(Νεοελληνική Ζωγραφική 19ος- αρχές 20ου αιώνα)
Άβυσσος η ζωή των ανθρώπων, όπως η θάλασσα, απέραντη. Ήρεμη, γαλήνια, μυστηριώδης και άλλοτε ταραγμένη και φουρτουνιασμένη. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά «Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα», αφού προκαλεί δυνατά συναισθήματα αμφιθυμικά μεταξύ τους. Δημιουργείται, λοιπόν, το τρίπτυχο ζωή-θάλασσα-έρωτας, πόσο διαφορετικές και πόσο κοινές έννοιες ταυτόχρονα. Το σίγουρο είναι πως ο καθένας, κοιτώντας την θάλασσα ανακαλύπτει μια νέα εκδοχή του εαυτού του, ή και ακόμη αντικρίζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Ελλάδα, μια χώρα γεμάτη θαλασσινά τοπία, αποτέλεσε σημείο αναφοράς, έμπνευσης και αφοσίωσης πολλών καλλιτεχνών, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη δημιουργία και τη σύνθεση έργων, με κυρίαρχο το στοιχείο της θάλασσας και τον συνήθη χαρακτηρισμό τους ως «ανυπότακτη», κάτι το οποίο τους εξίταρε. Τα έργα αυτά, περιελάμβαναν όχι μόνο τη θάλασσα αυτή καθ’ αυτή, αλλά και ο,τι την περιέβαλε, όπως λιμάνια, ψαράδες, ναύτες, εμπόριο και παράκτια τοπία. Η θάλασσα, σαν θέμα στη ζωγραφική προϋπήρχε ήδη από τον 16ο αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα.
Το θαλασσινό στοιχείο παρατηρείται έντονα σε όλη την ιστορία της ελληνικής τέχνης. Κατά τον 19ο αιώνα, η ελληνική ζωγραφική ξαναεπικεντρώνεται στην θαλασσογραφία, εξαιτίας των αναμνήσεων και βιωμάτων του ελληνικού λαού, επηρεασμένη από τη ζωγραφική της υπαίθρου και τον ιμπρεσιονισμό. Εδώ, η ζωγραφική χαρακτηρίστηκε από την ακρίβεια και το σχέδιο. Στην θεματολογία, είναι φανερή η διαφορά της ελληνικής θάλασσας από ξένες. Αποτυπώθηκαν αληθή στοιχεία των ελληνικών θαλασσιών τοπίων, τα οποία δεν ήταν ερημωμένα, λόγω των ποικίλων νησιών και ξερονησιών, καθώς και χωρίς μεγάλες φουρτούνες και μεγάλα κύματα.
Δυο καλλιτέχνες που εφάρμοσαν τα παραπάνω χαρακτηριστικά στους πίνακές τους ήταν ο Γιάννης Αλταμούρας και ο Κωνσταντίνος Βολονάκης, γι’ αυτό και έλαβαν τον τίτλο των «θαλασσογράφων». Ο Αλταμούρας ναι μεν, μας έχει αφήσει λίγα έργα, ήταν όμως ο πρώτος Έλληνας θαλασσογράφος και το ζωγραφικό του έργο είναι μεγάλης αξίας και σημαντικότητας. Σημαντικά έργα του είναι τα Κύματα και τα Ιστιοφόρα & ατμοκίνητα πλοία, που μπορεί κανείς να το βρει στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, και άλλα. Μπορεί τα έργα του να είναι λίγα, όμως δεν είναι σίγουρα του μετρίου, είναι ακριβοπληρωμένος καλλιτέχνης με ατόφιες συλλογές και απόγονος ξεχωριστής οικογένειας.
Ένας άλλος καλλιτέχνης που θεωρείται εξίσου ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας» είναι ο Κωνσταντίνος Βολανάκης. Πηγές έμπνευσής του, ήταν τα λιμάνια, τα πλοία και γενικότερα η θάλασσα. Θεωρήθηκε εκπρόσωπος του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, όμως σε πολλά έργα του φανερή είναι η τάση επιρροής από τον ιμπρεσιονισμό, εξαιτίας της φωτεινότητας που δεσπόζει σε αυτά. Στα έργα του έδινε έμφαση και ακρίβεια στα πλοία, τον εξοπλισμό τους και στην θάλασσα, σαν ενδόμυχα να ήθελε να αποκαλύψει τα μυστικά της, ενώ λιγότερο στα τοπία και τον ουρανό. Στόχος του ήταν μέσα από το έργο του να αναδείξει την ομορφιά και την πίστη του στη ζωή, κερδίζοντας τον χρόνο και την αιωνιότητα. Δυστυχώς, πέθανε φτωχός, αλλά η αξία των έργων του φανερώθηκε αργότερα, αφού πίνακές του πωλήθηκαν πολύ ακριβά. Πίνακές του βρίσκονται σε πολλά μέρη, όπως είναι η Εθνική Πινακοθήκη, το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, το Αρχηγείο Ναυτικού κ.α.
Ο Βασίλης Χατζής, ο Γιάννης Κούτσης και ο Νίκος Καλογερόπουλος, μαθητές του Βολονάκη και επηρεασμένοι από αυτόν, συνέχισαν την πορεία του με θέμα την θάλασσα. Αποτέλεσαν την μετάβαση από τον 19ο αιώνα στον 20ο.
Ο Χατζής, ήταν μεν θαλασσογράφος, όμως ασχολήθηκε με την τοπιογραφία και την αναπαράσταση ζωής των ψαράδων και αγροτών. Οι τεχνικές που ακολουθούσε ήταν επηρεασμένες από τον ιμπρεσιονισμό, ενώ φανερή στα έργα του είναι η προσωπική του χρωματική αντίληψη των πραγμάτων.
Από τον 20ο αιώνα όμως, φανερή είναι η επιρροή από τον μοντερνισμό, όπου η φυσιοκρατία χρωμάτων και σχημάτων αρχίζει να αποχαιρετά τα έργα. Στόχος των καλλιτεχνών ήταν να αποδοθεί το ελληνικό φως, η εμβάθυνση της ψυχής τους και όχι η απλή παρουσίαση των φυσικών τοπίων.
Κατά τη δεκαετία του 1920, καλλιτέχνες όπως ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Νικόλαος Λύτρας και ο Κωνσταντίνος Παρθένης, έχουν διαφορετική αντίληψη και οπτική στο θέμα του θαλασσινού τοπίου. Ο Μαλέας επηρεασμένος από τη ζωγραφική του Σεζάν, ζωγραφίζει με έντονη σχηματοποίηση, δυνατές και καθαρές χρωματικές επιφάνειες, εκτυφλωτικές θα λέγαμε και περιγράμματα. Ο όγκος και η διακοσμητική του πρόθεση είναι φανερά συστατικά των έργων του. Κατατάσσεται στους μεταϊμπρεσσιονιστές και έχει λάβει τον τίτλο του «πατέρα της μοντέρνας τέχνης της Ελλάδας». Ήταν από τους πρώτους υπαιθριστές, ενώ επηρεάστηκε από τους φωβιστές και τους συμβολιστές. Χαρακτηρίζεται και ως επαναστάτης.
Ο Νικόλαος Λύτρας θεωρείται ανανεωτής, επηρεάστηκε από τον μεταϊμπρεσσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό. Τα έργα του χαρακτηρίζονται φωτεινά με ιδιαίτερη και αδρή χρωματική πινελιά.
Τέλος, ο Παρθένης, ένας ακόμη πρωτοπόρος της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα, προσπάθησε να ερμηνεύσει με τα έργα του τον κόσμο μέσα από την ψυχή και όχι με το βλέμμα. Γι’ αυτό και η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται περισσότερο πνευματική και ο ίδιος ως «ποιητής» της μοντέρνας τέχνης. Στα έργα του διακρίνονται στοιχεία του γερμανικού συμβολισμού και εξπρεσιονισμού, του βιενέζικου συμβολισμού (Sezession) και της Art Nouveau. Στην πορεία, ήρθε σε επαφή με τον ιμπρεσιονισμό και τον μεταϊμπρεσσιονισμό. Το προσωπικό του στιλ βρίσκεται σε κάθε του έργο με χρήση λαμπερής χρωματικής παλέτας, δημιουργώντας μια αίσθηση εξαΰλωσης, χάνοντας, δηλαδή, την υλική τους υπόσταση, μιας εσωτερικότητας, ονειρικότητας και αφαίρεσης. Εξιδανικεύει τον ελλαδικό χώρο και τα τοπία του, συνενώνει χρώμα και σχέδιο προδίδοντας μια ψυχική αρμονία.
Κάτι που δεν θα αλλάξει ποτέ, είναι το απέραντο της θάλασσας. Οι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από αυτήν και έκαναν τα δικά τους μοναδικά ταξίδια ψυχής τη στιγμή που ήθελαν και είχαν ανάγκη να κάνουν, πλημμυρισμένα από τα χρώματα και το φως της χώρας τους, της Ελλάδας, ξεφεύγοντας από την καθημερινότητα. Αφέθηκαν στην αγκαλιά της και απόλαυσαν κάθε στιγμή της. Η θάλασσα χαρακτηρίζεται ως σύμβολο φυγής, γιατί είναι ικανή να διώξει οτιδήποτε σε φορτίζει, σε γαληνεύει, προσφέροντάς σου μια εσωτερική αγαλλίαση. Αγκαλιάζει τους πόνους και ευφραίνει την καρδιά. Ένα συναίσθημα αναντικατάστατο και άκρως ευαίσθητο.
Κλείνοντας, ασπάζομαι στίχους του Καρυωτάκη από το «Εγκώμιο της Θάλασσας»: «Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό».
Γράφει η Μαρία Παντελίδου.