Τίποτα δεν αντιστεκόταν,
ήλιος μεσημεριού του Αυγούστου
φλόγιζε τον πηχτόν αέρα πύρωνε τις στέγες.
Στο καφενείο πίναμε γκαζόζες
κι οι σκοτούρες μας βουίζανε σα ζαλισμένες μύγες.
Ως τη στιγμή
που...
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει