρώπινη ζωή – αποπνιχτική.

»Η θάλασσα δεν μας έκανε το χατίρι και υπερέβαλε των προσπαθειών της να μας νανουρίσει, προσθέτοντας στο δύσοσμο του χώρου και τη μυρωδιά του ναυτιλλόμενου εμετού. Ωστόσο, λίγες φωνές ακούγονταν, λίγοι στεναγμοί, λίγα αχ. Ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του καρτερικά, περίμενε τη στιγμή που οι ακτίνες της λευτεριάς θα έλουζαν θερμές τις ελπίδες του. Κάπως έτσι, συντροφιά με μια ετερόκλητη μάζα με κοινές προσδοκίες και κοινή αφετηρία, με πήρε ο ύπνος, ο οποίος κράτησε παρά τον υπόκωφο πανικό που είχε σπαρθεί άφθονος στα σπλάχνα του πλοίου.

»Όταν ξύπνησα, βρισκόμουν σε ένα μέρος που δεν αναγνώριζα. Ξαπλωμένος κατάχαμα σε μια αμμουδιά, με τη γεύση της άμμου να μπλέκεται στο ξερό, αφυδατωμένο μου στόμα, έκανα μια προσπάθεια να σηκωθώ, μα το σώμα μου δεν το επέτρεπε, είχε αγκυλωθεί θαρρείς και το ίδιο παρατήρησα και για άλλα σπαρμένα σώματα στην ίδια αμμουδιά. Έμεινα εκεί για ώρα, αντιμέτωπος με το καυτό πρόσωπο του ήλιου, περιμένοντας να έρθει το τέλος των βασάνων μου, αισιόδοξος ότι η νέα γη, ακόμα κι αν γινόταν ο τάφος μου, θα μου προσέφερε τουλάχιστον πιο γαλήνιες τελευταίες στιγμές. Και πράγματι, η καρδιά μου χτυπούσε με έναν τρόπο απαλό, τόσο γλυκό όσο είχε συνηθίσει να χτυπά για εκείνη που χάθηκε για πάντα. Ένα δάκρυ ξεπρόβαλε κι έκανε να κυλήσει στο αλωμένο από τον ήλιο πρόσωπο μου, όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή με τάραξαν οι φωνές ανθρώπων, ξέβρασε κι άλλους η θάλασσα, ανάθεμα τους καιρούς, μαζέψτε τους και πηγαίνετε τους στο camp, ανάθεμα τους καιρούς, που στο διάολο θα τους χωρέσουμε όλα δαύτα, τι θα τα κάνουμε.

»Το έδαφος τραντάχτηκε από το βηματισμό ανθρώπων που έμοιαζαν πελώριοι και παντοδύναμοι, οι οποίοι μας σήκωσαν και μας πέταξαν σε νέα κλούβα, κι εμείς, αδύναμοι, ανήμποροι, πραγματικοί λιλιπούτειοι μπρος στα βλοσυρά πρόσωπα των καχύποπτων σωτήρων μας, ανταλλάζαμε ματιές που σιγομουρμούριζαν σαν να τραγουδάν: φύγαμε αδέρφια, φύγαμε…»

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροH δύναμη των ιδεών, Irvin D. Yalom  
Επόμενο άρθροΟι εξαιρετικές μου στιγμές, Μάριος Χάκκας
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.