ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
‘Ο Σιμιγδαλένιος’
βιβλιοπωλείον τής Εστίας (13η έκδοση) ISBN 978-960-05-1150-5
‘Σιμιγδαλένιος’ ετών τριάντα.
Γράφει ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
«Ο ‘Σιμιγδαλένιος’ γράφτηκε από τις 5 μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 1991. Δεν είχα καμιάν απολύτως πρόθεση να τον γράψω, ούτε φανταζόμουνα πως θα έγραφα ποτέ κάτι τέτοιο.
Μού ζητήθηκε να οργανώσω μια θεατρική παράσταση με μια ομάδα τριάντα παιδαγωγών, δασκάλων, καθηγητών μέσης εκπαίδευσης και άλλων, λιγότερο ή περισσότερο άσχετων με το θέατρο.
Η σχετική συζήτηση έγινε στις 28 Οκτωβρίου όπου -αποκλείοντας κάθε σκέψη ανεβάσματος κάποιου ήδη γνωστού έργου- σκέφτηκα πως ίσως βόλευε για την περίπτωση η δραματοποίηση κάποιου λαϊκού παραμυθιού, και ξανα-ξεφυλλίζοντας τη συλλογή τού Γιώργου Ιωάννου κατέληξα στον ‘Σιμιγδαλένιο’. Την απόφασή μου αυτή την οριστικοποίησα τις αμέσως επόμενες μέρες.
Όταν άρχισα να γράφω δεν πίστευα από πριν ούτε ότι θα τa έβγαζα πέρα, ούτε ότι θα το έγραφα όλο έτσι: ‘Όλο και κάποιον αυτοσχεδιασμό μπορείς να βάλεις από ’δω, όλο και κάποιο χορό μπορείς να βάλεις από ’κει, όλο και κάποιο θεατρικό παιχνίδι να χρησιμοποιήσεις’ σκεφτόμουν. ‘Και στο κάτω-κάτω, όποτε κωλώνεις βάζεις έναν Αφηγητή να λέει και να προχωράει τη δράση’.
Επειδή όμως τα σιχαίνομαι αυτά τα φτηνά καμώματα, άρχισα να γράφω κανονικά, με στίχο και με ρίμα, κατευθείαν μέσ’ απ’ το μυαλό μου, χωρίς να πολυσκέφτομαι (στις 4 Νοεμβρίου) πως το έργο είχε προγραμματιστεί να παιχτεί στις αρχές Δεκεμβρίου. Έπρεπε δηλαδή σε λιγότερο από τριάντα μέρες να γραφτεί ένα έργο και να σκηνοθετηθεί!
Έζησα την υπέροχη αυτή εμπειρία, γράφοντας και σκηνοθετώντας ταυτόχρονα, βλέποντας τις σελίδες μου να αρέσουν στους μαθητές μου και να παίρνουν αμέσως το ίδιο απόγευμα -ενώ είχαν γραφτεί το πρωί- σάρκα και οστά.
Δεν πρόφταινα ούτε σημειώσεις να κρατώ, ούτε διορθώσεις να κάνω. Όντας αναγκασμένος τα απογεύματα να διδάσκω και να σκηνοθετώ το έργο που φτιαχνόταν μέρα με τη μέρα, τις περισσότερες φορές δεν είχα το χρόνο ούτε να διαβάσω τι είχα γράψει. Τ’ άκουγα για πρώτη φορά απ’ τους μαθητές μου, που μέρα με τη μέρα ώρα με την ώρα, άφηναν κατά μέρος τις αναστολές τους, τον άκαμπτο ψεύτικο, ξύλινο λόγο τής πραγματικότητάς τους και γίνονταν οι πραγματικοί ήρωες τού παραμυθιού.
Ένα μικρό θαύμα φύτρωνε κάθε μέρα.
Ξαναγράφοντας αυτές τις μέρες το δυσανάγνωστο πια πρωτότυπο, δεν έκανα καμιάν αλλαγή. Λίγους στίχους μόνο πρόσθεσα από ’δω κι από ’κει, που πάνω στη φούρια μου είχα ξεχάσει ν’ αντιγράψω απ’ το μυαλό μου.
Α.19.2.92
Υ.Γ. Και για να μη χάνουμε τα μέτρα μας: Αυτές τις μέρες διαβάζοντας την αλληλογραφία τού Mozart, είδα πως έγραψε τη συμφωνία νο. 36, ‘τού Λίντς’, K.V 425, σε τέσσερις μέρες!
* * *
* * *
Αν δεν υπήρχαν -όλες γραμμένες στο χέρι- αυτές οι σελίδες, και κάποιες πολύ πρόχειρες μα εντελώς αυθόρμητες φωτογραφίες, δύσκολα κάποιος τρίτος θα ψυλλιαζόταν το δημιουργικό εκείνο ντελίριο· έτσι όπως έγιναν όλα σε λίγες μόνο μέρες: Είχα χτυπήσει διάνα μια φλέβα μέσα μου, απ’ όπου ανάβλυζαν πράγματα που ήθελα κι έπρεπε να πω, μα δεν γινόταν να τα πω αλλιώς, παρά μόνο μέσα από ένα δήθεν παραμύθι: Πώς διάολο έγινε κι όλη η ζωή μου, ‘που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι· γκρέμισε με τον αγέρα τού φθινοπώρου’ και δεν υπήρχε πια. Έγραφα κι ένοιωθα πως ήμουν εγώ ο ίδιος όλοι οι ρόλοι, ζώντας μέσ’ απ’ αυτούς. Ευτυχώς δεν ήμουν ξινός, ούτε κακιασμένος. Ούτε διδακτικός σαν γέρο-Παρατατικός θέλησα να γίνω· και την παιδικότητα μαζί με τη δροσιά τού παραμυθιού τις κράτησα σ’ όλο το έργο. Κι ό,τι έγραφα φαίνεται πως ήταν καλοδεχούμενο· έτσι που καθένας εύρισκε μέσα εκεί, κάτι να τού αρέσει, να τον αγγίζει και να το κάνει δικό του.
* * *
…‘Ο Σιμιγδαλένιος με συγκλόνισε και μού χάρισε αισθητική απόλαυση και ανάταση που μάς προκαλεί η πραγματική ποίηση’…
Ασπασία Παπαθανασίου – ηθοποιός
…‘Πόσο με συνάρπασε και με δίδαξε. Αφού, ξανακάνοντάς με παιδί, με ξύπνησε. Έστω και για
λίγο’…
Γιάννης Μαρίνος – δημοσιογράφος, τ . ευρωβουλευτής.
…‘Έξοχο ποιητικό κείμενο με βαθιά νοήματα κρυμμένα κάτω από μια γλυκύτατη, φυσικότατη παιδικήν απλότητα που μας αγγίζει αμέσως’…
Ντόρα Τσάτσου – χορογράφος
…‘Σπάνιο κείμενο… μεταφέρει στη σκηνή ένα παραμύθι με τρόπο ποιητικό και με αξιοζήλευτη σκηνική μαστοριά’…
Άννα Συνοδινού – ηθοποιός
…‘Ζωντανό, γρήγορο, ευφάνταστο και πάντα πολύ θεατρικό. Είναι πολύ αστείο, πολύ σοβαρό και πολύ ποιητικό… Προσφέρεται για μια θαυμάσια σκηνοθεσία και μια οργιώδη σκηνογραφία’…
Μαργαρίτα Λυμπεράκη – συγγραφέας
…‘Έξοχο ποιητικό κείμενο, γεμάτο ρυθμό, μουσικότητα και κίνηση, πλούσιο σε βαθιά νοήματα’…
ο Αθηνών κaι πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος
…‘Ένα δροσερό κρυστάλλινο κείμενο που αναπλάθει τις παιδικές μνήμες, μέσα από τη σημερινή ευαισθησία, συχνά με καυστικό χιούμορ και αυθορμητισμό. Συνάμα ‘savant’ και ‘naif’…
Γιάννης Κόκκος – σκηνοθέτης, σκηνογράφος
… ‘Γλυκύς και τρυφερός, βαθύς και φιλοσοφημένος’…
ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
…‘Μια δροσερή και σύγχρονη αφήγηση με ευαισθησία και υπέρμετρη αγάπη, όπου τα ποικίλα εννοιολογικά σχήματα συνιστούν ποίηση αφ’ εαυτού τους’…
Δημήτρης Τσατσούλης -καθηγητής θεατρολόγος, κριτικός
…‘Χάρηκα τη δροσιά και τη ζωντάνια του και επιβεβαίωσα μέσα μου πως τίποτα καλό και όμορφο δεν ανήκει στο παρελθόν’…
Γαλάτεια Σαράντη – συγγραφέας, Ακαδημαϊκός
…‘Βιβλίο, από τα λίγα του θεατρικού λόγου, που έχει εξ ίσου λογοτεχνική αξία με τη θεατρική του παρουσία και ο αναγνώστης μικρός ή μεγάλος μπορεί να το απολαύσει διαβάζοντάς το’…
Γιάννης Παπαδάτος – κριτικός, ‘Διαβάζω’
…‘Στους χίλιους τόσους στίχους του, δύσκολα μπορείς να βρεις έναν που να μην εναρμονίζεται με το νοηματικό περιεχόμενο… Πραγματικό κατόρθωμα’…
Π. Χ. Δορμπαράκης – τ. Γεν. Επιθ. Μ. Εκπαίδευσης
…‘Δεν είχα διαβάσει ποτέ μου έργο σαν τον Σιμιγδαλένιο. Είναι, θα έλεγα, ένα μοναδικό φαινόμενο στο Ελληνικό θέατρο. Κάτω από έναν ευφάνταστο μύθο (που θα μπορούσε να είναι και ένα παραμυθάκι για παιδιά) πόσα πράγματα λέει που αγγίζουν την ψυχή ολονών μας’…
Μαργαρίτα Καραπάνου – συγγραφέας
* * *
Εκείνο όμως που δεν ήταν σε καμιά περίπτωση δυνατό να προβλέψω τότε, είναι το πώς νιώθεις μέσα σου όταν έχεις γεννήσει κάτι ολότελα δικό σου, και το βλέπεις να ζει τη δική του πολύ πλούσια ζωή τόσα χρόνια, μένοντας όμως εντελώς αναλλοίωτο· το ίδιο νέο πάντα, δίχως να γερνάει όπως γερνάς. Ωραία, πολύ παράξενη αίσθηση, δεν λέω· καθώς γνωρίζω, και μάλιστα πολύ καλά, ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε ακριβώς εκείνες τις μέρες εκείνες: Στις 18/12/91· τότε που μόλις είχαμε γυρίσει με το τραίνο, μέσα στα χιόνια απ’ τα Τρίκαλα, όπου η ομάδα, τρελαμένη εντελώς, έπαιξε για πρώτη φορά τον ‘Σιμιγδαλένιο’, σ’ ένα γυμνάσιο εκεί, ενώ εγώ συνεχώς έφτιαχνα και κολλούσα καινούργιους στίχους στο κείμενο, ακόμα και μέσα στο τραίνο.
Εκείνο το πρωινό, μέσα στο μαιευτήριο, το κοριτσάκι εκείνο, το είχα πάρει στα χέρια μου αμέσως· λίγα μόνο λεπτά μετά που ήρθε στον κόσμο. Και μην έχοντας καμιά προηγούμενη εμπειρία με κάτι παρόμοιο, μην ξέροντας τι ακριβώς να κάνω έτσι που ήταν κατακόκκινο σαν παντζάρι, το φύσηξα ελαφρά πάνω στη μούρη. Κι όπως μού φάνηκε πως γαλήνεψε κι ανάσανε ήσυχα και τού άρεσε και δεν ήθελε να κλάψει, το φύσηξα πάλι, και ξανά και πάλι. Και γινόταν αρκετές φορές αυτό μετά, στο σπίτι του, για κάμποσο καιρό. Όμως, όσο κι αν έχω παρακολουθήσει την πορεία της από τότε ως τώρα, όσο κι αν θυμάμαι πεντακάθαρα όλες εκείνες τις στιγμές, δεν μπορώ να τις ταυτίσω διόλου με την τριαντάχρονη τώρα γυναίκα που βλέπω καμιά φορά στο δρόμο μπροστά μου. Η γυναίκα αυτή, ακόμη και ύστερ’ από πολλές πολλών ειδών εγκεφαλικές διεργασίες μέσα μου, δεν είναι ποτέ δυνατόν να πάρει αυτούσια τη θέση τού μωρού εκείνου, που κρατούσα στις παλάμες μου φυσώντας το στη μούρη.
Ενώ με τον ‘Σιμιγδαλένιο’ δεν είναι διόλου έτσι, τριάντα χρόνια μετά: Το έργο είναι πάντα εκεί, σταματημένο μέσα στο χρόνο, ίδιο κι απαράλλαχτο, κι ολότελα ζωντανό· ακριβώς όπως ήταν τότε που γράφτηκε. Κι ας έχει ζήσει τα μύρια όσα· ολότελα μόνο του, μακριά μου. Κι ας πέρασαν από πάνω του και μέσ’ απ’ τις σελίδες του, άλλα δάχτυλα, άλλα μάτια, άλλα μυαλά, τριάντα χρόνια τώρα.
Είναι το ίδιο κείμενο που εκδόθηκε στην ‘Εστία’ το 1993. Κι έκανε από τότε δέκα τρεις εκδόσεις· αλλάζοντας μόνο στήσιμο σελιδοποίηση και τέσσερα εξώφυλλα. Δεν το πείραξαν διόλου αυτές οι αλλαγές· ίσα ίσα, πολύ τού άρεσαν. Είναι το ίδιο πάντα κείμενο που μεταφράστηκε αγγλικά, τούρκικα, γερμανικά. Μια χαρά. Κάτι κιτάπια που κρατώ, μού λένε πως ανέβηκε σε πάνω από 85 -άλλες νόμιμες και άλλες κρυφές κι εντελώς παράνομες- διαφορετικές παραγωγές: Μαθητικές, νεανικές, ερασιτεχνικές, φτωχικές, αλλά και σοβαρές, πλούσιες, επαγγελματικές παραγωγές· σ’ ένα σωρό Δημοτικά Θέατρα, σε ΔΗΠΕΘΕ, στο ΚΘΒΕ μα και στο Εθνικό. Παίχτηκε τούρκικα, ως Irmikoǧlan, στο Κρατικό Θέατρο, Şehir Tiyatro, τής Γείτονος, μα και εγγλέζικα, ως Spiceman, στο Wesley College στη Μελβούρνη. Κανένα πρόβλημα· δεν αλλοιώθηκε, δεν ψεύτισε, δεν άλλαξε διόλου, πουθενά, σε τίποτα και -το σπουδαιότερο- δεν έχασε το κέφι τη ζωντάνια του και τα μηνύματά του, μιλώντας ακόμη και σε ξένους· εκδότες, δάσκαλους μεταφραστές, θεατές, κριτικούς.
Μόνο μια φορά πέρσι, κάτι δεκαπεντάρηδες -γεννημένοι μετά τους Ολυμπιακούς εδώ- με ρώτησαν· ‘Tι είναι το walkman;’ Κι απόμεινα χασκογελώντας αμήχανα προς στιγμή. Πράγματι· πού να ξέρουν ότι 15-20 χρόνια πριν γεννηθούν οι ίδιοι, ήτανε μόδα να τριγυρνούν στους δρόμους μ’ ένα μικρό μηχάνημα -κάτι σαν εξυπνόφωνo· smartphone θα λέγαμε σήμερα- και ν’ ακούν μουσική απ’ αυτό; Τότε· εξηγώντας τους τι είναι το walkman, πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ ναι μεν κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του -πάρα πολλά· αν σκεφτείς πόσο υποτιμήθηκαν και τα χρόνια τώρα τελευταία- μα δεν πάλιωσε, δεν εγέρασε διόλου. Γι’ αυτό, κι ενώ μού ήταν πολύ εύκολο, δεν άλλαξα το κείμενο βάζοντας αντί για walkman κάτι άλλο· tablet ας πούμε. Γιατί κανείς ποτέ, δεν έδειξε να μην ταυτίζεται με τη ροή τού έργου, με όσα λέγονται και με όσα γίνονται εκεί, και κανείς ποτέ δεν με ρώτησε τι τους έχει πιάσει όλους ντε και καλά, και θέλουν ν’ αγαπήσουνε, ν’ αγαπηθούν, και να ’ναι όλα ρόδινα, μα δεν τα καταφέρνουνε ποτέ με τόσο εγωισμό που κουβαλάει καθένας και φτάνουν ως τ’ αστέρια, ψάχνοντας κάποια γιατί· αν κάτι πάει -που πάντα πάει- στραβά…
Δεν άλλαξε απολύτως τίποτα! Περίεργη αίσθηση, παράξενη, ωραία. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι σε είκοσι χρόνια από τώρα: Όταν τα σημερινά smatphones θα είναι σίγουρα είδος μουσειακό, οι τωρινοί εικοσάρηδες θα είναι σαράντα, εγώ κανονικός Μαθουσάλας πια, και μαζί με την -ολίγον νεότερη- φίλη μου την Εύα Καραϊτίδη τής Εστίας, θα σκεφτόμαστε και θα ρίχνουμε ιδέες για το πώς θα γιορτάσουμε τον ‘Σιμιγδαλένιο’ που θα κλείνει τότε τα πενήντα… Μια χαρά θα είναι· είμαι σίγουρος: Αρκεί να θέλουν ακόμη ν’ αγαπιούνται, να γουστάρουν να χουχουλιάζουνε μαζί και να τολμούν να φτάσουν ως τ’ αστέρια γυρεύοντας κάποια γιατί…
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.