Νίκος Αλιάγας:

 

«Πρέπει να εμπιστευόμαστε τη μοίρα μας σαν εσωτερική φωνή που μας καθοδηγεί, κάπου και κάποτε κάτι θα μας μιλήσει και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να την αναγνωρίσουμε· Άλλοι το λένε σήμα, άλλοι το αποκαλούν θαύμα».

 

Συνέντευξη: Αλεξία Κατσαβού

 

Ο Νίκος Αλιάγας γεννήθηκε στο Παρίσι το 1969 και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Σορβόννη. Δημοσιογράφος και παρουσιαστής, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη Γαλλική Ραδιοφωνία (Radio France Internationale) και υπήρξε ο νεότερος άνκορμαν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Télé Monte Carlo.

Το 1993 εντάσσεται στο ιδρυτικό δημοσιογραφικό επιτελείο του πανευρωπαϊκού δορυφορικού καναλιού Euronews, ενώ παράλληλα γίνεται ανταποκριτής της ΕΡΤ στη Γαλλία, όπου τον γνωρίζει και το ελληνικό κοινό. Στη συνέχεια συνεργάζεται και με ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια όπως το Alter, το Mega και ο Alpha.

Στη Γαλλία γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα μέσα από επιτυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές, ξεκινώντας με την Union Libre (France 2, 1998) και αργότερα με μεγάλα σόου όπως το Star Academy, το The Voice, τα NRJ Music Awards, το 50’ Inside και το The Secret Song (TF1). Από τον Σεπτέμβριο του 2001 είναι ένας από τους κεντρικούς παρουσιαστές του TF1, φιλοξενώντας στις εκπομπές του τους μεγαλύτερους αστέρες του πλανήτη και αναδεικνύοντας τους περισσότερους νέους καλλιτέχνες της γαλλικής σκηνής.

Παράλληλα με την τηλεοπτική του πορεία, συνεχίζει τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα στο ραδιόφωνο, καλύπτοντας θέματα επικαιρότητας και πολιτισμού στον σταθμό Europe 1.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια ασχολείται ενεργά με τη φωτογραφία, πραγματοποιώντας σχεδόν 50 προσωπικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Έχει εκδώσει περίπου δέκα βιβλία δοκίμια και φωτογραφικά λευκώματα στη Γαλλία («Η Μελαγχολία του Οδυσσέα», «Η δοκιμασία του χρόνου», «Παριζιάνες», «Το Ελληνικό πνεύμα») συνδυάζοντας την αγάπη του για τον λόγο, την εικόνα, τη μνήμη και την βαθιά του αγάπη για την ελληνική του κληρονομιά.

Nikos by Stéphane Danger 2025 SICILE

 

Νίκο, γεννήθηκες στη Γαλλία και η ζωή σου όλα αυτά τα χρόνια μοιράζεται ανάμεσα στις δύο αγαπημένες σου χώρες. Υπήρξε κάποιο καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξή σου που αν δεν είχε συμβεί θα είχες ακολουθήσει μια άλλη πορεία;

Γεννήθηκα πράγματι στη Γαλλία, τον Μάη του ’69. Ο πατέρας μου είχε ήδη μεταναστεύσει από το 1964, ήταν ράφτης και ήρθε στο Παρίσι γιατί την θεωρούσε πρωτεύουσα της μόδας· η μητέρα μου άφησε τις σπουδές της στην Αγγλία και ταξίδεψε στην Γαλλία από έρωτα για τον πατέρα μου. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια βιοπαλαιστών που βίωνε στο πετσί της την ιδέα της επιστροφής «κάποια μέρα θα γυρίσουμε στην Ελλάδα» έλεγαν σπίτι. Μεγάλωσα με αυτό το μοτίβο: ενταγμένος μεν στα σχήματα της γαλλικής κοινωνίας, αλλά με δεύτερη ανάγνωση, σχεδόν υπόγεια, την ανάγκη να κρατήσω ζωντανή την ελληνική μας ταυτότητα, σε περίπτωση που έπρεπε να “επιστρέψουμε”. Στην ουσία, δεν επέστρεψα ποτέ. Πώς να επιστρέψεις σε μια χώρα από την οποία δεν έφυγες ποτέ; Κουβαλούσα τον νόστο του πατέρα μου και τα όνειρα της μητέρας μου για ένα καλύτερο αύριο. Η μητέρα μου, η Χαρούλα, μού έλεγε πάντα: «Μορφώσου, μάθε, και θα ζήσεις τα πάντα. Μην φοβάσαι. Ζήσε. Και βάλε ψηλά τον πήχη».

Ύστερα ήρθε μια στιγμή που όρισε βαθιά τη διαδρομή μου. Ήταν Γενάρης του ’91. Σπούδαζα γαλλική φιλολογία στη Σορβόννη και για να τα βγάλω πέρα εργαζόμουν νύχτα στη γαλλική ραδιοφωνία. Εκεί γνώρισα έναν άνθρωπο που, χωρίς να το ξέρει ίσως, μου έδωσε φτερά. Τον είχα καλέσει σε μια εκπομπή να μιλήσει για την σκληρή περίοδο της Χούντας. Ανταποκρίθηκε αμέσως. Ήταν ο συγγραφέας Άρης Φακίνος. Αθόρυβος, στοχαστικός, ευγενικός. Από εκείνους που δεν φωνάζουν αλλά γράφουν τη ζωή με αφοσίωση. Είχε ζήσει την εξορία, είχε φυλακιστεί, είχε αναγκαστεί να αφήσει την Ελλάδα και να ριζώσει στο Παρίσι, ήταν άνθρωπος της σιωπηλής επιμονής. Σας προσκαλώ να διαβάσετε το έργο του… Μιλά για τη μνήμη, την απώλεια, την περιπλάνηση, χωρίς στόμφο και με αλήθεια. Η γραφή του έχει κάτι το ενδοστρεφές, το γλυκόπικρο, ακόμα με εμπνέει.

Όταν τελείωσε η συνέντευξη, με κοίταξε με περιέργεια σχεδόν παιδική και μου είπε: «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;». Την επόμενη μέρα, έλαβα στο σπίτι μου δύο βιβλία του και ένα γράμμα που κρατάω μέχρι σήμερα σαν φυλαχτό. Έγραφε: «Κράτα γερά. Τη γλώσσα μας και τις αξίες μας. Ό, τι κι αν κάνεις, μην ξεχάσεις ποτέ ποιος είσαι και τον πλούτο που κουβαλάς μέσα σου. Ο πολιτισμός μας θα είναι πυξίδα σου». Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να κάνω αυτά τα λόγια πράξη. Το 1998 συνόδεψα την σορό του στην Ελλάδα με την αγαπημένη του Ροζελίν, ήταν συγκλονιστική η επιστροφή στην γη του στο κοιμητήριο του Αμαρουσίου. Το γράμμα του είναι πάντα κοντά μου.

Νikos à la librairie Guillaume Budé

 

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία;

Μπήκα από μια μικρή πόρτα, σχεδόν τυχαία. Στην αρχή, ήταν απλώς ένα μέσο επιβίωσης, μια δουλειά στο Radio France Internationale ως τέλεξμαν που μου εξασφάλιζε το νοίκι, τα βασικά. Με βλέπω ακόμα να τρέχω στους διαδρόμους της γαλλικής ραδιοφωνίας την νύχτα με τα τέλεξ. Τίποτα δεν προδιέθετε ότι θα γινόταν τρόπος ζωής. Κι όμως, κάτι ξύπνησε μέσα μου, το δαιμόνιο του ρεπορτάζ, η ανάγκη να δω, να ρωτήσω, να καταλάβω. Τόσες πολλές αναμνήσεις. Σχολείο ζωής.

Ήταν και η εποχή, 1988. Ο κόσμος γύρω μας άλλαζε ραγδαία. Δεν ήταν απλώς μια σειρά από ειδήσεις, ήταν σεισμοί. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Πόλεμος του Κόλπου, η Συνθήκη του Μάαστριχτ… Μοιάζει τώρα μακρινό, αλλά τότε ήταν η καθημερινή μας ανάσα. Τα ζούσαμε στο πετσί μας. Οι λέξεις δεν ήταν ακόμη αρχείο· ήταν παλμός, φόβος, ελπίδα, αγωνία.

Κατάλαβα νωρίς πως δεν ήθελα απλώς να τα παρακολουθώ. Ήθελα να τα διηγηθώ. Κάθε μικρό ρεπορτάζ ήταν μια απόπειρα να αποκωδικοποιήσω τη νέα τάξη πραγμάτων που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας· μια τάξη που θα καθόριζε τη μοίρα των γενιών που έρχονταν. Και κάπως έτσι, χωρίς μεγάλες αποφάσεις, η δημοσιογραφία έγινε ο φυσικός μου δρόμος. Εκεί κατάφερα να συνδυάσω το λόγο και την γραφή που υπήρξε θεμέλιο στα πρώτα βήματά μου. Ουδέποτε σκεφτόμουν μια καριέρα, αλλά κάτι που να μπορούσε να τροφοδοτήσει το ανήσυχο μυαλό μου.

Έχεις μια επιτυχημένη πορεία στην τηλεόραση και στην παρουσίαση ζωντανών προγραμμάτων. Ποιό είναι το «μυστικό» της διαχρονικότητας;

Δεν κατάλαβα πότε πέρασε ο χρόνος. Έχω την παράξενη αίσθηση ότι έζησα, και συνεχίζω να ζω, στιγμές μέσα στην σάρκα του παρόντος με πλήρη συνείδηση. Ποτέ δεν είχα ένα προσχεδιασμένο πλάνο καριέρας. Δεν είμαι άνθρωπος της κυνικής τακτικής, αισθάνομαι πιο πολύ τεχνίτης. Ζω την κάθε στιγμή στην πληρότητά της, είτε παρουσιάζω ένα σόου με εκατομμύρια τηλεθεατές, είτε συζητάω με έναν συγγραφέα, είτε κάνω ρεπορτάζ στο δρόμο για μένα είναι το ίδιο. Σίγουρα έκανα διαφορετικά πράγματα στην τηλεόραση, αλλά προσπάθησα πάντα να κρατάω την ίδια ειλικρίνεια στην όποια προσέγγιση. Δεν με αφορούσε ποτέ η επόμενη κίνηση με την εμπορική έννοια του πράγματος· ήθελα να ζω το “εδώ και τώρα”, εκεί είμαι ολοκληρωμένος στο “εδώ και στο τώρα”.

Ούτως ή άλλως στο τέλος δεν μένει κάτι χειροπιαστό παρά μόνο ο χαρά της προσπάθειας και αυτό μου αρκεί. Όλα τα άλλα τα φυσάει ο άνεμος και τα εξιλεώνει. Η διάρκεια δεν ήταν κάτι που επιδίωξα όταν ξεκίνησα. Ήρθε αργότερα και τότε συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος είχε ήδη χαράξει τον δρόμο του γιατί απλούστατα δεν ασχολήθηκα με αυτό, κοιτούσα μπροστά στην δουλειά. Πάντα ήμουν επιφυλακτικός απέναντι στις μόδες. Σ’ αυτά τα παράξενα επαγγέλματα που φλερτάρουν με το εγώ, δεν μετράει να είσαι ο πρώτος· να παραμένεις συνεπής με τον εαυτό σου έχει περισσότερο ενδιαφέρον, να έχεις βρει την κατάλληλη ισορροπία, τη σωστή απόσταση με το φαίνεσθαι και το γίγνεσθαι. Ο χρόνος με απασχόλησε σε προσωπικό επίπεδο, ίσως πιο φιλοσοφικό, όχι στα επαγγελματικά μου.

Βρίσκεσαι στον χώρο της δημοσιογραφίας, της τηλεόρασης, της συγγραφής, της φωτογραφίας. Ποιος από όλους αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά; Υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ τους;

Όλα είναι συνδεδεμένα, και όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Το κοινό νήμα πίσω από όλες αυτές τις διαδρομές ίσως βρίσκεται στην ανάγκη σύνδεσης με τον άνθρωπο. Πάντα είχα την ανάγκη να εκφράζομαι και να ζω ό, τι με συγκινούσε άμεσα, βαθιά, οργανικά. Ήμουν πάντα ένα ανήσυχο παιδί. Κι από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι τα καλούπια, όσο κομψά κι αν φαίνονταν, στο τέλος γίνονται φυλακές.

«Εάν πρέπει να πεθάνω αύριο» έλεγα στο εαυτό μου, «τι θα ήθελα να κάνω σήμερα;» Δεν έπαιξα ρόλους· τα ζούσα έντονα. Σαν να έπρεπε να κερδίσω ζωές σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, να προλάβω. Είμαστε όλοι πολύπλοκοι και πολυδιάστατοι. Απλά λίγοι το αποδεχόμαστε. Προσπάθησα να καταλάβω. Το κίνητρο δεν ήταν η δόξα, τα χρήματα ούτε καν το κοινωνικό βερνίκι. Δεν αρκούν αυτά, οπτασίες είναι. Ξεκίνησα από το τίποτα αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ άδειος, υπήρχε κάτι πιο δυνατό από τα θέλω μου, ήταν το θρόισμα της μοίρας. Ό, τι δεν γνώριζα, το έψαξα και το πήρα αγκαλιά. Να εξερευνήσω, να αισθανθώ, αυτό ήταν το μέλημα μου. Άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε λιγότερο εύστοχα. Το γεγονός ότι, στα μάτια κάποιων, είχα κατακτήσει μια πορεία ως δημοσιογράφος ή παρουσιαστής δεν μου εξασφάλιζε κανένα διαβατήριο απέναντι στην καλλιτεχνική ανησυχία που ήθελα να απελευθερώσω μέσα από τη γραφή ή τη φωτογραφία. Αντιθέτως υπήρχε και ένα είδος καχυποψίας. Το γνώριζα αυτό, αλλά δεν με πτόησε ποτέ. Θαυμάζω τους πολυμήχανους, τους «ελεύθερους και ωραίους»

Ξεκινάω κάθε φορά από το μηδέν. Εξακολουθώ να σπρώχνω στον βράχο μου στην ανηφόρα κάθε πρωί σαν τον Σίσυφο. Μα προσέξτε: δεν αρκεί να ψάχνεις την αποδοχή και το χειροκρότημα, ούτε η ταύτιση στα εύκολα δημαγωγικά μονοπάτια· είναι παγίδες. Αναζητούσα και αναζητώ μια πιο ισχυρή σύνδεση στο μοναχικό και δύσβατο δρόμο. Κανείς δεν μπορεί να σου στερήσει το δικαίωμα της δημιουργίας και της εμπειρίας. Λέω στους νέους που με ρωτούν, πράξε σαν να είναι η τελευταία μέρα της ύπαρξης σου και ίσως αγγίξεις ή αποκαλύψεις μίαν αλήθεια. Ίσως βγεις από την λήθη και αγγίξεις το μυστήριο της ανησυχίας σου. Η ζωή κρατάει όσο ένας χορός, ζήστε παιδιά. Κι εάν δεν τα καταφέρεις τι έχεις να χάσεις; Τουλάχιστον προσπάθησες. Η αποδοχή και η αναγνώριση των άλλων μπορεί να αλλοιώσει το λόγο ύπαρξης της όποιας προσπάθειας. Δεν αρκούν τα ιμάτια μιας καριέρας, δανεικά είναι και αυτά.

Ζήσε, τίμησε την ζωή, πές κάτι, «Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε. Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία» θα έλεγε η Κική Δημουλά. Πόσο λυπηρό να ξυπνήσεις ένα πρωί και να συνειδητοποιήσεις πως ήσουνα απών από την ίδια σου την ζωή. Οι κερκίδες και η ασπίδα του όχλου καθησυχάζουν μα κατά βάθος ψεύδονται, οι αρένες σε κρατάνε ζωντανό και ξάγρυπνο. Όσο σκληρές κι αν είναι. Και η ζωή μας μια απρόσμενη αρένα είναι. Δεν θα χάσεις ποτέ εάν προσπαθήσεις, θα μάθεις.

Νikos by Εvangelia Κranioti

 

Στις φωτογραφίες σου κυριαρχούν πρόσωπα, εκφράσεις, βλέμματα, τοπία. Ζωντανές στιγμές που δημιουργούν συναισθήματα και αποτυπώνουν πάντοτε μια αλήθεια, μια πραγματικότητα βιωματική. Τι σημαίνει για εσένα η Αλήθεια; Τι σημαίνει για εσένα η φωτογραφία; Γιατί επιλέγεις να εκφράζεσαι με το ασπρόμαυρο χρώμα;

Αν δεχτούμε ότι το πέρασμα της ζωής είναι μια τελετή, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ιερότητα της Μνήμης. Τελετή είναι κατά βάθος η ζωή, η ίδια μας η μνήμη, ο τρόπος που στεκόμαστε απέναντι στο παρελθόν, χωρίς αρχειοθέτηση, το χθες είναι ένα ζωντανό συστατικό του παρόντος. Η ελληνική λέξη α-λήθεια εμπεριέχει την άρνηση της λήθης. Δεν είναι απλώς πληροφορία· είναι παρουσία. Και η φωτογραφία, για μένα, ενσαρκώνει ακριβώς αυτό: μια αντίσταση στη λήθη, ένας τρόπος να συναντήσεις το εφήμερο και να του ψιθυρίσεις «σε βλέπω, σε αναγνωρίζω άρα υπάρχεις».

Από παιδί με άγγιζαν οι μεγάλοι μάστορες του βλέμματος: ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, ο Ζοζέφ Κουντέλκα, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν. Κατάλαβαν το άυλο, κάτι που προσπαθώ με τον δικό μου τρόπο να αγγίξω: η αθανασία δεν βρίσκεται στη διάρκεια, αλλά στη στιγμή. Στο απειροελάχιστο, στην πνοή. Στο βλέμμα που αποκαλύπτει τον άνθρωπο τη στιγμή που δεν προσποιείται, στη στιγμή που είναι. Αεάνως. Φωτογραφία χωρίς ενσυναίσθηση, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Είναι μια μαρτυρία της ανθρώπινης και εύθραυστης υπόστασης που όλοι μοιραζόμαστε.

Η Sabine Weiss μου έλεγε: «Δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι απλώς μια μάρτυρας». Συμφωνώ απόλυτα με αυτό. Κάναμε ωραίες κουβέντες για την εύθραυστη δύναμη της στιγμής. Η φιλία μας με ενέπνευσε βαθιά και με συντρόφευσε στις περιηγήσεις μου. Η Sabine μού έμαθε ότι το φως δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά στάση ζωής. Ότι η φωτογραφία δεν είναι κατάκτηση· είναι μια απαλή είσοδος στον κόσμο του άλλου, μια ένδειξη σεβασμού. Δεν την ενδιέφερε να εντυπωσιάσει. Ήθελε να κατανοήσει, σχεδόν να παρηγορήσει. Γι’ αυτό κι εγώ επέλεξα το ασπρόμαυρο. Γιατί εκεί, τα περιττά σωπαίνουν και η ουσία μιλάει καθαρά στο χρονότοπο του κάδρου: τα μάτια, τα χέρια, οι σιωπές, τα ίχνη του χρόνου. Εκεί γεννιέται η στιγμή μιας αλήθειας. Η φωτογραφία γίνεται ένας διάλογος με το παρελθόν και μια προσφορά στο μέλλον.

Όταν φωτογραφίζω ακούω μια αναπνοή μέσα μου, μια βουβή μελωδία κοσμογονική. Το ορατό, τελικά, γίνεται το πρόσχημα για να κατανοήσεις λίγο καλύτερα το αόρατο ενός ανθρώπου, ότι δεν λέει το κάδρο το ψιθυρίζει η καρδιά και θες να το αγκαλιάσεις. Θυμάμαι στιγμές σιωπής με τον φίλο το Βασίλη Βασιλικό ένα βράδυ στο Τορίνο, έξω από το ξενοδοχείο όπου είχε αυτοκτονήσει ο Παβέζε. Τα είπαμε όλα με τα μάτια, το κάναμε μνημόσυνο χωρίς κουβέντες άσκοπες. Θυμάμαι κάποτε τον Τσιτσάνη να λέει για την μοναδική Χαρούλα Αλεξίου «τα πονάει τα τραγούδια, για αυτόν το λόγο την λατρεύει ο κόσμος». Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό το «πονάει». Έτσι πρέπει να την πονάμε την ζωή, να την αγκαλιάζουμε για να αγγίζουμε την ουσία της. Για αυτόν το λόγο φωτογραφίζω τους ανθρώπους, τις χαρές και τις λύπες τους.

Le dernier souffle, Stamna 2022 (Grèce, voyages)

 

Salutations a la Vierge, Grece 2019

 

Πώς επεξεργάζεσαι και μεταπλάθεις τα βιώματά σου ώστε να αξιοποιούνται και να εντοπίζονται στην τέχνη σου;

Δεν είναι κάτι συνειδητό ή μεθοδολογικό. Δεν ξεκινώ με πρόθεση να «εκφραστώ» άρον άρον. Αναζητώ την ρίζα, την πηγή. Αναζητώ τα αρχετυπικά ίχνη εκείνων που με έφεραν ως εδώ: γνωστοί και άγνωστοι πρόγονοι, άνθρωποι της γης, της θάλασσας, του μόχθου, της σιωπής, του ανέμου. Δεν με νοιάζει η καταγωγή ως ταμπέλα αλλά ως αόρατη παρουσία που διακινεί τα πάντα. Τιμώ αυτούς που δεν άφησαν τίποτα γραπτό, τίποτα “μεγάλο”, αλλά κουβάλησαν στους ώμους τους το βάρος του κόσμου. Τα ηλιοκαμένα πρόσωπα, τα δουλεμένα χέρια, τη μοναξιά του αγρότη, την περηφάνια του ψαρά, τη σιωπή του ηλικιωμένου, του ξεριζωμένου, τον άρρητο νόστο που κουβαλούν στο βλέμμα τους, συχνά δίχως να το ξέρουν. Η μελαγχολία του Οδυσσέα πάντα με εμπνέει, αυτή η σιωπηλή ανάγκη επιστροφής. Η γιαγιά μου ξεγεννούσε τα παιδιά της μέσα σε έναν κορμό αιωνόβιας ελιάς.

Πώς να μη νιώσω την ιερότητα αυτής της εικόνας κάθε φορά που φωτογραφίζω έναν ελαιώνα; Η τέχνη δεν είναι αναγκάστηκα αναπαράσταση· την αισθάνομαι σαν επίκληση, σαν μια ήσυχη προσευχή. Ο Οδυσσέας του ντε Κίρικο δεν θριαμβεύει. Δεν κρατά ξίφος, δεν αντικρίζει την Ιθάκη ως τρόπαιο. Είναι μόνος, σμιλεμένος από σκιές και αμφιβολίες μέσα σε μια μεταφυσική βάρκα όπου όλα μοιάζουν ακίνητα. Έτσι δεν είναι και η ζωή; Δεν υπόσχεται πάντα την επιστροφή αλλά την αιώνια αναμονή. Ο Οδυσσέας είναι άνθρωπος που κουβαλά τον χρόνο. Μια φιγούρα που δεν έρχεται από τη νίκη, αλλά από τη φθορά, από την περιπλάνηση, από την εσωτερική διάλυση του νόστου. Εκεί είμαστε και εμείς και παλεύουμε με την φθορά μας. Η επιστροφή δεν είναι ποτέ πλήρης.

Όποιος έχει φύγει βαθιά, δεν επιστρέφει ποτέ εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αυτό αποτυπώνει ο ντε Κίρικο: την παράξενη μελαγχολία του επαναπατρισμού, το βάρος της εμπειρίας που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια. Εκεί εστιάζω την όποια προσπάθεια δημιουργίας, στην μελαγχολία του επαναπατρισμού. Στο βλέμμα του Άλλου. Ένα βλέμμα που, αν το κοιτάξεις με σεβασμό και αγάπη, γίνεται καθρέφτης των δικών σου ανησυχιών.

Nouveau départ, 2021 (Grèce, voyages)

 

Έχεις βρει την «Ιθάκη» σου;

Στην απέραντη αγκαλιά των παιδιών μου βρήκα το πιο ισχυρό αντίδοτο, αυτό που μετουσίωσε το φαρμάκι σε φάρμακο. Η αγκαλιά που γιαίνει και συγχωράει.

Στο ταξίδι της ζωής σου τι σε βοήθησε περισσότερο να εξελιχθείς ψυχοπνευματικά; Ποιο βίωμα, συναίσθημα, ανάμνηση, εμπειρία κρατάς σαν οδηγό σου;

Δεν ξέρω αν η ψυχοπνευματική εξέλιξη έρχεται από τα φώτα ή από τις σκιάσεις. Νομίζω, πιο συχνά, διαμορφωνόμαστε εκεί όπου πονέσαμε χωρίς να κραυγάσουμε, εκεί όπου δοκιμάστηκε η αντοχή της ψυχής χωρίς να υπάρχει μάρτυρας. Αυτό που με βοήθησε περισσότερο δεν ήταν κάποια «μεγάλη στιγμή», αλλά οι ήσυχες ώρες, εκείνες οι σιωπές που δεν μπορούσες να αποφύγεις, έπρεπε να τις διαβείς.

Κουβαλώ μέσα μου μια ανάμνηση που λειτουργεί σαν πυξίδα: ένα απόγευμα στο σπίτι του παππού μου, στην Ελλάδα, καθισμένος στη σκιά της μουριάς. Ήμουν παιδί, δεν καταλάβαινα πολλά· αλλά θυμάμαι τον τρόπο που κοίταζε το χώμα, σαν να έβλεπε κάτω από την επιφάνεια του κόσμου. Εκεί ένιωσα πρώτη φορά ότι η σιωπή μπορεί να είναι γνώση, κι ότι η αλήθεια βιώνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες. Δεν ήξερε να το εκφράσει αλλά το βίωνε. Η έλλειψη βεβαιοτήτων, ο φόβος της απώλειας, αλλά και η ευγνωμοσύνη για τα πρόσωπα που μου άνοιξαν τα μάτια, που με πίστεψαν χωρίς να με καταλάβουν πλήρως, όλα αυτά έγιναν σταθμοί στην ψυχή. Κάθε φορά που ένιωσα να σπάω, κάτι καινούργιο γεννιόταν μέσα μου, ένα είδος κατανόησης που δεν μαθαίνεται σε βιβλία, αλλά μόνο περνώντας μέσα από τη φωτιά. Η επαγγελματική μου σταδιοδρομία στην μικρή οθόνη λειτούργησε σαν φωτιά. Σαν Κάθαρσης, δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά μύηση. Δεν ψάχνω πια να νικήσω ή να αποδείξω. Δεν μου ανήκει τίποτα. Ψάχνω να σταθώ, να κοιτάξω τους άλλους όπως θα ήθελα κάποιος να κοιτάξει κι εμένα: με πραότητα και απλότητα. Αν έπρεπε να κρατήσω ένα μόνο πράγμα ως οδηγό, θα ήταν αυτό: Ό, τι αξίζει, δεν κραυγάζει· ανασαίνει βαθιά σαν ανοιξιάτικο σούρουπο, σαν ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος που περιμένει να το περπατήσεις.

Αγαπάς την ποίηση. Ποιο ποίημα θα διάλεγες να διαβάσεις στον εαυτό σου σε μια στιγμή εσωτερικής κρίσης;

Είναι τόσα πολλά… Δεν μπορώ να ξεχωρίσω εύκολα. Ασπάζομαι βαθιά εκείνους τους ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους σμιλεύοντας λέξεις και όνειρα μ’ ένα μολύβι στο χέρι. Οι ποιητές είναι αυτοί που αντιστέκονται, ήσυχα, επίμονα, στα πταίσματα και τις χυδαιότητες της κάθε εποχής. Είμαστε όλοι συμμέτοχοι στο χάος, η αυτογνωσία ίσως να είναι και το πρώτο βήμα της σωτήριας μας. Σε στιγμές κρίσης, στρέφομαι ενστικτωδώς στην αλήθεια που δεν κραυγάζει. Κι εκεί, αναπόφευκτα, επιστρέφω στη φωνή του Καβάφη. Δεν είναι μόνο η γλώσσα, δεν είναι το ύφος. Είναι αυτή η βαθιά εσωτερική αξιοπρέπεια, το μέτρο του ανθρώπου που παλεύει να κρατήσει όρθιο τον εαυτό του μέσα σε έναν κόσμο που φθείρει. Το ποίημά του «Όσο μπορείς» με έχει συντροφεύσει πολλές φορές όταν σβήνουν τα φώτα. Εκείνες τις στιγμές που νιώθεις να πνίγεσαι, που δεν αντέχεις τη συνάφεια, την επιτήδευση, την εξωτερικότητα, έρχεται αυτός ο στίχος και σαν φωτεινό χέρι:

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον — όσο μπορείς:
μην την εξευτελίζεις…»

Πώς να μη με αγγίξει αυτό; Πώς να μην αισθανθώ ότι, μέσα σε λίγους στίχους, κάποιος αδελφός του παρελθόντος είδε τον αγώνα του καθένα μας. Αυτό είναι, ίσως, η πιο μεγάλη δύναμη της ποίησης: να σου μιλά όταν δεν μπορείς εσύ να μιλήσεις στον εαυτό σου. Και όταν όλα φαίνονται θολά ή μάταια, κρατώ αυτό: «Μην την εξευτελίζεις… ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική.» Αυτή η υπενθύμιση γίνεται ελπίδα, εκείνο το αχνό φως που σε κρατά όταν όλα μέσα σου σκοτεινιάζουν.

Chateau de Vhambond a l’ aube 2020

 

Ποιόν ρόλο διαδραματίζει η ισορροπημένη προσωπική ζωή και η ιδιότητα του πατέρα που έχεις;

Τα παιδιά μας μάς εκπαιδεύουν στην ουσία. Μας αναγκάζουν να κατεβάσουμε τους τόνους, να γίνουμε περισσότερο παρόντες και λιγότερο απόλυτοι, και κυρίως να ξαναδούμε με επιείκεια και ευγνωμοσύνη τους ίδιους μας τους γονείς. Καταλαβαίνεις μεγαλώνοντας, μέσα από τα δικά σου παιδιά, όσα δεν κατάλαβες ως παιδί. Και συγχωρείς. Η πατρότητα μου διδάσκει σιωπή και πειθαρχία και σε κάνει να αισθάνεσαι μικρός. Μου υπενθυμίζει καθημερινά ότι η αγάπη δεν είναι ποτέ ρητορική, αλλά στάση, χρόνος, συνέπεια. Ο χρόνος θα δείξει εάν η αγάπη που τους προσφέρουμε με τις ατέλειες και τις ανθρώπινες αδυναμίες μας θα γίνει οπλοστάσιο εσωτερικό, για να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, όταν με τη σειρά τους ταξιδέψουν στη ζωή πατώντας σταθερά στην γη και έχοντας ευαισθησίες και αξιοπρέπεια. Να μην μπερδεύουν την αξία και την τιμή.

Με τη μαμά τους προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε από το ψεύτικο, το επιφανειακό, χωρίς να τα απομονώσουμε από τις υγιείς δοκιμασίες της πραγματικότητας. Δεν επιδιώκουμε να φτιάξουμε έναν γυάλινο κόσμο γύρω τους αλλά ούτε να τα εκθέσουμε σαν τρόπαια, θέλουμε να έχουν ρίζες και φτερά. Να μάθουν να επιλέγουν το αληθινό. Δεν έχω έτοιμες απαντήσεις και πολλές φορές, δεν έχω ούτε βεβαιότητες. Αλλά έχω πίστη στην ήρεμη παρουσία, στην εσωτερική συνέπεια, και στην αθόρυβη δύναμη που καλλιεργεί η στοργή. Θέλει χρόνο και αγάπη ο δρόμος αυτός. Χαίρομαι που μιλούν και εκφράζουν τα συναισθήματα τους και στα ελληνικά. Ευελπιστώ πως μια μέρα θα τα βρουν μπροστά τους. Η αείμνηστη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ δεν ήταν άλλωστε αυτή που είπε ότι  καλύτερο ειπώθηκε στο κόσμο ειπώθηκε στα ελληνικά;

Τι είναι αυτό που μου δίνει ζωή και ενέργεια; Πώς τρέφεις το πνεύμα και την ψυχή σου;

Θα απαντήσω με εικόνες. Όχι με λογική, ούτε με θεωρίες. Με στιγμές ακατέργαστες, αληθινές ή φανταστικές, που λειτουργούν σαν μυστικά σημεία αναφοράς μέσα στο δικό μου σύμπαν. Αναμνήσεις, οράματα, θραύσματα φωτός που επιστρέφουν απροειδοποίητα και με τρέφουν.

Στη θάλασσα ξαναγεννιέμαι. Στο αμνιακό υγρό της ανθρωπότητας νιώθω να ενώνεται το σώμα μου με κάτι μεγαλύτερο, διαχρονικό, αρχέγονο. Με το φως του Απόλλωνα που ζεσταίνει ό,τι δεν λέγεται και με τα κύματα του Αη-Νικόλα που σκίζουν τον χρόνο σαν ξεθωριασμένο τούλι από παλιό βαφτιστικό. Σ’ αυτή την σιωπηλή απεραντοσύνη, η μνήμη, ο ρυθμός, η ανάσα, η αφή, όλα συνυπάρχουν χωρίς σύγκρουση. Δεν υπάρχει αντίφαση. Δεν υπάρχω, είμαι σταγόνα χαμένη στην καταιγίδα, στατιστικό λάθος. Κι όμως είμαι παντού.

Με τρέφουν οι λεπτομέρειες που δεν προσέχει κανείς. Οι μικρές κινήσεις που περνούν σιωπηλά αλλά εμπεριέχουν την ουσία των πάντων: τα χέρια της νοσηλεύτριας που επιδένουν πληγές με φροντίδα και ακρίβεια. Το χάδι της μητέρας, τότε που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα. Τα μεταξωτά βλέφαρα του παιδιού που αποκοιμιέται. Τα φτερουγίσματα του Αρχαγγέλου πάνω από το πρόσωπο του φίλου που φεύγει ανεπαίσθητα, σχεδόν αόρατα, κι όμως πραγματικά. Το χέρι της γυναίκας που με αγγίζει όταν με περικυκλώνει το σκοτάδι και η αμφιβολία. Το βλέμμα της νεαρής τσιγγάνας, άγριο και τρυφερό μαζί, όταν σωπαίνει το νταούλι τα χαράματα. Η λεπτότητα του μελισσοκόμου που αγγίζει τα φτερά του εντόμου χωρίς να τα τραυματίσει. Η χαρά του πρώτου χειροκροτήματος το βράδυ της πρεμιέρας. Το χέρι του Αζναβούρ που μου χαρίζει μια παλιά εικόνα της Παναγίας που σώθηκε από την γενοκτονία. Το φως του Ιονίου την Κυριακή του Πάσχα, όταν καίνε οι λαμπάδες κι ευωδιάζει γιασεμί. Η ανάσα του Ξαρχάκου στο Ηρώδειο που παλεύει με τις σκιές, σαν Δον Κιχώτης καθώς διευθύνει τους μουσικούς του. Η ευωδιά του βασιλικού που κρύβω στην τσάντα μου όταν πετάω για Παρίσι. Η φωτογραφία του παππού από το Διδυμότειχο, εκτεθειμένη σε μια έκθεσή μου, και τα βλέμματα των ξένων που τον κοιτούν, σαν να τον αποθανατίζουν ξανά. Η ρουμελιώτισσα γιαγιά που λιβανίζει στην αυλή της πριν την βροχή, ξορκίζοντας την μοίρα. Η περηφάνεια του πύργου του Άιφελ όταν τον πνίγει η πάχνη του Νοέμβρη. Το ξεκούρδιστο ακορντεόν του πλανόβιου μουσικού σε έναν ξεχασμένο σταθμό του μετρό. Τους χιλιάδες προσκυνητές με τα άσπρα χαράματα στην Κατάνια ανήμερα της Αγία Αγάθης. Το βλέμμα του αλόγου λίγο πριν ξεκινήσει τον ελεύθερο καλπασμό του στα σάλτσινα. Η φωνή ενός τενόρου που ραγίζει τον αέρα πριν από το φως της σκηνής. Τα δάκρυα του Σαλέα όταν παίζει τα « Πέτρινα Χρονιά » στο μνήμα του πατέρα. Το σιωπηλό βλέμμα του ψαρά πριν ρίξει το δίχτυ του, επαναλαμβάνοντας την ίδια πράξη σαν αρχαίο τελετουργικό. Η συγκίνησή του φίλου μετά την πρώτη γουλιά στο κολόμπαρο της γειτονιάς. Η βραχνάδα της Φέιθφουλ και η ευγένεια του Νικ Κέιβ στο The Gypsy Faerie Queen. Το φως που μπαίνει λοξά στο δωμάτιο και κάνει ιερά τα πιο ασήμαντα πράγματα.

Δεν ψάχνω απεγνωσμένα αυτές τις στιγμές. Έρχονται από μόνες τους και με θρέφουν, όπως έρχεται η μνήμη όταν δεν την προσκαλείς, όπως έρχεται η αγάπη όταν δεν την διακηρύσσεις. Δεν ζητούν εξήγηση. Δεν έχουν ανάγκη από νόημα. Είναι η ίδια η ζωή, στην πιο καθαρή της έκφανση. Γυμνή. Ανεξήγητη. Ανιδιοτελή.

Venise avant le crepuscule... Dernier Rayon. 2022
Venise avant le crepuscule… Dernier Rayon. 2022

 

Υπάρχουν επόμενοι στόχοι στη ζωή σου, στην πορεία σου; Θα επέστρεφες στην Ελλάδα με μια ωραία επαγγελματική αφορμή;

Το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα είναι κάπως παρεξηγημένο, γιατί όπως έλεγα παραπάνω μια επιστροφή προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί μια αναχώρηση. Δεν έφυγα ποτέ από την Ελλάδα αν και την κουβαλάω μέσα μου ίσως και με ένα υπερβολικό συναισθηματισμό. Ότι έκανα κατά καιρούς στην Ελλάδα το έκανα για καθαρά συναισθηματικούς λόγους. Εργάζομαι στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης πάνω από 35 χρόνια και νομίζω πως έχω εξερευνήσει πολλές πτυχές του επαγγέλματος. Το θέμα έπειτα από όλα αυτά τα χρονιά είναι να μην γίνεις καρικατούρα του εαυτού σου χωρίς να το καταλάβεις. Ευελπιστώ πως έχω ακόμα λίγο αυτογνωσία…

Τους επόμενους μήνες θα ξεκινήσω μια ακόμα πολύ φορτωμένη σεζόν στη Γαλλία… Είναι δύσκολο σε αυτή την φάση να πω ότι θα είχα το χρόνο και το καλό πρότζεκτ για Ελλάδα. Όμως, αν ο χρόνος μου το επέτρεπε, θα ήθελα να περάσω πίσω από την κάμερα και να σκηνοθετήσω ντοκιμαντέρ ή μικρές ασπρόμαυρες ταινίες. Σαν μια φυσική προέκταση της φωτογραφικής μου αναζήτησης.

Τι εύχεσαι να φέρει η ζωή από εδώ και πέρα στην κοινωνία; Τι παρατηρείς πως χρειάζεται ο άνθρωπος στην εποχή που διανύουμε;

Θα αναφερθώ μόνο στα προφητικά λόγια του Γιώργου Σεφέρη στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (το Δεκέμβριο του 1963)… «Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα». Τα είπε όλα.

Τι επιθυμείς να κρατά ο θεατής/αναγνώστης που σε παρακολουθεί; Ποιά νοήματα να διακρίνει;

Ας κρατήσει και ας πετάξει ό, τι θέλει. Είναι ελεύθερος να προσπεράσει, να σταθεί σε μια λέξη, μια ιδέα, μια εντύπωση ακόμα κι να την αμφισβητήσει. Εάν καταφέρω να τον εμπνεύσω καλώς, αλλά δεν το περιμένω σαν αντίδωρο. Οι συνδέσεις δεν επιβάλλονται, χαίρομαι όταν συναντάω νέους ανθρώπους που μου λένε μας δώσατε φτερά και όρεξη να προσπαθήσουμε και εμείς, να πιστέψουμε στον εαυτό μας.

Πρέπει να εμπιστευόμαστε τη μοίρα μας σαν εσωτερική φωνή που μας καθοδηγεί, κάπου και κάποτε κάτι θα μας μιλήσει και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να την αναγνωρίσουμε· Άλλοι το λένε σήμα, άλλοι το αποκαλούν θαύμα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε το τι θα αντέξει στον χρόνο και τι θα χαθεί στο χωνευτήρι της ματαιότητα των ανθρώπων. Φτάνει να μην χάνουμε την πίστη. Δεν είναι η επιτυχία ο στόχος αλλά η ευημερία.

Φτάνει να μην χάνουμε την πίστη. Δεν είναι η επιτυχία ο στόχος αλλά η ευημερία. Ο θυμός που φωλιάζει ύπουλα είναι ο εχθρός, όχι ο εαυτός μας, στο τέλος μόνο η αγάπη μας απελευθερώνει από τις φοβίες μας. Η αγάπη είναι η μόνη παρηγοριά και η ύστατη σωτηρία, άλλα θέλει θάρρος.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΜπλε περιστέρια, Αλέκος Φασιανός
Επόμενο άρθρο|Cesare Pavese
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.