ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ ακόμη τα χέρια σου. Βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες, απ’ τις σελίδες, απ’ την κουζίνα, απ’ τα αρνητικά των φιλμ, απ’ τις οθόνες της τηλεόρασης, απ’ τα πολυκαταστήματα της Σταδίου. Μου υπενθυμίζουν την ανάγκη να κινηθώ. Τι γυρεύεις πάλι εδώ; Τι είδους αστείο είναι αυτό; Πού άφησες τη μικρή;
Ακούω την πόρτα να κλείνει. Ακούω την πόρτα να κλείνει. Ακούω την πόρτα να κλείνει. Πάρε ένα ταξί, γρήγορα— όχι, φοβάμαι. Μη. Μην κάθεσαι στο μπροστινό κάθισμα. Μη γέρνεις προς το μέρος του. Μην κολλάς πάνω του. Μη. Μη γερνάς.
Δεν το ξέρεις, αλλά αν ανοίξει το σώμα σου, θα χυθεί από μέσα μου η λύπη.
Η ΛΥΠΗ του δέρματος. Δεν μπορεί άλλο να κοπεί. Έτσι ετελειώθη ο κόσμος. Τυλίχτηκε μέσα σε μαύρες σκόνες και εκατέβη. Λιγοστός απέμεινε αέρας στα χέρια μου και δεν ήξερα πώς να τον αναπνεύσω.
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ: Μια κυβέρνηση χαδιών που απέφυγε να επανεκλεγεί για λίγους ψήφους.
ΕΡΧΕΣΑΙ καμιά φορά — σπάνια, αλλά έρχεσαι — μεσάνυχτα περασμένα. Δίνεις μία στην πόρτα και μπαίνεις · όπως τότε που επιστρέφαμε φωτεινοί με τα πλοία στα λιμάνια. Κάθεσαι ήσυχα στο κρεβάτι μου και με κοιτάς. Ένας σπασμένος καθρέφτης λιώνει ανάμεσα στους ώμους σου, εκεί που παλιά ήταν το πρόσωπό σου. Βλέπω μέσα του τον επίλογο του εαυτού μου. Άρχισα να γερνάω, βλέπεις, και έχω αποκτήσει άλλες συνήθειες. Κόβω το τσιγάρο, κόβω σελίδες απ’ τα βιβλία, κόβω τα νύχια μου κάθε φορά. Προσπαθώ να κόψω δρόμο ξανά. Εσένα στάθηκε αδύνατον να σε κόψω. Τόσα χρόνια έτρεμε το χέρι μου κάθε που πλησίαζε το νυστέρι. Κι ακόμα βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω — δεν έχει σημασία που είναι η φωτογραφία σου — και ρωτάω τα νέα σου, και σου λέω οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν, καταργώντας ο ένας τον άλλον. Φυσικά, δεν ακούς.
Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πώς γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες;
*Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια, Σταύρος Σταυρόπουλος
*Εκδόσεις Απόπειρα, 2010
*Τετάρτη έκδοση 2020