Συνέντευξη του Γιάννη Λειβαδά στον Μιχάλη Κατσιγιάννη για το βιβλίο “Εχέγγυα της φύρας”

Συνέντευξη του Γιάννη Λειβαδά στον Μιχάλη Κατσιγιάννη για το βιβλίο ‘Εχέγγυα της φύρας’

Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Είναι διαπιστωμένο ότι ο Γιάννης Λειβαδάς είναι ένα ξένο σώμα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα – και ευτυχώς, για όσους έχουν γνώση της. Η ποιητική του αποτελεί όχι κάτι καινούργιο προφανώς αλλά κάτι το διαφορετικό, το εναλλακτικό, το «πραγματικό», ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν του τον κυρίαρχο – κατεστημένο – τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτείται η ποιητική τέχνη. Αυτές ακριβώς τις παρατηρήσεις μπορεί να τις διαπιστώσει και να τις απολαύσει ο αναγνώστης σε όλο το έργο του ποιητή. Ωστόσο, στην τελευταία του ποιητική σύνθεση (όχι συλλογή), ‘Εχέγγυα της φύρας’ (2024, εκδ. Ίνδικτος), νομίζω ότι είναι παραπάνω ευδιάκριτες. Εξηγώ τι εννοώ, αφού αποσαφηνίσω τον τρόπο – αλλά και την αιτία – που θα ακολουθήσει εδώ ο μικρός μου λόγος.

Τα  ‘Εχέγγυα της φύρας’, του Γιάννη Λειβαδά, είναι ένα πόνημα που κατά τη γνώμη μου δεν γίνεται να πλησιαστεί  και ν’ αναλυθεί από τον κριτικό μη γενικά, χωρίς να πέσει στο μέγα ατόπημα της φιλολογικής προσέγγισης. Και αυτό είναι κάτι που καταστρέφει κάθε κείμενο. Δηλητηριάζει ολόκληρη τη ζωή του. Στη συγκεκριμένη σύνθεση, ο εξωτερικός παράγοντας, δηλαδή ο κριτικός, δεν μπορεί και δεν έχει τίποτα να προσφέρει πέρα από ένα περίγραμμα, ένα σκαρίφημα, αφήνοντας τον αναγνώστη να διεισδύσει και να χαθεί – χωρίς οδηγό και ενδεχομένως, χωρίς σύντροφο – μέσα στο κείμενο και να εξάγει ο ίδιος, μόνος του, τα δικά του συμπεράσματα. Συνεχίζω λοιπόν.

Κάθε ποιητής προσφέρει – μεταξύ πάρα πολλών άλλων στοιχείων – μια αισθητική εμπειρία στο αναγνωστικό υποκείμενο. Όμως, η πείρα, η θεωρία, αλλά και ο (πάντοτε υποκειμενικός) κριτικός έλεγχος, μας δείχνουν ότι αυτή η αισθητική εμπειρία, πολλές φορές είναι ελαττωματική, προβληματική. Συχνά, οι ποιητές δεν δίνουν την απαραίτητη προσοχή στον λόγο που κατασκευάζουν και εκφωνούν, δεν δίνουν τη δέουσα σημασία στο δημιουργικό τους εγχείρημα. Θέλω να πω, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε τα κείμενα να αντιμετωπίζονται – από τους δημιουργούς τους – ως αντικείμενα. Έτσι, παρατηρούμε συχνά – δυσλειτουργικές – γραφές που άλλοτε δεν είναι ολοκληρωμένες, άλλοτε είναι συναρμολογημένες με πρόχειρο τρόπο, άλλοτε βρίθουν από – επί τούτου – εξω-λογοτεχνικά χαρακτηριστικά και άλλοτε πασχίζουν να δείξουν μια υπεροχή χωρίς όμως πρώτα να «επιχειρηματολογούν» – με ποιητικό θάρρος κι ένταση – γι’ αυτή με τον λόγο τους.

Κακώς θα με ψέξει ο αναγνώστης, αν μου πει ότι ενώ γράφω για το κείμενο ενός συγκεκριμένου ποιητή, μιλώ γενικόλογα για την εργασία άλλων. Η ποιοτική σύγκριση και κριτική είναι η απάντηση: στα ‘Εχέγγυα της φύρας’, βλέπουμε τον Λειβαδά να είναι το ακριβώς αντίθετο ποιητικό παράδειγμα απ’ αυτό για το οποίο έγινε λόγος στην προηγούμενη παράγραφο. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μία ολοκληρωμένη, μεστή, πολλαπλή, αλλά και πολύπλοκη αισθητική εμπειρία, από την οποία έχει μόνο να κερδίσει, αν βέβαια αποφασίσει ν’ αφεθεί σ’ ένα αβέβαιο ταξίδι. Συνεχίζω τις εξηγήσεις.

Τα ‘Εχέγγυα της φύρας’, είναι ένα βιβλίο που δεν είναι για μία χρήση. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι επανανοηματοδοτεί την έννοια της χρήσης σχετικά με την ποίηση. Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος δηλαδή σε ό,τι αφορά την υλική και ψυχοπνευματική σχέση του με τον – όποιο – αναγνώστη. Χρειάζεται πολλές επισκέψεις και θα πρόσθετα, πολλούς διαφορετικούς αναγνωστικούς προσανατολισμούς. Ωστόσο, κάθε φορά που επιστρέφω, υπάρχει ένα κοινό και πάγιο – λυτρωτικό – στοιχείο. Δημιουργείται στο μυαλό μου η αίσθηση – μια αίσθηση – συγκρουσιακής υφής και μεταμφιεσμένης πλάνης. Σαν μία μάζα ετερόκλητων λόγων, να μετασχηματίζονται συνεχώς μπροστά στα μάτια μου, να αλλάζουν φύση και θέση, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τις διαδρομές που ακολουθούν και χαράζουν. Αυτό  είναι πολύ σημαντικό.

Πρόκειται για ένα ποιητικό κείμενο που θα το χαρακτήριζα δυσπρόσιτο και χωρίς φραγμούς, παραγωγικά επαναληπτικό και χωρίς ορατούς σκοπούς, δεξιοτεχνικά κρύφιο και χωρίς μίζερες παρεμβάσεις. Με άλλα λόγια, μια υβριδική ποιητική σύλληψη και επιτέλεση που δεν δείχνει στον αναγνώστη τι, γιατί και πώς να ακολουθήσει το κείμενο. Αφήνει στον αναγνώστη, όχι τον απαιτούμενο χώρο, αλλά τον προτρέπει θα έλεγα σε δημιουργία του δικού του αναγνωστικού χώρου. Και θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα πολύ σημαντικά κι ευχάριστα – δομικά – χαρακτηριστικά του βιβλίου.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον ποιητή για την απόφασή του να μου παραχωρήσει τη συνέντευξη που παραθέτω εδώ. Τέλος, μία επισήμανση προς τον αναγνώστη. Το κείμενο της παρακάτω συνέντευξης είναι χρήσιμο να αναγνωστεί έχοντας πάντα στο νου ότι η συνέντευξη, ως εργαλείο, γειώνει – με την αρνητική έννοια – το συζητούμενο αντικείμενο.

 

 

Τι είναι τα ‘Εχέγγυα της φύρας’; Δώστε –όσο γίνεται–  μια εσωτερική διάσταση.

Εξωτερική δεν διαθέτει, ούτως ή άλλως, εκτός κι αν φέρει στο μυαλό του κανείς τη χρηστικότητα του εντύπου, συνεπώς θα μπορέσει τότε να κάνει λόγο, αστειευόμενος, για εξωτερικό αντικείμενο.

Όπως είναι γραμμένο και στο σημείωμα παρουσίασης του έργου, τα Εχέγγυα της Φύρας αποτελούν επιπλέον εισαγωγή στην εκκρεμότητα της ποίησης. Η γελοιώδης τραγωδία του συλλογισμού όπου ανά μη τακτά διαστήματα υπερτερεί πότε η γελοιότητα και πότε η τραγωδία. Ας μείνουμε σε αυτό μολονότι θα μπορούσαμε να θίξουμε κάτι άλλο, όπως, λόγου χάρη, κάτι που δεν υπάρχει, η λειτουργία της πνευματικότητας σε μια ανθρωπότητα που αποδίδει τα πάντα σε δικαίωμα ή προδιάθεση.

Ποια η διαφορά μεταξύ ποιητικής συλλογής και ποιητικής σύνθεσης;

Απαντώ δίχως σκέψη μεταφέροντας εδώ το ανολοκλήρωτο λήμμα που έγραψα το 2003: Στην ποίηση σύνθεση ονομάζεται η δημιουργία ποιήματος μέσω εκτενούς, διαδοχικού συλλογισμού, όπου λειτουργούν ενώσεις και διαχωρισμοί, όπου αποδίδεται ένα αντικείμενο το περιεχόμενο του οποίου απλοποιείται, ελαχιστοποιείται ως προς τη σχέση και τη λειτουργία του με το αντικείμενο, καθιστώντας το δημιουργούμενο. Ένα εκτενές, πολυσέλιδο κείμενο (παραθέσεων, συγκρίσεων ή αποτυπώσεων), δεν αποτελεί σύνθεση, μα εκτενές, πολυσέλιδο κείμενο, εκτός από την περίπτωση όπου πρόκειται για ανάλυση, δηλαδή για το αντίθετο της σύνθεσης. Θα προσθέσω πως στη σύνθεση αποδίδεται επίσης ένα περιεχόμενο του οποίου το αντικείμενο, καθίσταται δημιουργούμενο.

Πιστεύετε πως η επίδραση των κοινωνικών δεδομένων στην ποίηση είναι κανονιστική;

Διόλου. Ισχύει το αντίθετο. Υπάρχουν λογιών-λογιών εσχατολογίες συνεπώς τα μέλη της κοινωνίας έχουν δυνατότητα αμέτρητων επιλογών. Ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν να τοποθετήσει το πρόθεμα «αυτο-» στον όρο της καταστροφής. Αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ λυτρωτική απόπειρα που να μην αποτέλεσε σε κάποιον βαθμό δυσφήμιση της ανθρώπινης φύσης. Δεν έχω καμία διάθεση να ασχοληθώ με τις ψευδείς αποκαταστάσεις της Δεξιάς ούτε έχω λόγους να ενστερνιστώ τον αναγεννημένο σκοταδισμό της Αριστεράς. Η ανθρωπότητα κινδυνεύει να μετατραπεί σε θεοκρατία, ο ενστερνισμός της βαρβαρότητας είναι εντυπωσιακός, η υιοθέτηση του ψεύδους συναντάται σχεδόν παντού και αυτό το κατόρθωμα δεν επιτυγχάνεται από το κέντρο κάποιας σκοτεινής εξουσίας μα είναι αποτέλεσμα ιδεολογικού ξεπεσμού, διαστρέβλωσης της έννοιας της ελευθερίας και της δικαιοσύνης από εκείνους που πρωτοστατούν υπέρ αυτών των ιδανικών εδώ και δεκαετίες. Τα περισσότερα από τα κοινωνικά δεδομένα είναι απότοκα θεσμοποιημένων φαντασιώσεων. Επί τίνος, με βάση τί, μπορεί να μιλά κανείς για κοινωνία;

Τα ‘Εχέγγυα της φύρας’ είναι συλλογική –με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει– γραφή;

Υπό την έννοια πως αφορά, ναι, οπωσδήποτε, υπό την έννοια πως ενδιαφέρει, όχι, γι’ αυτό όμως, παραδόξως, φροντίζει το μέλλον. Το «συλλογικό» είναι απότοκο, δεν είναι αιτία ούτε βάση. Εστιάζω στην αιτία και τη βάση.

Εργαστήκατε με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι συνήθως;

Ναι, τόσο στην ποίηση όσο και στον τομέα της εργασίας. Δεν απέκλεισα ποτέ τίποτα και οι περισσότερες από τις επιλογές που έκανα αποδείχθηκαν έγκαιρα άστοχες παρότι ορισμένες απ’ αυτές υπήρξαν ανά διαστήματα αποδοτικές.

Τι σημαίνει για σας «κοινωνική παρουσία» και ποια είναι τα πιο ισχυρά δεδομένα της καθημερινότητας;

Δεν έχω κοινωνική παρουσία, δεν τη χρειάζομαι και προφανώς ουδείς άλλος έχει ανάγκη τη δική μου. Λειτουργώ οικειοθελώς σε απομόνωση. Ό,τι περιέχει και ό,τι σημαίνει αυτή η απομόνωση είναι τα ισχυρότερα δεδομένα.

Θα θέλατε να προσέξει κάτι συγκεκριμένο ο αναγνώστης; Και αν ναι, τι;

Ευρύτερα, όχι αποκλειστικά σε σχέση με το δικό μου έργο, ο αναγνώστης, κάθε αναγνώστης, δεν μπορεί παρά να κάνει του κεφαλιού του – το εννοώ κυριολεκτικά. Ίσως κάποτε αναρωτηθεί γιατί δεν έκανε αλλιώς.

Θεωρείτε – και για ποιους λόγους – ότι πρόκειται για ένα έργο-σταθμό;

Δεν μπορεί να είναι σημαντική μια ποίηση δίχως χαλιναγώγηση της συναισθηματικής ή όποιας άλλης αντίδρασης και δίχως την έκθεση των πάντων στο αδυσώπητο αδιέξοδο της γνώσης. Δεν πιστεύω κάτι μα σε κάθε περίπτωση δεν έχει την παραμικρή αξία το τι πιστεύω για το συγκεκριμένο έργο. Ζω άλλωστε τις μέρες του επόμενου. Αν μου επιτρέπετε, εντοπίζω σε άλλο σημείο κάποια δυνατότητα ποίησης: εάν το έργο δεν διαπνέεται έστω από αντιφάσεις που διαταράσσουν το αντικείμενο μα και το περιεχόμενό του, δεν μπορώ να δεχθώ πως είναι τουλάχιστον τίμιο, αυθεντικό.

 

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Kurt Tucholsky
Επόμενο άρθροΚατίνα Παξινού: Η Ωδή Του Θριάμβου
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.