Μια παραβολή για τον αναγνώστη
Ή
Εισαγωγή στις έννοιες της Ανάγνωσης και του Αναγνώστη
Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Ας φανταστούμε τον ποιητή στο μοναχικό του δώμα. Μπροστά από ένα κακοφωτισμένο γραφείο. Ο ποιητής θυμάται. Νυχτερινό τοπίο. Δύο κόσμοι.
Η συννεφένια γεωμετρία που οδηγεί σε μη ευκλείδειους στοχασμούς. Κι ο έρως μέσα στο πιο γνήσιό του ένδυμα. Αυτό του απόντος. Ο ποιητής θυμάται. Το σώμα θυμάται. Το ρίγος διαπερνά το πεπερασμένο του κειμένου και γεννά την πολυσημία. Έτσι που η Ερατώ να θολώνει. Κι από κορίτσι να περνά στο επίπεδο της ιδέας. Κι από ιδέα να κατακρημνίζεται σε πληθυντικούς μιας διυποκειμενικής παρανάγνωσης.
Σ’ αυτή την πολεοδομική της οδύνης, η γραφή από βιογραφική μετακυλίεται στα αβέβαια ερέβη του διάκενου[1]. Ο μεν αναγνώστης θα χαθεί στον κατοπτρικό του μικρόκοσμο. Ο ποιητής –από την άλλη- θα κρατήσει τον κομμένο μίτο για τον ίδιο. Ο μινώταυρος, πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, θα έχει τον ρόλο της κεντρομόλου. Είτε ως εφιάλτης είτε ως ρυθμιστής. Το ίδιο απόκοσμος όσο και καθαρά σάρκινος.
Όμως, κάπου εκεί υπάρχει και το φάντασμα της Κίρκης, που αποδεικνύει –με μαθηματική ακρίβεια και σε όλο του το μεγαλείο- το τραγικό. Την πηγή της οδύνης. Που δεν είναι η ίδια η έλλειψη[2]. Αλλά οι σημασίες που εμείς της δίνουμε. Δηλαδή, η ανάμνηση. Θυμάμαι θα πει: ανακαλώ έναν μεταμφιεσμένο μου θυμό[3]. Κι αυτή η μεταμφίεση (είτε ως ποιητικό εσύ είτε κι ως ολόκληρο ποίημα) είναι η λογοκλόπος έμπνευση της επιβίωσης.
Η μάγισσα Κίρκη –λοιπόν- που πλανεύει, αλλά και απελευθερώνει. Η μάννα της απροσδιοριστίας. Που θα ταχταρίσει στο, όλο πινέζες, μαξιλάρι της τον αναγνώστη. Έναν αναγνώστη έφηβο. Ας του δώσουμε ένα όνομα για να υπάρξει: θησέας (με μικρό θήτα…). Από έναν σχεδόν οιδιπόδειο έρωτα θα μπει στον κύκλο της ερμηνείας. Ο Θησέας- συγγραφέας[4] κι ο θησέας- αναγνώστης είναι δύο φυσιογνωμίες που κάνουν παράλληλες πορείες μέσα στο σημασιακό σύμπλοκο.
Τα σήματα αναβοσβήνουν την νύχτα. Φάροι και ταυτόχρονα αιθάλη. Κι όσο βρίσκεις χάνεις και γυρνάς ξανά στο αφετηριακό αβέβαιο. Και ξανά και ξανά. Χάνεις και βρίσκεις ή βρίσκεις χάνοντας ή και χάνοντας βρίσκεις. Βρίσκεσαι. Μέσα κι έξω από αυτή την γραμματική. Είσαι μέρος του κανόνα. Αλλά και η εξαίρεσή του. Ανάλογα την όποια αίρεση[5] επιτάσσει το κύμα της στιγμής.
Ο ερωτευμένος θησέας ηδονίζεται και σπαράσσεται. Οι δαγκάνες του Θησέα είναι στραμμένες στο στήθος του και προς τα έξω. Για να πιάσουν και να γαντζώσουν λίγο από το διάφραγμα[6] του εφήβου. Έτσι, εκεί που ο συγγραφέας πεθαίνει ο έφηβος ερωτεύεται. Μ’ έναν έρωτα –όμως- μερικώς πραγματοποιήσιμο. Έναν ναρκωτικό[7] έρωτα. Κι από τον θάνατό του ο Θησέας αναγεννάται φονικός μέσα στα αίματα του ναρκισσευόμενου θησέα.
Το έγκλημα και το σημείο του εγκλήματος. Το έγκλημα μέσα από το χωρικό του σημείο. Ο τόπος του εγκλήματος ως τοπικό ανάλογο της πράξης του εγκλήματος. Αλλά όχι το ίδιο το έγκλημα και η δίνη του φονικού παροξυσμού του. Ο θησέας φονεύεται και φονεύει. Ο δολοφόνος δολοφονεί και δολοφονείται. Κι οι δυο με χέρια αυτοκτόνα. Και το μόνο ακέριο. Το μόνο αυτόνομο και αυτάρκες. Είναι το σημείο. Ο τόπος. Το χαώδες ασπρόμαυρο. Άπειρο μέσα στα περιθώρια του χαρτιού. Αιτία και αποχρώσα ένδειξη. Άλλοθι και καταδίκη. Υπάρχει και δεν υπάρχει. Ανάλογα με τις θέσεις των προσώπων στο παιχνίδι.
Ακόμα κι αυτό. Το ήδη πεπραγμένο. Το κείμενο. Διαλύεται μέσα στην υλικότητά του. Διότι, αν και το νόημα υπάρχει πέρα απ’ αυτό το πανδαιμόνιο, ως πρωταρχικός- πρωτεύον- προϊστορικός μύθος, οι σημασίες αντανακλώνται από το μάτι. Ούτε ο Θησέας ως δημιουργός, ούτε κι ο θησέας ως απότοκο[8], δεν μετέχουν του μύθου. Είναι απεικονίσεις του και διακυμάνσεις ενός χωροχρονικά καθορισμένου αντίγραφου.
Από εδώ εκπορεύεται κι ο καθόλου οριστικός ορισμός της ποίησης (που έχω επινοήσει): ποίηση είναι η προαιώνια ενατένιση του έναστρου ουρανού και το πρώτο βλέμμα της Εύας. Μιας και ο μεταρομαντικός Στήβενς χαρτογράφησε καθαρά τους καθρέφτες και τα φτιασίδια. Τους Αδάμ και τις Εύες, έκπτωτους πλοηγούς του Αρχικειμένου.
Ονόμασα –όμως- προηγουμένως- δύο έρωτες. Τον κινητήριο[9] και τον ελλειπτικό. Δραστικοί κι οι δυο. Μα από διαφορετικές φύσεις. Ο μεν κινητήριος αυτοαναφορικός και καθαρά ενδοκοσμικός. Ο δε ελλειπτικός (σχεδόν οιδιπόδειος… όπως ανέφερα πιο πάνω…) χοηφόρος και υποχθόνιος. Έρωτες- φορείς και κατευθύνσεις της μεταφοράς.
Μπορεί να υπάρξει ένας κώδικας οδικής κυκλοφορίας τους μέσα στο έργο ή ανέσπεροι θα ανακυκλώνουν τον εαυτό τους;
Το ερώτημα αυτό έχει δημιουργήσει πολλές διχογνωμίες στους κριτικούς. Για μένα η απάντηση είναι: και ναι και όχι. Δεν υπεκφεύγω. Αλλά σφαιρικά αναστοχάζομαι το κρυπτικό της όλης πορείας. Από την μια μεριά, βλέπουμε τους ενδοκειμενικούς κυματοθραύστες, αστυφύλακες και νομικούς της ερμηνευτικής αταξίας του θησέα[10]. Κι από την άλλη, έχουμε δυο κατακλυσμιαίες εκρήξεις. Με αντίθετες, μάλιστα, στροφορμές. Δημιουργώντας μια μελανή οπή, ένα λακανικό (και μη) σημείο διαρραφής, που καταστρατηγεί την συνταγματική αντιστοίχιση σημαινόντων και σημαινομένων. Συμβόλων και συμβολιζομένων.
Το αποτέλεσμα όλου αυτού είναι διττό. Είναι η απόλαυση και η ερμηνεία του έργου.
Κι από εδώ αρχίζει όλη η προβληματική. Κύρια συνισταμένη και των δύο αποτελεί η αφαίρεση. Το αρχικό γύμνωμα των πραγμάτων και η ξανατοποθέτησή τους στην νέα διαμορφούμενη γλώσσα. Θα πάρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Μόλις τώρα έπιασα στα χέρια μου την συλλογή του Francis Ponge, «Η φωνή των πραγμάτων», κι από την βιασύνη μου αντί για πραγμάτων εγώ διάβασα Πλάτων. Αυτή η παρανόηση κοιτάξτε τι καινούριες διαστάσεις ανοίγει στην ίδια την προσέγγιση που αναπτύσσω στο συγκεκριμένο άρθρο. Από τις φωνές των πραγμάτων μετέβην –σχεδόν αστρικά- στο σπήλαιο. Στο αλληγορικό παιχνίδι των σκιών. Κι αυτό ακριβώς εντείνει το ανοίκειο της δράσης. Η Κίρκη έχει θέσει ήδη σε λειτουργία το τραγούδι των Σειρήνων.
Όμως, ας γυρίσουμε στον Ponge κι ας προσέξουμε πόσο περίτεχνα ιδιωτεύει τον λόγο του. Γράφει σ’ ένα του ποίημα:
Νευρόσπαστο και άλογο στο άροτρο συγχρόνως.
Αχ! Κι ακόμη το χελιδόνι του άλογου που οργώνει. Τσιμπολογάει στο πιάτο, όπως το πουλί
στην κοπριά[11].
Τι είναι αυτό το νευρόσπαστο και άλογο; Το ποίημα αυτό φέρει τον τίτλο: Πρώτο Σχεδίασμα του Χεριού!
Μια σπαζοκεφαλιά είναι. Για ισάξιους αναγνώστες. Εδώ, στην πρώτη του πλοήγηση, ο θησέας, θα αναλογιστεί την στοχοθεσία του ίδιου του βιβλίου: Να μιλήσει –ίσως- την φωνή των πραγμάτων. Με τι γλώσσα μιλιέται αυτή η λαλιά των άψυχων; Σε στηβενσιανή διάλεκτο, θα μπορούσαμε να πούμε, πως σ’ αυτή την γιορτή της αφαίρεσης, αρχικά, τα ονόματα διαμελίζονται. Σπάνε σε κομμάτια άχρηστα. Έτσι που ξεχνιέται η καθημερινή τους όψη. Το κείμενο και τα πράγματα του κειμένου. Το κείμενο και ο αναγνώστης του. Τα πράγματα και η ανάγνωσή τους από εκείνον. Όλα παραμορφώνονται και ζητούν μια νέα επένδυση. Το ίδιο όμως τρωτή με την πρώτη.
Ο Θησέας αναγνωρίζεται ως Ορέστης. Κι ενώ οι ερινύες της Κοινής τριζοβολούν. Η Κλυταιμνήστρα- γλώσσα αποκαθηλώνεται. Ή μάλλον, όχι ακριβώς αποκαθηλώνεται, αλλά μετουσιώνεται. Εδώ βρίσκεται κι ο ερεθισμός[12] -για να θυμηθούμε και τον Χειμωνά- προς μιαν άλλη γλώσσα. Για να προσεγγίσει σε μια πιο αληθινή Ετυμολογία της ονομασίας των πραγμάτων[13].
Το παιχνίδι αυτό δεν είναι ακίνδυνο. Αντιθέτως μάλιστα. Κύκλωπες εγκυμονούν θανάτους. Το πώς θα φτάσεις, το τι τεχνάσματα θα σκαρφιστείς. Όλα αυτά τα πολυμήχανα είναι που θα καθορίσουν και την έκβαση. Και –φυσικά- κανείς δεν μπορεί να αυθαιρετήσει πλήρως. Η Κίρκη έγραψε πίσω από μια χαρτοπετσέτα τους βασικούς κανόνες (κανόνες- φράκταλς: γι’ αυτό κοινοί για όλους αλλά με διαφορετική κινησιολογική πρόταση για τα πιόνια του καθενός). Κι όποιος τους παραβεί. Σκοντάφτει και πέφτει. Στην χοι-ρότερη πλευρά· την ανυποληψία.
*
Αυτή ήταν η δική μου τοποθέτηση επάνω στους δύο αυτούς όρους. Για να γυρίσω –τώρα- και πάλι στην αρχή. Με τον χάρτη αλλαγμένο και τον κρυμμένο θησαυρό ακόμα πιο βαθιά θαμμένο στο απρόσιτο. Των πολλαπλών σημασιών. Κι όσο επιμένω να γυρίζω τόσο η εντροπία θα γιγαντώνει τα ανερμήνευτα. Διότι το κείμενο, αν και μονήρες, πραγματώνεται μέσα από τις άπειρες δυνατότητές του.
[1] Αυτοαναφορικά πάντοτε και για εκείνον αλλά και για τον αναγνώστη…
[2] Δηλαδή, η απουσία του έρωτα.
[3] Διότι ο θυμός ανασύρει από τις στάχτες της την προϊστορική θυσία (θύω) και μέσα στους καπνούς η ψυχή μιλά τα σκότη.
[4] Όπως έχω γράψει κι αλλού: «Για μένα, ο συγγραφέας είναι ποιητής και ποιητής είναι εκείνος που δεν φοβάται να κολυμπήσει στο αδύνατο. Τρέφεται με το όνειρο και καταλήγει στην ουτοπία».
[5] Με όλες της τις σημασίες.
[6] Το κέντρο της ψυχής κατά τον Όμηρο.
[7] Και με τις δυο του σημασίες πάλι.
[8] Του κόσμου και του κειμένου.
[9] Μέσα από την απουσία- απώλειά του. Αυτός που κινητοποιεί τον συγγραφέα και τον οδηγεί στην δημιουργία.
[10] Αλλά και στυγερούς λογοκριτές του Θησέα.
[11] Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης.
[12] Άρα, και η γνωριμία. Αφού –κατά τον Χειμωνά- γνωρίζω σημαίνει ερεθίζομαι.
[13] Γιώργος Χειμωνάς, Η απελευθέρωση (ή η ανυποληψία) της Γνώσης, Outre Tombe, Γιώργος Βέλτσος, εκδ. Πατάκη.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1989. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση. Η Βαβέλ (εκδόσεις Anima,2017) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.