Εμπιστεύομαι.
Από πριν –εμπιστεύομαι.
Όχι μετά, όπως όλοι, όπως θεωρείται λογικό.
Πάντα εμπιστευόμουν το άγνωστο.
Ως γνωστό.
Μετά ερχόταν και με επαλήθευε.
Μερικές φορές όχι.
Παρέμενε άγνωστο, ξένο. Συχνά και εχθρικό.
Αλλά...
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει