ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’

Εκδόσεις Οδός Πανός ISBN  978-960-477-452-2

Γράφει η Ελπίδα Αμίτση

 

Σπεύδω να δηλώσω εξ αρχής πως δεν είμαι φιλόλογος ούτε βιβλιοκριτικός: Μουσικός είμαι και ηθοποιός· σκηνοθετώντας πάντα μόνη μου τα έργα που ανεβάζω, αφού προηγηθεί εξονυχιστική έρευνα και πολύ σοβαρή, εξαντλητική, εργασία πάνω στο έργο που πρόκειται να παιχτεί. Ακριβώς γι’ αυτό θέλω να καταθέσω την εμπειρία μου και να μοιραστώ αισθήματα -τόσο δικά μου όσο και πολλών θεατών- μετά από διετή ενασχόληση μ’ αυτό το υπέροχο κείμενο τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις ‘Εκδόσεις Οδός Πανός’. Διαβάζοντας αρχικά το μικρό αυτό σπονδυλωτό βιβλίο, με τις διάφορες ‘πολιτικές’, ‘κοινωνικές’ θα έλεγα αφηγήσεις, που κάθε μια έχει την απόλυτη αυτοτέλειά της μα και όλες μαζί είναι σοφά εντεταγμένες σ’ ένα ενιαίο σύνολο, ένιωθα να κατακλύζομαι απ’ όλες τις αλήθειες που χρόνια τώρα σκαλώνουν στο λαιμό μα δεν λέγονται ποτέ, όσο κι αν θέλουμε να τις πούμε. Τα κείμενα αυτά, με την αφόρητη ειλικρίνεια και την αμεσότητά τους, αλλά και με τη στοχαστική νηφάλια γνώση τού συγγραφέα, ο οποίος ξέρει πολύ καλά τι λέει και φαίνεται πως έχει ζήσει καταστάσεις εκ των ένδον, μ’ έκαναν ώρες-ώρες να νιώσω θυμωμένη με την πραγματικότητα που ζούμε στη χώρα μας· που δεκαετίες ολόκληρες αγκομαχάει και σέρνεται. Με θαυμαστή μαεστρία και με πραγματική Τέχνη τού Λόγου, ο Αδαμόπουλος θέλει να μάς πιάσει απ’ το χέρι και να μάς δείξει όλα τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Και το καταφέρνει μια χαρά μιλώντας απλά είτε ως κοινωνιολόγος που γνωρίζει, είτε μη διστάζοντας να κινηθεί ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, δίνοντάς μας με σπαρταριστό τρόπο παιδικές του αναμνήσεις, που όμως ξεφεύγουν απ’ τη στενή σφαίρα τού ατομικού και δίνουν κι αυτές το βαρύ στίγμα τής γενικής παρακμής που όλοι βιώνουμε. Κι όλα αυτά με μιαν αξιοζήλευτη απλότητα, μια τρομακτική ζωντάνια και -εδώ είναι το ακόμα πιο θαυμαστό- μαζί με μιαν έκδηλη θεατρικότητα. Θεατρικότητα η οποία μού επιβλήθηκε μόνη της, καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα το βιβλίο, που τελικά έμελλε να το μάθω όλο απ’ έξω· να το αποστηθίσω λέξη προς λέξη, με κάθε κόμμα τελεία και άνω τελεία, με κάθε παύση και κάθε του ανάσα· και ύστερα από πάμπολλες πρόβες να το ανεβάσω επί σκηνής. Απολαμβάνοντας έτσι κι εγώ, την ώρα που το αφηγούμαι, τη ροή την ομορφιά και την ένταση τού κειμένου σα να ’ναι κάτι δικό μου και συνάμα εισπράττοντας την αγωνία, το ταρακούνημα και το θερμό χειροκρότημα των θεατών, που παρακολουθούν πάντα συγκλονισμένοι.

Ήδη, απ’ το πρώτο κιόλας κομμάτι (‘Εις εαυτόν Ι’) όπου ο συγγραφέας υποτίθεται πως απαντά στις ρωτήσεις ενός δημοσιογράφου, ο Αδαμόπουλος με λίγες λέξεις κάθε φορά, σε τρεις σελίδες μόνο, με ρυθμό πολυβόλου, θίγει όλα τα μεγάλα θέματα χωρίς να κρύβεται διόλου: Παγκοσμιοποίηση, περιβάλλον, κλιματική αλλαγή, συνέχεια τού ελληνικού έθνους, μετανάστες, βίαιη αλλοίωση τού πληθυσμού, εθνική ταυτότητα, πολιτική/οί με η και με οι…  Στο εμβληματικό ‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ -απ’ όπου και ο τίτλος τού βιβλίου- βλέπουμε την κοινωνία μας σε απόλυτη πλάνη απ’ τη μεταπολίτευση και δώθε, χτίζοντας ψεύτικα σαθρά σκηνικά, που δεν αρκούν πια για να καλύψουν τη γύμνια μας, καθώς στο υπέροχο ποίημα-μοιρολόι τού τέλους ακούμε πικρά κάτι σαν τον απόηχο τού Εθνικού μας Ύμνου· ‘Κλάψε τώρα· κλάψε γοερά’… Και μόνο στο άκουσμα τής λέξης ‘Ρουσφέτι’ μάς έρχονται διάφοροι πονηροί συνειρμοί διαφθοράς, απάτης, μίζας και όλα τα συναφή· εδώ όμως ο Αδαμόπουλος πολύ τρυφερά, χρησιμοποιώντας έν’ ακόμη προσωπικό παιδικό του βίωμα -ακριβώς όπως κάνει και στον ‘ΟΓΑ’– βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει θετικά, δείχνοντάς μας έναν άλλο δρόμο. ‘Το σεντούκι τού παππού μου’ μάς δείχνει την πλήρη εικόνα τής διάλυσης τής χώρας που πορεύεται δίχως μπούσουλα· απλώς καταστρέφοντας ό,τι έχτισαν οι αιώνες. Το ‘Ο επιτάφιος και ο επι-πόλεως θρήνος’ με σαρκαστική διάθεση ήδη απ’ το πολύ φανερό λογοπαίγνιο τού τίτλου, με αφορμή την περιφορά τού επιταφίου, δείχνει με τον εναργέστερο τρόπο το απέραντο δήθεν, το φρικαλέο μεταφυσικό αλαλούμ και το πολύ βαθύ πια πρόβλημα ταυτότητας που έχουμε σαν λαός, ανάμεσα σε Ανατολή και σε Δύση, χωρίς να είμαστε πουθενά και χωρίς να έχουμε κάνει καμία σύνθεση. Οι ‘Επενδύσεις’, που πολύ θα θέλαμε ν’ ακούγονται παρηγορητικές και ευοίωνες, καταντούν εντελώς εφιαλτικές, καθώς σ’ ένα ρημαγμένο πλέον χωριό που άλλοτε ευημερούσε και άνθιζε, μέσα σ’ ένα νεκρό σκηνικό, αγκαλιά με τον Θάνατο ο εξάδελφος Θάνος, θέλει να επενδύσει τις οικονομίες του αγοράζοντας έναν τάφο… Στο Pagotό’ -προσοχή στη γραφή: Pagotό!- με διαολεμένο κέφι, μπρίο, φαντασία κι απέραντη πίκρα συνάμα, ο Αδαμόπουλος περιγράφει τα φριχτά απόνερα τής βαριάς μας λέει βιομηχανίας· τού τουρισμού, που ροκανίζει σταθερά κι αυτός κάθε τι. Για να πάρει μετά τη σκυτάλη η δήθεν πολύ φιλέλλην κι ελληνοπαντρεμένη Βελγίδα Monique’ (τι καταπληκτικός θεατρικός μονόλογος αυτό το κομμάτι) να μάς πει τα δικά της και να δούμε κι εμείς με φρίκη, πόσο τελικά ο Δυτικός τον ζηλεύει βαθιά τον Έλληνα. Και να κλείσει το βιβλίο -όχι όμως ο κύκλος· που δεν κλείνει- με το τέλος τής αρχικής συνέντευξης (‘Εις εαυτόν ΙΙ’) όπου θίγονται πάλι ένα σωρό σοβαρά θέματα· για το ήθος, την τέχνη, το θέατρο, την οικονομική κρίση, για την Ελλάδα, και για την Ελλάδα ξανά και πάλι· ακόμα και για το δημογραφικό πρόβλημα που τη μαστίζει…

Δεν μού είναι δύσκολο να παραδεχτώ πως είμαι φανατικά υπέρ αυτού τού βιβλίου, αφού απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή, εύκολα με παγίδεψε μέσα στις σελίδες του, με παρέσυρε ολότελα στους προβληματισμούς και στις δίνες του, και τελικά το ερμηνεύω μπροστά στο κοινό τόσον καιρό. Νηφάλια όμως  και πέρα απ’ τα καθαρώς δικά μου, τα θεατρικά, θα έλεγα πως πολύ σπάνια βρίσκει κάποιος να διαβάσει κάτι ανάλογο:  Παράξενο βιβλίο· έντονο, ανυπόταχτο, απλό, αληθινό. Σύντομο, λιτό, λακωνικό. Πραγματικό μανιφέστο κατά τής παρακμής. Με οξύτατες παρατηρήσεις για τη σύγχρονη ιστορία μας και την παρούσα κατάσταση τής χώρας. Θυμωμένο. Βαρύ· παρά το μικρό του μέγεθος. Να πω και προφητικό; Εύχομαι πως όχι… Βιβλίο που δεν κατατάσσεται σε κάποιο είδος· πολύ εύκολα όμως κυλάει μέσα στις φλέβες όποιου το διαβάζει. Βιβλίο που με τον μεστό του λόγο κερδίζει κάθε αναγνώστη, που αμέσως συμφωνεί και θέλει να φωνάξει κι αυτός μαζί με τον συγγραφέα, πως δεν πάει άλλο· κάτι πρέπει να γίνει· σίγουρα δεν πάει άλλο…

Δεν ηθικολογεί ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, δεν μιλάει ξύλινα, ούτε με υψωμένο το δάχτυλο· απλώς πείθει και προτείνει, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ακόμα και η φωτογραφία τού εξωφύλλου -δική του δημιουργία και αυτή- απόλυτα συντονισμένη με το πνεύμα των κειμένων κραυγάζει μέσα στην απόλυτη φρίκη της και μάς καλεί να κάνουμε κάτι, γρήγορα· όσο είναι -αν είναι- ακόμα καιρός, γκρεμίζοντας επιτέλους αυτή την εκτρωματική ‘ΠΡΟΣΟΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΚΕΒΗ’, που έχει γίνει καθεστώς γύρω μας, αλλά δυστυχώς και μέσα μας, μισόν αιώνα τώρα.

 

Διαβάστε το· αξίζει!

 

© Ελπίδα Αμίτση

Θέατρο ΕΝ-Α

Σκηνοθέτις-ηθοποιός

theater.en.a1@gmail.com

 

*   *   *

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΗ Τέχνη της Καλοπέρασης, Mark Twain
Επόμενο άρθρο|Πλάτων
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.