(ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ)
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ η μέρα ήταν γιορταστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το μοναδικό δέντρο. Οι αναβάτες της ήταν αόρατοι. Μπορούσες να τους διακρίνεις μόνο μέσα απ’ το φως, που χαλασμένο σκορπιζόταν τριγύρω. Μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.
Μια παλιά βάρκα ξεφλούδιζε άδικα κάτω από τον λιγοστό ήλιο. Στα πλάγια το όνομα ήταν μισοσβησμένο. Υπήρχαν τα κεφαλαία γράμματα μι και άλφα, αν ήσουν τυχερός εμφανιζόταν μπροστά σου το μαύρο σχήμα ενός γυναικείου ονόματος.
Ένα λούτρινο αρκουδάκι κοιτούσε προς τα εκεί που ευνοούνταν οι γραμμές του ορίζοντα. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένη μια κονκάρδα. Έγραφε: Don’ t worry, I’m happy. Ένα χοντρό σκοινί έσφιγγε δυνατά τον λαιμό του, τα νεύρα είχαν παραλύσει. Το βλέμμα του είχε αυτή την άγρια απόγνωση του μελλοθάνατου.
Ψηλά στον ουρανό, μέσα από τα καρφιτσωμένα σύννεφα, σχηματιζόταν μια λίμνη. Φωτός. Ένα μεγάλο όμικρον-από το ρήμα ουρλιάζω.
Μετά σκεπάστηκαν όλα από μια διάρκεια. Έπεσε μια σιωπή. Βγαλμένη από τα σπλάχνα των ματιών. Η θάλασσα βούλιαξε. Βυθίστηκε κάτω από τα έγκατά της. Άρχισαν να εμφανίζονται γράμματα. Ένα ένα και όλα μαζί. Όλα όφειλαν τον θάνατο τους σε κάτι που δεν είχε υπάρξει πριν.
Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.
Εκείνη είπε: Σημασία έχει να αισθάνεσαι.
Εκείνος είπε: Υπάρχουν ρινίσματα σελήνης, δεν μπορώ να δω πέρα.
Εκείνη είπε: Αν κοιτάξεις προς το μέρος μου, θα πετάξω.
Εκείνος είπε: Δεν έχω άλλη δύναμη, με λήστεψαν τα φαντάσματα.
Εκείνη είπε: Ο φόβος περιμένει στους δειλούς.
Εκείνος είπε: Θέλω, αλλά δεν θέλω. Δεν μπορώ να μπορώ.
Εκείνη είπε: Μόνο τα μάτια μπορούν. Να βγάλουν κραυγή.
Εκείνος είπε: Πρέπει να στεγνώσω το σώμα μου. Μέσα σου. Έχω γεμίσει φονιάδες. Κυνηγημένους.
Εκείνη είπε: Θα μπορούσα να σε χαράξω έως τη στάχτη.
Εκείνος είπε: Κι αν με άτιμο πεθάνουμε θάνατο;
Εκείνη είπε: Θα ακουστεί η κρυμμένη μας δύναμη. Στις αυλές των σπιτιών.
Εκείνος είπε: Κι αν κατεβούμε τις σκάλες και δούμε τους πεθαμένους;
Εκείνη είπε: Άσ’ τους κοιμούνται χωρίς λύπη.
Εκείνος είπε: Πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;
Εκείνη είπε: Ακράδαντα.
Άρχισαν να γεννιόνται όλα από την αρχή. Εφάνηκεν η θάλασσα.
Η αφρώδης συμπεριφορά της σαμπάνιας. Χειμών βαρύς, του Παπαδιαμάντη. Διελύθη πάνω στο φως. Εξεριζώθη η λύπη και έφυγε.
Πάει. Εχάθη.
Η μηχανή ξεκίνησε μόνη της. Οι αναβάτες της ήταν αόρατοι. Το δέντρο είχε αφαιρεθεί. Στη ρίζα του τώρα φύτρωνε η ανάγκη.
Από κάπου μακριά μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.
*ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ | Σταύρος Σταυρόπουλος | Εκδόσεις οξύ
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.